Uncategorized

Το Κουκλόσπιτο ως bras de fer χειριστικότητος

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 1879, Βασιλικό Θέατρο της Κοπεγχάγης. Ο «επαναστάτης» Ίψεν σκανδαλίζει, με το δεύτερο από τα «κοινωνικά» του έργα, τους καθώς πρέπει Νορβηγούς με την κριτική του πάνω στον γάμο, την μητρότητα, τον έρωτα, τους νόμους, την κοινωνία και πάνω απ’ όλα την θέση της γυναίκας, δημοσιεύοντας το «Κουκλόσπιτο» (Et Dukkehjem) γνωστό αργότερα και ως «Νόρα» από το όνομα της κεντρικής ηρωίδος. Πρωτίστως όμως βάλλει εναντίον του συμβιβασμού και του συνειδητά προσποιητού καθωσπρεπισμού.Το βιβλίο γίνεται επιτυχία και τα οκτώ χιλιάδες αντίτυπα της πρώτης εκδόσεως εξαντλούνται αμέσως ενώ με την αποψινή θεατρική πρεμιέρα του έργου καταφέρει ράπισμα στην αστική υποκρισία της εποχής του.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023. Ενάμιση αιώνα μετά την έκδοση και το ανέβασμα του «Κουκλόσπιτου», παρακολουθώ την παράσταση που σκηνοθετεί στο θέατρο «Πορεία» ο Δημήτρης Τάρλοου. Παρατήρηση πρώτη και ευχάριστη: το ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα φαινόμενο «να μην πέφτει καρφίτσα» στην πλατεία από τον κόσμο.Παρατήρηση δεύτερη και δυσάρεστη: οι υπεύθυνοι των θεάτρων πρέπει να μάθουν κάποτε να απαγορεύουν την είσοδο στον κάθε ασυνείδητο που φτάνει αφότου έχει σημάνει και το τρίτο κουδούνι προσβάλλοντας τους ηθοποιούς και μετατρέποντας την μυσταγωγία για τους θεατές σε σκηνικό τρόλλεϋ που κάνει στάση να ανεβάσει κόσμο.Με μια πρώτη εξερευνητική ματιά, το σκηνικό είναι πολύ προσεγμένο και η Θάλεια Μέλισσα που τα επιμελήθηκε έκανε καλή δουλειά. Μία κουνιστή πολυθρόνα, ένας καναπές, ένα πιάνο κι ένα μπαρ. Ο δεύτερος τοίχος, είσοδος στο διαμέρισμα του ζεύγους Χελμερ και ο τρίτος τοίχος, στα αριστερά του θεατή και στα δεξιά του ηθοποιού, ένα γυάλινο παραπέτασμα μέσα από το οποίο φαίνεται το γραφείο όπου ο Τόρβαλντ Χέλμερ υποδέχεται τους καλεσμένους του. Πρόκειται για ένα τυπικότατο σκηνικό «Κουκλόσπιτου» και δύσκολα θα γινόταν διαφορετικά, αφού κατά κανόνα στα ανεβάσματα του έργου ακολουθούνται οι οδηγίες που είχε δώσει εξ αρχής ο ίδιος ο Ίψεν περιγράφοντας το διαμέρισμα του ζεύγους. Όσο για τον πρώτο (τον «πίσω τοίχο») στο κέντρο, σε αυτόν δεσπόζει ένας τεράστιος πίνακας του Φλαμανδού ζωγράφου του 16ου και 17ου αιώνος, και μαθητή του Πήτερ Μπρίγκελ του Νεώτερου, Φρανς Σνάυντερς με τίτλο «Stilleven met fruit, dood wild, groenten, een levende aap, eekhorn en kat» («Νεκρή Φύση με Φρούτα, Άψυχο Παιχνίδι, Λαχανικά, έναν Ζωντανό πίθηκο, Σκίουρο και Γάτα») ο οποίος σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Λιχτενστάιν της Βιέννης και παραπέμπει για τους εξοικειωμένους με την θεματολογία του πίνακα στην κατάσταση του ζεύγους Χέλμερ. Με την έναρξη της Πρώτης Πράξεως πληροφορούμαστε πως βρισκόμαστε Παραμονές Χριστουγέννων, της κατ’ εξοχήν “εορτής της οικογένειας” αφού στον κοσμικό, τον μη αμιγώς θρησκευτικό πυρήνα τους, βρίσκεται η συγκέντρωση και η σύσφιξη των δεσμών των μελών της γύρω τον άξονα του σπιτικού, ο οποίος ειδικώς αυτές τις ημέρες του χρόνου ταυτίζεται με το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Η τυπική «ιψενική» σκηνογραφία θέλει το δένδρο κάπου παράμερα σε μια γωνιά και στην παράσταση συμβαίνει το ίδιο. Τα δε λαμπιόνια του είναι ακόμη σβηστά. Ίσως και να μην ήταν τολμηρά κραυγαλέο να είχε τοποθετηθεί σε πιο κεντρικό σημείο, χωρίς βέβαια να παρενοχλεί το παίξιμο των ηθοποιών, συμβολίζοντας με τον τρόπο αυτόν τον «axis mundi» του μικρόκοσμου του νορβηγικού μεσοαστικού σπιτικού του 19ου αιώνος γύρω από το οποίο θα ξετυλιχτεί το δράμα.

