ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Ναβαράσα: Τα εννέα συναισθήματα (τηλεοπτική σειρά)

Ράσα στα σανσκριτικά, σημαίνει χυμός, ουσία και γεύση. Στην θεωρία της ινδικής τέχνης, οι Ράσα επιμερίζονται σε εννέα θεμελιώδη συναισθήματα ή γεύσεις της ινδικής αισθητικής. Τα εννέα αυτά συναισθήματα, τα Ναβαράσα, είναι Hasya (γέλιο), Shantha (ειρήνη), Adbutha (θαύμα), Raudra (θυμός), Veera (ηρωισμός), Shringara (αγάπη), Bhayanaka (φόβος), Karuna (λύπη) και Bibhatsa (αηδία). Οι καλλιτέχνες του παραδοσιακού ινδικού θεάτρου και μπαλέτου ασκούνται επί μακρόν, γυμνάζοντας τους μύες του πρoσώπου και τα μάτια για να παίρνoυν αυτές τις εννέα εκφράσεις. Η παράδοση των Ναβαράσα, (“Εννέα Συναισθήματα”) είναι το θέμα μιας τηλεοπτικής σειράς του 2021 σε γλώσσα Ταμίλ του σκηνοθέτη, παραγωγού ταινιών και σεναριογράφου Μάνι Ράτναμ, ο οποίος συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Τζαγιέντρα Παντσαπακέσαν για την παραγωγή της σειράς η οποία περιλαμβάνει εννέα αυτόνομα επεισόδια βασισμένα στα Ναβαράσα, που γυρίστηκαν από τους Πριγιανταρσάν, Καρτίκ Σουμπαράτζ, Βασάντ, Αρβίντ Σουάμι, Μπετζόυ Ναμπίαρ, Καρτίκ Ναρέν, Γκώταμ Βασουντέβ Μενόν, Σαρτζούν ΚΜ και Ραμπίντραν Πρασάντ. Αποτελείται από ένα καστ των Σουρίγια, Βίτζαι Σερουπάτι, Σιντάρτ, Ρεβάτι, Παρβάτυ Τιροβότου, Πραγιάγκα Μάρτιν, Αρβίντ Σουάμυ, Πράσσανα, Πούρνα, Ντέλι Γκανές, Ροχίνι, Γκώταμ Βασουντέβ Μένον, Γυόγκι Μπαμπού, Μανικουττάν, Ρέμυα Σουάμυ, Ριγιτβίκα, Σρη Ραμ, Ατάρβα, Νεντουμούντι Βένου, Αντζαλί, Κισόρ και άλλων. Η σειρά σχεδιάστηκε όταν οι Μάνι Ράτναμ και Τζαγιέντρα συνεργάζονταν για κοινωνικούς λόγους, ως ένα έργο που θα μπορούσε να βοηθήσει τους ημερομίσθιους και άλλα μέλη της Ομοσπονδίας Εργαζομένων Κινηματογράφου της Νότιας Ινδίας (FEFSI) που επηρεάστηκαν από τον COVID -19. Το Ναβαράσα ήταν μια πολυαναμενόμενη Ταμίλ σειρά, χάρη στο πρωταγωνιστικό καστ, τους τεχνικούς και τους σκηνοθέτες που εργάζονταν στο έργο και τις διαφημιστικές καμπάνιες. Η σειρά κυκλοφόρησε στις 6 Αυγούστου 2021 μέσω του Netflix. Συνισταμένη των εννέα επεισοδίων η μοίρα, το μυστήριο και το πάθος.

Κεντρικό θέμα για καθένα από τα εννέα επεισόδια είναι και ένα διαφορετικό συναίσθημα, οργή, συμπόνια, θάρρος, αηδία, φόβο, γέλιο, αγάπη, ειρήνη και απορία.

Edhiri (Καρούνα – Συμπόνια).


