Ο Ναός της Γονιμότητος Τσίμι Λακάνγκ
Στο Άσμα Ασμάτων, ο Σολομών έγραφε: «ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου, καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία, ὡς λέπυρον ῥοᾶς μῆλόν σου ἐκτὸς τῆς σιωπήσεώς σου. ὡς πύργος Δαυΐδ τράχηλός σου» (Τα χείλη σου είναι σαν το κόκκινο σιρίτι, και η λαλιά σου ωραία. Καθε παρειά σου, πίσω από την διαφανή καλύπτρα του προσώπου σου, μοιάζει με ροδαλό μισό τμήμα ροδιού. Ο τράχηλός σου μοιάζει σαν τον ωραίο υψηλό πύργο του Δαβίδ). Στο Ισλάμ ο Πέρσης ποιητής και μυστικιστής Χάφεζ έγραψε για τον έρωτα και το ποτό και παρόλα αυτά, ακόμη και στο θεοκρατικό Ιράν, τα βιβλία του υπάρχουν σχεδόν σε κάθε σπίτι με τους Πέρσες να αναφέρουν συχνά αποσπάσματά του ως παροιμίες και ρήσεις. Το ίδιο έγραψε για τον έρωτα και άλλος ένας Πέρσης σούφι, ο Ρούμι. Αν συνυπολογίσουμε τις φαλληφορίες στην Ιαπωνία του Σίντο ή τα ερωτικά συμπλέγματα σε ινδουιστικούς ναούς, θα διαπιστώσουμε ότι λίγο πολύ, κάθε θρησκεία έχει και το «βακχικό» της στοιχείο, τους αγίους και τους ποιητές που εξυμνούν έρωτα και ποτό, οπότε μόνο έκπληξη δεν θα πρέπει να προκαλεί ο βίος και η πολιτεία του Ντρούνκπα Κούνλεϋ.

Ο Θιβετανός εκκεντρικός άγιος Ντρούνκπα Κούνλεϋ, γνωστός ως «Τρελός Άγιος» και «Θεϊκός Τρελός» λόγω των παράδοξων τρόπων να διδάσκει τον Βουδισμό με τραγούδια, χιούμορ, ποιήματα για τον έρωτα και το ποτό και με μια παράδοξη συμπεριφορά για την εποχή του, έζησε μεταξύ 1455 και 1529. Στο χωριό Σοπσόχα του Μπουτάν, λέγεται ότι απολίθωσε χάρη στις μαγικές του δυνάμεις έναν δαίμονα της Ντότσου Λα τον οποίον μεταμόρφωσε σε βράχο. Κοντά σε αυτό έχτισε μοναστήρι το 1499 ο ιεράρχης της σέχτας Ντρούγκπα, Νγκαγουάνγκ Τσοεγκυέλο. Εκεί αποθηκεύτηκε ο πρωτότυπος ξύλινος φαλλός που έφερε από το Θιβέτ ο Κούνλεϋ με τον οποίον ευλογούσε τους πιστούς, ειδικά όσους επιθυμούσαν να τεκνοποιήσουν. Από εκεί έμεινε το τυπικό της ευλογίας να χτυπούν τους προσκυνητές στο κεφάλι με ξύλινο φαλλό μήκους 25 εκατοστών κατά της γλωσσοφαγιά.ς Έτσι το μοναστήρι αυτό, το Τσίμι Λακάνγκ, έγινε ναός της γονιμότητας. Ο θρύλος λέει πως ο Ντρούνκπα Κούνλεϋ δεν έδινε την ευλογία του στον καθένα. Για να δεχτεί έναν προσκυνητή έπρεπε αυτός να συνοδεύεται από μια όμορφη γυναίκα και να προσφέρει στον άγιο αλκοόλ. Προφανώς αυτός ο θρύλος συνδέεται και με τον τίτλο που του αποδίδεται «Ο Άγιος των Πέντε Χιλιάδων Γυναικών».
Έχοντας περπατήσει τέσσερα χιλιόμετρα για να φτάσω στον λόφο με τον ναό, περνώ μια γέφυρα και τον ποταμό Πουνατσάνγκτσουου, ανάμεσα από καλύβες, ορυζώνες και φυτείες σιναπιού. Όλα τα σπίτια του χωριού στους πρόποδες έχουν ζωγραφισμένους φαλλούς στους τοίχους, θέαμα όχι και τόσο αταίριαστο με τον λόφο τον οποίο ο εκκεντρικός άγιος παρομοίαζε με γυναικείο στήθος λόγω του στρογγυλού σχήματός του. Εισερχόμενος στον χώρο του μοναστηριού περιστρέφω τους κυλινδρικούς τροχούς προσευχής και συνεχίζω για τον ναό. Μπαίνοντας γίνομαι μάρτυρας ονοματοδοσίας ενός μικρού κοριτσιού. Ο πατέρας του το έφερε στον καλόγερο και εκείνος ψελλίζει μερικές λέξεις αναφέροντας το όνομα το οποίο θα δώσει στην μικρούλα ο πατέρας της. Αυτό είναι γραμμένο σε ένα κομμάτι μπαμπού που τράβηξαν τυχαία μετά από την προσευχή. Ρωτώ το πώς ονοματοδοτούνται τα παιδιά. Ζητούμενο είναι, μου απαντούν, το όνομα που θα δοθεί στο παιδί να ταιριάζει με τον προορισμό του. Στο μυαλό μου έρχεται η φράση που ανοίγει το «Όλα τα ονόματα» του Ζοζέ Σαραμάγκου, από το Βιβλίο των Αυταπόδεικτων: «Γνωρίζεις το όνομα που σου έδωσαν, δεν γνωρίζεις το όνομα που έχεις».
Το Τσίμι Λακάνγκ είναι ένα λευκό τετράγωνο κτίριο παραδοσιακού ρυθμού, από πέτρα και ξύλο. Έχει σειρές από κυλίνδρους προσευχών και εικόνες αγίων. Μπαίνοντας βγάζω και τις κάλτσες, ενώ βάζω και την κάμερα στην τσάντα καθώς απαγορεύεται η φωτογράφιση στο εσωτερικό του ναού.
Από το προαύλιο η θέα είναι εντυπωσιακή. Απολαμβάνω την δροσιά με θέα την ηλιόλουστη κοιλάδα της Πουνάκα και τους ορυζώνες, με φόντο ολόγυρα το γαλάζιο του ουρανού, ένα δέντρο «μπόντι» με απλωμένους κορμούς πάνω στους οποίους είναι περασμένες σημαίες προσευχών. Στο προαύλιο νεαροί μοναχοί παίζουν ποδόσφαιρο, με τις κόκκινες ρόμπες να ανεμίζουν καθώς τρέχουν και τους τερματοφύλακες σε θεαματικές αποκρούσεις φορώντας κι αυτοί τις ρόμπες.
Επιστρέφοντας στην Πουνάκα, περνώ μέσα από λιβάδια, καλύβες κτηνοτρόφων με τα ζωντανά να βόσκουν αμέριμνα και πλήθος πτηνών ολόγυρα και διαπιστώνω πως είτε στα Ιμαλάια είτε στις ερήμους της Μέσης Ανατολής, κάποιες φιλοσοφίες ζωής είναι πανομοιότυπες.
Κατηγορίες:Uncategorized