Για την Νόρα Χέλμερ (την υποδύεται η Λένα Παπαληγούρα), η γιορτή αυτή κρύβει ένα διπλό νόημα για το σπιτικό της. Αφενός, συμβολίζει την οικογενειακή ευτυχία και ενότητα και γι αυτό προσπαθεί να κάνει το σπίτι της όσο πιο ζεστό και ευχάριστο μπορεί. Αφετέρου, οι ετοιμασίες για τις γιορτές είναι η μοναδική περίοδος του χρόνου κατά την οποία έχοντας την γενική εποπτεία και το πρόσταγμα του στολισμού, των αγορών, των δώρων, του γούστου της διακοσμήσεως και ό,τι έχει να κάνει με την κοινωνικώς επιβεβλημένη επίδειξη οικογενειακής θαλπωρής ως βιτρίνας ενός ευτυχισμένου σπιτικού, της δίνουν την ευκαιρία να αναδείξει τις ικανότητές της στο να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Καθώς η Nόρα σχολείται με τα πακέτα των δώρων που αγόρασε για τα παιδιά, καινούργια ρούχα για τον Ίβαρ, σπαθί, αλογάκι και τρομπέτα για τον Μπομπ και μια κούκλα για την Έμυ, αλλά και για την κωφάλαλη υπηρέτρια του σπιτιού, την Ελένη (Όλγα Δαλέκου) ένα πουλόβερ, ακούγεται η φωνή του συζύγου της, του Τόρβαλντ Χέλμερ (Γιώργος Χριστοδούλου), να την επιπλήττει χαριτωμένα και παιχνιδιάρικα που ξόδεψε τόσα πολλά χρήματα στα χριστουγεννιάτικα δώρα, αποκαλώντας την πότε “σκιουράκι” του και πότε “καρδερινούλα” του. Όσο όμως και αν αυτά τα χαϊδευτικά παρατσούκλια με τα οποία αποκαλεί την σύζυγό του ο Τόρβαλντ ακούγονται χαριτωμένα, τόσο αποκαλύπτουν την ισχύ και την επιβολή του πάνω στην σύζυγό του. Πόσο μάλλον όταν έχουν να κάνουν με μικρά χαριτωμένα ζωάκια, αφαιρώντας της έτσι κάτι από την ανθρώπινη υπόστασή της. Μάλιστα, την πειράζει αποκαλώντας την “ξοδευτρούλα” και θυμίζοντάς της την προηγούμενη χρονιά όταν είχε περάσει παραμονές των γιορτών δουλεύοντας επί τρεις ολόκληρες εβδομάδες ασταμάτητα όλη νύχτα για να φτιάξει η ίδια τα δώρα και τα στολίδια με τα χέρια της, καθώς τα χρήματα ήταν λιγοστά. Φέτος όμως, και από την αρχή του καινούργιου χρόνου, ο Τόρβαλντ πρόκειται να προαχθεί στην τράπεζα όπου εργάζεται, και έτσι η Νόρα πιστεύει ότι μπορούν να φερθούν πιο χαλαρά με τα οικονομικά τους. Και με ύφος δασκαλίστικο ο κύριος Χέλμερ εξηγεί στην «καρδερινούλα» του με πρωτολουθηρανικό σκεπτικό και ύφος ανάλογο, πως σπιτικό που χρωστάει δάνεια δεν μπορεί να είναι ελεύθερο, οπότε οφείλει να είναι διπλά προσεκτική η «ξοδευτρούλα». «Είναι απίστευτο πόσο μου κοστίζει ένα τόσο δα πλασματάκι» της παραπονιέται ο Τόρβαλντ για να πάρει μια διφορούμενη απάντηση που δίνει η σύζυγος του: «Δεν έχεις ιδέα πόσα έξοδα έχουμε εμείς οι καρδερινούλες και τα σκιουράκια, Τόρβαλντ». Σε πρώτη ανάγνωση, η απάντηση αυτή είναι απολογητικού τύπου. Σε δεύτερη όμως, η Νόρα του λέει πως και τα «σκιουράκια» έχουν ανάγκες και μάλιστα σοβαρές. Και σε μια τρίτη και ακόμη πιο δύσκολη ανάγνωση του υπαινίσσεται αυτό που ο ίδιος θα μάθει αργότερα, ότι εργάζεται κρυφά για να καλύψει και κάποιες άλλες ανάγκες τις οποίες αυτός αγνοεί παρότι σχετίζονται με την ίδια του την υγιεία. Αυτήν την ειρωνεία την παρέκαμψε η σκηνοθεσία βάζοντας την Νόρα να προφέρει αυτά τα λόγια σχεδόν μασώντας τα κατά την έξοδό της, χωρίς να φαίνεται καν ευκρινώς η ίδια και η έκφρασή της. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να την βλέπαμε να αφήνει αυτήν την φαινομενικά αθώα πλην διφορούμενη διαπίστωση της με τρόπο επιτηδευμένα ρεαλιστικό που να αναδεικνύει την ειρωνεία και την υποκρυπτόμενη «εξομολόγηση» που κρύβεται πίσω από τα «έξοδα που έχει η καρδερινούλα» ερήμην του συζύγου της.