Την Πρωτοχρονιά του 2020, ο Ντήνα (Βίτζαι Σερουπάτι) επισκέπτεται το σπίτι ενός αγνώστου άνδρα. Η σύζυγος του άνδρα Σαβίτρι (Ρεβάτι) φροντίζει στα μαθήματα τα παιδιά της οικιακής βοηθού της που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Μετά από λίγο, η Σαβίτρι μπαίνει στο δωμάτιο του συζύγου της Σιβαραμάν και έντρομη ανακαλύπτει ότι έχει δολοφονηθεί. Εν τω μεταξύ, ένας άνδρας, ο Ντήνα, ο οποίος είναι ο θύτης, στέλνει τη σύζυγό του Μαλί (Σάι Ταμχανκάρ) και την μικρή του κόρη σε ασφαλές μέρος και ο ίδιος καταφεύγει στο σπίτι της γιαγιάς του στην Κεράλα. Καθώς η αστυνομική έρευνα ξεκινά, ο γιος της Σαβίτρι, Βαρούν (Ασόκ Σελβάν) δεν καταφέρνει να την πείσει να αποκαλύψει την ταυτότητα του δολοφόνου τον οποίο είχε προλάβει να δει όταν αυτός έβγαινε από το δωμάτο του δολοφονημένου συζύγου της. Εν τω μεταξύ, ένας μυστηριώδης άνδρας (Πρακάς Ρατζ) στο σπίτι της γιαγιάς του Ντήνα προσπαθεί επανειλημμένα να του μιλήσει, κάτι που ενοχλεί τον δολοφόνο. Αργότερα, τον Οκτώβριο του 2020, ο Ντήνα παραδέχεται ότι αναζήτησε καταφύγιο αφού σκότωσε τον άνδρα που θεωρεί υπεύθυνο για την αυτοκτονία του μεγαλύτερου αδελφού του. Συνάντησε τον Σιβαραμάν για να ελέγξει αν ο τελευταίος είχε τύψεις, αλλά έγινε έξαλλος που έβριζε τον νεκρό αδελφό του Ντήνα. Ο μυστηριώδης άνδρας (και ενώ αποκαλύπτεται ότι είναι μετεμψύχωση του δολοφονημένου Σιβαραμάν) δηλώνει ότι είναι η εκδήλωση όλου του μίσους που έτρεφε ο Ντήνα εναντίον εκείνων που τον πλήγωσαν από την μικρή του ηλικία. Ρωτάει τον Ντήνα αν έχει συγχωρέσει τους άλλους μετά τον θάνατο του Σιβαραμάν. Προσθέτει ότι η Ντήνα μισεί τον χαρακτήρα του, όχι το σώμα του, και ότι θα συνεχίσει να είναι η σκιά του. Ζητά από τον Ντήνα να σκεφτεί τι θα είχε κάνει αν ήταν στη θέση του. Τέλος, τραγουδά στίχους από το τραγούδι «Μανίταν Ενμπαβάν Ντέιβαμ Άγκαλαμ («Ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει Θεός» – από την ταινία “Σουμαιτάνγκι”). Αργότερα, ο Ντήνα αλλάζει κρησφύγετο καθώς μαθαίνει ότι η Μάλι και η κόρη τους θα τον συναντήσουν σύντομα, και της λέει στο τηλέφωνο σιβυλλικά «Δεν ξέρω αν αυτό που αποφάσισα είναι σωστό ή λάθος. Ελπίζω να το καταλάβεις». Στις αρχές του 2021, η Σαβίτρι βγαίνει από το σπίτι της για να επισκεφτεί το ναό, παρά την αντίθεση ενός συγγενή της (αναφορά στα ταμπού και τους περιορισμούς που επιβάλλονται στις χήρες ινδουίστριες). Καθώς προσεύχεται στο συγκρότημα του ναού, ο Ντήνα έρχεται κοντά της και ζητά συγχώρεση για την πράξη του. Η Σαβίτρι υπονοεί ότι ο σύζυγός της και ο Ντήνα θα μπορούσαν να είχαν χειριστεί καλύτερα όλα τα γεγονότα που οδήγησαν στη δολοφονία και ότι δεν είχε μιλήσει με τον σύζυγό της για αρκετά χρόνια λόγω ενός καυγά που είχαν, καθώς και ότι η δική της μη παρέμβαση στην τελική αντιπαράθεση την καθιστά και αυτήν ένοχη. Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα να συγχωρήσει ή να τιμωρήσει τον Ντήνα αφού και η ίδια φέρει μερίδιο ευθύνης.

Καλοκαίρι του 1992 (Χάσυα – Γέλιο).