Εκτός όμως από αυτό το «mansplainig», τον νεολογισμό με τον οποίο η πολιτική ορθότητα αποκαλεί στον 21ο αιώνα την διδακτική – πατερναλιστική συμπεριφορά του άνδρα όταν με τρόπο απαξιωτικό εξηγεί στην γυναίκα, και στην συγκεκριμένη περίπτωση σε ένα πεδίο που η γυναίκα αξιωματικά γνωρίζει καλύτερα, τα οικονομικά (τα της «νομής του οίκου») του σπιτιού, ο Τόρβαλντ επεμβαίνει σε κάθε τι που αφορά και την ίδια την Νόρα. Της απαγορεύει, για παράδειγμα, να τρώει γλυκά. «Μήπως η δεσποινίς γλυκατζού έκανε παράβαση του νόμου σήμερα;» την ρωτά, πάντα με το πατρικό ελεγκτικό ύφος και τα χαριτωμένα όσο και υποτιμητικά παρατσούκλια, αλλά κυρίως με την επιμονή και την μεθοδικότητα ενός ανακριτή καθώς επαναλαμβάνει την ίδια και την ίδια ερώτηση με διαφορετική κάθε φορά διατύπωση: «Δεν πέρασες σήμερα από το ζαχαροπλαστείο;»… «Δεν μασούλησες γλυκάκια;»… «Ούτε ενα-δύο μελομακάρονα;». Και την βάζει να ανοίξει το στόμα της διάπλατα.

Σε όλο το ξετύλιγμα του δράματος, η πατερναλιστική συμπεριφορά του Τόρβαλντ δεν είναι η πιο συνηθισμένη. Δεν έχουμε δηλαδή το γνώριμο πρότυπο του «μεγαλύτερου», σε σχεδόν γονεϊκή ηλικία, άνδρα. Έχουμε έναν νεαρό πατερναλστικό σύζυγο, σχεδόν συνομήλικο της συζύγου. Δεν είναι ούτε γέρος Πυγμαλίων, ούτε ο πλούσιος που εξαγοράζει την νεότητα. Αλλά ούτε και η Νόρα είναι η τυπική Μπίμπο. Αυτό από μια μεριά φαίνεται αλλόκοτο, πιθανόν όμως ζητούμενο να είναι η ανάδειξη ενός αμφίπλευρου παιχνιδιού χειριστικότητος επί ίσοις όροις. Σε ολους τους διαλόγους του ζευγαριού και τους εσωτερικούς μονολόγους της Νόρας, οι Χέλμερ παλεύουν ποιός θα χειραγωγήσει τον άλλον, προς απογοήτευση όσων περιμένουν να δουν επιδερμικά την Νόρα ως το μοναδικό θύμα, πατριαρχικής χειριστικότητος, για να διατυπωθεί απλώς ένας φεμινιστικός καταγγελτικός λόγος και μόνον.

Στο σημείο αυτό τους διακόπτει η Ελένη αναγγέλλοντας δύο επισκέπτες, την Κριστίνε Λίντε (Βίκυ Κατσίκα) παλιά φίλη της Nόρας, που ήρθε προς αναζήτηση εργασίας και τον Δρ. Ρανκ (Κώστας Βασαρδάνης), στενό φίλο της οικογένειας (και αρχετυπική φιγούρα του «οικογενειακού φίλου» που είναι κατά βάθος ερωτευμένος με την οικοδέσποινα) , ο οποίος πηγαίνει κατευθείαν στο γραφείο του Τόρβαλντ. Όπως μαθαίνουμε από την κουβέντα των δύο παλαιών φιλενάδων, η Κριστίνε περνά δύσκολα τα τελευταία χρόνια, από τότε που ο σύζυγός της πέθανε δίχως να της αφήσει ούτε χρήματα ούτε παιδιά. Η Νόρα λέει με την σειρά της ότι τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για αυτούς: ο Τόρβαλντ αρρώστησε και έπρεπε να ταξιδέψουν στην Ιταλία, στο Κάπρι, για να αναρρώσει. Η Κριστίνε εξηγεί ότι η μητέρα της ήταν άρρωστη και έπρεπε να φροντίζει τους αδελφούς της, αλλά τώρα που μεγάλωσαν αισθάνεται ότι η ζωή της είναι «ανείπωτα άδεια». Η Νόρα υπόσχεται να μιλήσει στον Τόρβαλντ για μια θέση εργασίας. Η Κριστίνε λέει ευγενικά στη Νόρα ότι φέρεται σαν παιδί. Η Νόρα προσβάλλεται, οπότε αστειεύεται ότι πήρε χρήματα από έναν «θαυμαστή», ώστε να μπορέσουν να ταξιδέψουν στο Κάπρι για να αποκατασταθεί η υγεία του Τόρβαλντ καθώς είχε πάθει ένα άσχημο burnout. Είπε ψέμματα στον σύζυγό της ότι ο πατέρας της της έδωσε τα χρήματα, αλλά στην πραγματικότητα κατάφερε να τα δανειστεί παράνομα χωρίς εκείνος να το γνωρίζει, διότι οι γυναίκες δεν μπορούσαν να έχουν εμπορικές και οικονομικές δοσοληψίες, όπως η υπογραφή επιταγών, χωρίς το σύζυγό τους. Έτσι, με τα χρόνια εργάζεται κρυφά και εξοικονομεί χρήματα για να το εξοφλήσει. Ο Κρόγκσταντ, ένας χαμηλόβαθμος υπάλληλος στην τράπεζα του Τόρβαλντ, φτάνει και πηγαίνει κατευθείαν στο γραφείο. Η Νόρα δείχνει εμφανώς ανήσυχη με το που τον βλέπει. Ο Δρ. Ρανκ φεύγει από το γραφείο και αναφέρει ότι αισθάνεται δυστυχισμένος, αν και όπως όλος ο κόσμος, έτσι και ο ίδιος, θέλει να συνεχίσει να ζει. Σε αντίθεση με τη δική του σωματική ασθένεια, λέει ότι ο άντρας στο γραφείο, ο Κρόγκσταντ, είναι «ηθικά ασθενής».

Μετά τη συνάντηση με τον Κρόγκσταντ, ο Τόρβαλντ βγαίνει κι αυτός από το γραφείο. Η Νόρα τον ρωτάει αν μπορεί να βρει για την Κριστίνε μια θέση στην τράπεζα τώρα που γίνεται CEO και ο Τόρβαλντ ανταποκρίνεται θετικά, λέγοντας ότι αυτή είναι τυχερή, καθώς μια θέση μόλις άδειασε. Ο Τόρβαλντ, η Κριστίνε και ο Δρ. Ρανκ φεύγουν από το σπίτι, αφήνοντας τη Νόρα μόνη. Η υπηρέτρια επιστρέφει με ένα τάμπλετ από όπου τα παιδιά σε βιντεοσύνδεση μιλούν με την Νόρα έως ότου ο Κρόγκσταντ μπαίνει κρυφά από την μισάνοιχτη πόρτα στο σαλόνι και την ξαφνιάζει. Λέει στην Νόρα ότι ο Τόρβαλντ σκοπεύει να τον απολύσει από την τράπεζα και της ζητά να μεσολαβήσει για να του επιτρέψει να διατηρήσει τη δουλειά του. Όταν εκείνη αρνείται, ο Κρόγκσταντ απειλεί να την εκβιάσει για το δάνειο που είχε πάρει για το ταξίδι στην Ιταλία. Ξέρει ότι έλαβε αυτό το δάνειο πλαστογραφώντας την υπογραφή του πατέρα της αλλά με την απρονοησία να υπογράψει με ημερομηνία 2 Οκτωβρίου, δηλαδή μετά το θάνατό του πατέρα της στις 29 Σεπτεμβρίου. Ο Κρόγκσταντ φεύγει και όταν επιστρέφει ο Τόρβαλντ, η Nόρα προσπαθεί μάταια να τον πείσει να μην απολύσει τον Κρόγκσταντ. Ο Τόρβαλντ αρνείται να ακούσει τις εκκλήσεις της, εξηγώντας της ότι ο Κρόγκσταντ είναι ψεύτης και υποκριτής και ότι πριν χρόνια είχε διαπράξει το έγκλημα της πλαστογραφίας κατά συρροή. Είναι πραγματικά ειρωνεία της τύχης ότι ο Τόρβαλντ κατηγορεί τον υφιστάμενό του για το ίδιο παράπτωμα στο οποίο έχει υποπέσει και η σύζυγός του χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει. Γίνεται έτσι ένα τραγικό πρόσωπο που θα δώσει στην υπόθεση μια τροπή την οποία πιθανότατα θα προσπαθούσε να αποτρέψει εάν γνώριζε το μυστικό της «καρδερινούλας» του. Της εξηγεί ακόμη ότι και ο ίδιος αισθάνεται σωματικά άρρωστος με την παρουσία ενός άνδρα που «δηλητηριάζει διαρκώς εδώ και καιρό τα ίδια του τα παιδιά με ψέματα και συγκαλύψεις».

Ετσι τελειώνει η πρώτη πράξη κατά την διάρκεια της οποίας ο θεατής δεν έχει καμία αίσθηση του χωροχρόνου που αναφερόταν ο Ίψεν, δηλαδή στην Νορβηγία του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνος. Αντιθέτως, η διαβεβαίωση της Κριστίνε ότι γνωρίζει πολύ καλά τον χειρισμό του “Office”, η αποκάλυψη της Νόρας στην φίλη της πως αυξάνει το εισόδημά της κάνοντας έξτρα «σπηκάζ», το τάμπλετ, την σημερινής μεσοαστικής αισθητικής φόρεμα της ηρωίδος, το «αλτέρνατιβ» ντύσιμο της Κρίστινε που δίπλα στη Νόρα θυμίζουν Εξάρχεια με Κολωνάκι, η χιπστερίζουσα φυσιογνωμία του γιατρού, όλα αυτά παραπέμπουν στην Ελλάδα του σήμερα. Ακόμη περισσότερο στο σήμερα όμως παραπέμπει η όλη ατμόσφαιρα, το επιτηδευμένο «cool» που είδαμε στην προ κρίσεως Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι πως η Παπαληγούρα/ Νόρα δεν έδειξε ούτε στιγμή υποψία μπίμπο, ιδιότητα που αν υπάρχει μια ηρωίδα στην παγκόσμια θεατρική λογοτεχνία που να ταυτίζεται μαζί της, αυτή δεν είναι άλλη από τη ιψενική Νόρα. Ίσα ίσα, η Παπαληγούρα δείχνει να υποδύεται το «πίσω μέρος του μυαλού» της ηρωίδας, η οποία μισοσυνειδητά – μισοασυνείδητα έχει από την αρχή του έργου δρομολογήσει την απέκδυση της μπιμπο-περσόνας. Όταν κοροϊδεύει ενώπιον των θεατών τον σύζυγό της τρώγοντας μελομακάρονα, τα καταβροχθίζει με επιδεικτικά πομπώδεις θεατρινίστικες κινήσεις, χωρίς ενοχή όπως ίσως θα είχε στα μυαλό του ο Ίψεν αλλά με μια πρώιμη για την εξέλιξη της υποθέσεως αυτογνωσία.

Με το ξεκίνημα της Δεύτερης Πράξεως, η Κριστίνε φτάνει για να βοηθήσει τη Νόρα να μεταποιήσει ένα φόρεμα για μια δεξίωση, όπου θα παραβρεθούν την επομένη η ίδια και ο Τόρβαλντ. Με το που επιστρέφει ο σύζυγός της από την τράπεζα, η Νόρα τον παρακαλεί να ξαναπροσλάβει τον Κρόγκσταντ, ισχυριζόμενη ότι ανησυχεί ότι αυτός θα δημοσιεύσει δυσφημιστικά άρθρα για τον Τόρβαλντ και θα καταστρέψει την καριέρα του. Ο Τόρβαλντ απορρίπτει τους φόβους της και εξηγεί ότι αν και «ο κακόμοιρος γραφιάς», όπως αποκαλεί τον Κρόγκσταντ, είναι καλός εργαζόμενος και έχει αλλάξει ζωή, πρέπει να απολυθεί διότι δείχνει μια ανάρμοστη οικειότητα μαζί του μπροστά στο προσωπικό της τράπεζας, και αποσύρεται στο γραφείο του για να εργαστεί. Και πράγματι, ο Θανάσης Δόβρης/ Κρόκσταγκ πίσω από το γυαλί του τρίτου τοίχου, στο γραφείο του Τόρβαλντ, με την στάση του σώματος και τις κινήσεις του, δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου ο οποίος δεν ξέρει να τηρεί τις αποστάσεις, όχι από αγένεια αλλά από την ανάγκη να ξαναγίνει κοινωνικά αποδεκτός μετά την νομικής φύσεως περιπέτεια που είχε και η οποία σπιλώσει το όνομα του, κάτι που στην πορεία της πλοκής φαίνεται να αποτελεί την απόλυτη προτεραιότητά του. Στην άνετη, μοδάτη, αλλά πάντως όχι εξεζητημένη οικία Χέλμερ, όπως ακριβώς την είχε υπόψη του και ο Ίψεν, φθάνει ξανά ο οικογενειακός φίλος Δρ. Ράνκ. Η Νόρα του ζητάει μια χάρη, αλλά ο Ρανκ απαντά αποκαλύπτοντας ότι έχει εισέλθει στο τελικό στάδιο της ασθένειάς του και ότι ήταν πάντα κρυφά ερωτευμένος μαζί της την αποτρέπει από το να ζητήσει την χάρη, καθώς ενοχλείται από την ερωτική του εξομολόγηση Στη συνέχεια προσπαθεί αδέξια να του πει ότι δεν είναι ερωτευμένη μαζί του, αλλά τον αγαπά πολύ ως φίλο. Έχοντας απολυθεί από τον Τόρβαλντ, ο Κρόγκσταντ φτάνει στο σπίτι. Η Νόρα πείθει τον Δρ. Ράνκ να πάει στο γραφείο του Τόρβαλντ, ώστε να μην τον δει και όταν ο Κρόγκσταντ αντιμετωπίζει τη Νόρα, δηλώνει ότι δεν ενδιαφέρεται πλέον για το υπόλοιπο του δανείου της, αλλά σκοπεύει να φανερώσει το σχετικό θέμα για να εκβιάσει τον Τόρβαλντ όχι μόνο για να τον κρατήσει στη δουλειά αλλά και για να τον προαγάγει κιόλας. Η Νόρα εξηγεί ότι έχει καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να πείσει τον άντρα της, αλλά εκείνος αρνείται να αλλάξει γνώμη. Ο Κρόγκσταντ ενημερώνει την Νόρα ότι έχει γράψει μια επιστολή που περιγράφει το έγκλημά της (πλαστογράφησε την εγγύηση του πατέρα της) και την έβαλε στο γραμματοκιβώτιο του Τόρβαλντ, που είναι κλειδωμένο. Η Νόρα λέει στην Κριστίνε για τη δύσκολη κατάστασή της. Της δίνει την κάρτα του Κρόγκσταντ με τη διεύθυνσή του και της ζητά να προσπαθήσει να τον πείσει να παραιτηθεί. Ο Τόρβαλντ μπαίνει και προσπαθεί να πάρει την αλληλογραφία του, αλλά η Νόρα του αποσπά την προσοχή παρακαλώντας τον να τη βοηθήσει στην πρόβα που κάνει για το χορό, προφασιζόμενη άγχος για τη δεξίωση. Χορεύει τόσο νευρικά και άκομψα, σαν αγρίμι, χωρίς καμία χάρη, σε σημείο που ο Τόρβαλντ συμφωνεί να περάσει όλο το βράδυ για να την εκπαιδεύσει. Όταν οι άλλοι πηγαίνουν για δείπνο, η Νόρα μένει πίσω για λίγα λεπτά και σκέφτεται να αυτοκτονήσει.

Η Τρίτη Πράξη ξεκινά με την Κριστίνε να αποκαλύπτει στον Κρόγκσταντ ότι την άφησε και παντρεύτηκε τον άντρα της μόνο και μόνο επειδή δεν είχε άλλα μέσα για να βοηθήσει την άρρωστη μητέρα και τα μικρά αδέλφια της και ότι επέστρεψε για να του προσφέρει ξανά την αγάπη της. Πιστεύει ότι δεν θα είχε στραφεί σε ανήθικες συμπεριφορές εάν δεν είχε καταστραφεί από την εγκατάλειψή της και δεν είχε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ο Κρόγκσταντ αλλάζει γνώμη και προσφέρεται να πάρει πίσω την επιστολή του προς τον Τόρβαλντ. Ωστόσο η Kριστίνε είναι της γνώμης πως ο Τόρβαλντ θα πρέπει να μάθει την αλήθεια για το καλό του γάμου του με τη Nόρα. Οταν ο Τόρβαλντ φέρνει με το ζόρι πίσω τη Νόρα από το πάρτυ, ο Ρανκ τους ακολουθεί. Συνομιλούν για λίγο, με τον Δρ Ρανκ να μεταφέρει έμμεσα στη Νόρα ότι πρόκειται για το τελικό αντίο, καθώς έχει πειστεί ότι ο θάνατός του πλησιάζει. Ο γιατρός φεύγει και ο Τόρβαλντ παίρνει τις επιστολές του. Καθώς τις διαβάζει, η Νόρα ετοιμάζεται να φύγει για πάντα, αλλά ο Τόρβαλντ τη φέρνει αντιμέτωπη με την επιστολή του Κρόγκσταντ. Εξοργισμένος, δηλώνει ότι τώρα είναι εντελώς στην εξουσία του. Πρέπει να παραδοθεί στις απαιτήσεις του και να παραμείνει σιωπηλός για όλη την υπόθεση. Χλευάζει τη Νόρα, την αποκαλεί ανέντιμη και ανήθικη γυναίκα και της λέει ότι είναι ανίκανη να μεγαλώσει τα παιδιά τους. Λέει ότι από τώρα και στο εξής ο γάμος τους θα είναι εικονικός και μόνο. Ο Ίψεν προσωποποιεί στον Τόρβαλντ Χέλμερ τους θεσμούς και τις αξίες της αυστηρά ανδροκρατούμενης κοινωνίας στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνος. Του καταλογίζει έναν εγωκεντρισμό σε βαθμό τέτοιο που να υπολογίζει περισσότερο από την σύζυγό του, την οποία μόνο φαινομενικά αγαπά όπως δείχνει η σπουδή του να την απορρίψει αμέσως, την εικόνα του στην κοινωνία. Εκείνη την στιγμή η υπηρέτρια παραδίδει μια επιστολή στην Νόρα. Προέρχεται από τον Κρόγκσταντ. Ο Τόρβαλντ απαιτεί να διαβάσει ο ίδιος και την παίρνει από τη Νόρα. Διαβάζοντάς την θριαμβολογεί ότι σώθηκε, καθώς ο Κρόγκσταντ επέστρεψε την ενοχοποιητική σύμβαση, που ο Τόρβαλντ καίει αμέσως μαζί με τις επιστολές του Κρόγκσταντ. Παίρνει πίσω τα σκληρά λόγια του προς τη γυναίκα του και της λέει ότι τη συγχωρεί.

Η Νόρα αντιλαμβάνεται ότι ο σύζυγός της δεν είναι ο δυνατός και γενναίος άνδρας που φανταζόταν πως ήταν και ότι ουσιαστικα αγαπά τον εαυτό του περισσότερο από την ίδια. Ο Τόρβαλντ εξηγεί ότι όταν ένας άντρας έχει συγχωρήσει τη γυναίκα του, αυτό τον κάνει να την αγαπά ακόμη περισσότερο, αφού του θυμίζει ότι εξαρτάται απόλυτα από αυτόν, όπως ένα παιδί. Διατηρεί την ηρεμία του, θεωρώντας το περιστατικό ως απλό λάθος που έκανε λόγω της ανοησίας της, ενός από τα πιο αγαπημένα γυναικεία της χαρακτηριστικά. Η Νόρα ανακοινώνει στον Τόρβαλντ ότι τον εγκαταλείπει και με μια επιθετική αντιμετώπιση εκφράζει την αίσθηση προδοσίας και απογοήτευσής της. Λέει ότι δεν την αγάπησε ποτέ και ότι έχουν γίνει δύο ξένοι. Νιώθει προδομένη από την αντίδραση του στον εκβιασμό του Κρόγκσταντ και λέει ότι πρέπει να ξεφύγει για να ανακαλύψει τον εαυτό της. Τουεξηγε΄θ ότι σε όλη της την ζωή έχει αντιμετωπιστεί σαν κούκλα για να παίζουν μαζί της, πρώτα από τον πατέρα της και μετά από τον ίδιο. Ο Τόρβαλντ επιμένει ότι εκπληρώνει το καθήκον της ως γυναίκας και μητέρας, αλλά η Νόρα απαντά ότι έχει καθήκοντα για τον εαυτό της που είναι εξίσου σημαντικά και ότι δεν μπορεί να είναι καλή μητέρα ή γυναίκα χωρίς να μάθει να είναι κάτι περισσότερο από ένα παιχνίδι. Του εξομολογείται ότι θα ήθελε να θυσιάσει τη φήμη του για τη δική της και ότι είχε προγραμματίσει να αυτοκτονήσει για να τον εμποδίσει να το κάνει. Τώρα συνειδητοποιεί ότι ο Τόρβαλντ δεν είναι καθόλου είδος του ατόμου που πίστευε ότι ήταν και ότι ο γάμος τους βασίστηκε σε αμοιβαίες φαντασιώσεις και παρεξηγήσεις. Του αφήνει τα κλειδιά και τη βέρα της. Ο Τόρβαλντ καταρρέει και αρχίζει να κλαίει, αμήχανος με αυτό που συνέβη. Όταν η Νόρα φεύγει από το δωμάτιο στρεφόμενη στον «Τέταρτο Τοίχο», καθώς αποχωρεί από τα σκαλιά της δεξιάς παρόδου της πλατείας ανάμεσα στους θεατές, ο Τόρβαλντ, για ένα δευτερόλεπτο, εξακολουθεί να έχει μια αίσθηση ελπίδας, και δεν αποκλείει ακόμη και να συμβεί κάποιο θαύμα. Διότι «θαύμα» θα ήταν όπως ισχυρίζεται η Νόρα να γίνει για αυτήν ο Τόρβαλντ κάτι περισσότερο από ένας άγνωστος για εκείνην όπως και το να αλλάξουν τόσο που η κοινή τους ζωή μα μπορούσε να αποτελέσει μια πραγματική ένωση σε κοινωνία γάμου.

Η παράσταση ηθελημένα ξεφεύγει από τους χωροχρονικούς περιορισμούς. Ίσως δεν έχει πια κανένα νόημα να συνθλίψει, όπως έκανε με το Κουκλόσπιτό του ο Χένρικ Ίψεν, το γυναικείο πρότυπο του 19ου αιώνα και εστίασε στην αποδέσμευση της φύσεως της γυναίκας από τα εκάστοτε «Πρέπει», στα κατά περίπτωση «Θέλω».Όπως επίσης και στο σταθερό στον χρόνο ερώτημα «Ποιος πρέπει και ποιος δεν πρέπει να είναι στην πραγματικότητα ο ρόλος της γυναίκας και ποια ειναι εν τέλει η δοσολογία των συστατικών στοιχείων στο μείγμα της γυναικείας υποστάσεως; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα, που μεταξύ άλλων, απασχόλησαν και τον Χένρικ Ίψεν. Ο χώρος στην σκηνή, ίσως παραξενέψει είναι αλήθεια κάποιον που έχει διαβάσει το έργο και έχει κατανοήσει σε μεγάλο βαθμό τον Ίψεν. Θα περίμενε να δει κάτι που να παραπέπει άμεσα σε “ψυχικό και ηθικό μαυσωλείο”. Αντ’ αυτού βλέπει ένα σπίτι μοδάτο, καλαίσθητο και όχι προβλέψιμα για τον “διαβασμένο ”Ιψενικό. ψυχρό. Αυτό δυσκολεύει τον θεατή να διακρίνει το άψυχο “μουσείο” συναισθημάτων και ονείρων. Είναι και αυτό μια “παγίδα” που στήνει ο Τάρλοου με την σκιαγράφηση της σύγχρονης μεσοαστικής μενταλιτέ, το πρόβλημα όμως είναι να μην θεωρήσει όποιος θεατής αδιαφορήσει να κάνει τις επιπλέον αναγωγές, πως τελικά έχει πέσει ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε αυτήν. Το θεατρικό αυτό έργο τριών πράξεων όπως ανέβηκε στο “Πορεία” δεν είναι κοινωνική καταγγελία όπως το κατέστησε πριν από 1,5 αιώνα ο φεμινιστικός χαρακτήρας του, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων, ούτε στιγματίζει αποκλειστικά την πατριαρχία είτε εκείνης της εποχής είτε της τωρινής. Είναι κυρίως “καταγγελία” ενός ατόμου προς ένα άλλο άτομο. Και με την αφαίρεση, πέρα από φύλα ή τάξεις. Κάτι που θα δυσαρεστούσε τους φίλους του κοινωνικού ρεαλισμού αλλά ευχαριστεί τον “πολίτη”· όχι το πολιτικό ον”. Σε αυτό βοηθούν και η αποφυγή βερμπαλισμών στο κείμενο και την μετάφραση του Τάρλοου, αλλά και οι ίσως υπέρ το δέον “κουλ” χαρακτήρες και “φλατ” προσωπικότητες στο έργο όπως ανέβηκε με περισσή λιτότητα. Ακόμη δε και η ελευθερία που αναζητεί η Νόρα είναι η ατομική, όχι η γυναικεία χειραφέτηση.

Σχολιάστε