Το 2014, ο Βελουσάμυ (Γιόγκι Μπαμπού), διάσημος κωμικός, προσκαλείται ως τιμώμενο πρόσωπο στο παλιό του γυμνάσιο. Καθώς δίνει ομιλία στους μαθητές, αναπολεί ταα μαθητικά του χρόνια όταν ήταν το άτακτο παιδί που έμεινε στην τρίτη γυμνασίου τέσσερις φορές στην ίδια τάξη. Κάθε φορά συνέβαινε και μια ατυχία που προκαλούσε την αυστηρότητα των καθηγητών του και τον έκοβαν. Θυμάται ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας του χρονιάς ως μαθητής (1992), κατέληξε να χαλάσει μια πρόταση για μια δασκάλα – την Λάκσμι (Ρέμυα Ναμπήσαν) – που ήταν και κόρη του διευθυντή (Νεντουμούντι Βένου). Η οικογένειά της είχε έναν ενοχλητικό σκύλο – τον Κινγκ («Βασιλιά») – τον οποίο ο διευθυντής προσπαθούσε συνεχώς να τον ξεφορτωθεί. Όμως ο Κινγκ είναι πεισματάρης και πάντα επιστρέφει σπίτι και στην Λάκσμι όσο μακριά κι αν είναι εγκαταλελειμμένος. Ως έσχατη λύση, ο διευθυντής αναθέτει στον Βελουσάμυ και τους φίλους του να πάρουν τον Κινγκ μακριά από το σπίτι του την ημέρα που θα έρθει ο υποψήφιος γαμπρός. Αλλά ο σκύλος δραπετεύει, καταλήγει σε έναν βόθρο, βγαίνει καλυμμένος με περιττώματα και αρχίζει να τρέχει πίσω στο σπίτι. Ακριβώς τη στιγμή που η οικογένεια του υποψήφιου γαμπρού ετοιμάζεται να επισημοποιήσει το προξενιό με την Λάκσμι, ο Κινγκ μπαίνει και τινάζει τα κόπρανα από το σώμα του, λερώνοντας τους πάντες στο σπίτι, συμπεριλαμβανομένου και του βραχμάνου μικροβιοφοβικού πατέρα του γαμπρού. Ο γάμος ακυρώνεται και ο διευθυντής διώχνει τον Βελουσάμυ από το σχολείο. Στο τέλος της εκδήλωσης, ο Βελουσάμυ ζητά συγγνώμη από την παριστάμενη στην εκδήλωση Λάκσμι η οποία έμεινε ανύπαντρη όλα αυτά τα χρόνια. Αυτή τον συγχωρεί και τον επαινεί για τα επιτεύγματά του παρόλο που δεν πέρασε την 3η γυμνασίου. Και προσθέτει χαμηλόφωνα ότι η δυσωδία των κοπράνων από εκείνη τη μοιραία ημέρα δεν έχει φύγει ακόμα από το σπίτι της.

Project Agni (Αμπντούτα – Θαύμα).


Εμφανίζεται στο πλάνο ο Βίσνου (Αρβίντ Σουάμι) να ηχογραφεί τον εαυτό του καθώς μιλάει για την δουλειά του και ότι ανακάλυψε κάτι πολύ σημαντικό για την πραγματικότητα και το μέλλον. Προβάλλεται φλας μπακ της γυναίκας και του γιου του σε μια παραλία, όπου δεν δίνει καμία σημασία στην οικογένειά του. Υπάρχουν επίσης σκηνές που τον δείχνουν να στέκεται μόνος σε εκείνη την παραλία με ένα περίστροφο στο χέρι. Αποκαλύπτεται ότι ο Βίσνου είναι ένας επιστήμονας που ερευνά τον χώρο και τον χρόνο. Είχε απορρίψει μια πρόταση εργασίας από τον ISRO (Indian Space Research Organisation) καθώς δεν του άρεσε η δουλειά γραφείου με ωράριο και προτιμούσε το μυαλό του να είναι ελεύθερο. Κάπου στο 2020, προσκαλεί τον φίλο του Κρίσνα (Πράσσανα) – που εργάζεται στο ISRO – στο σπίτι του για να του αποκαλύψει κάτι σημαντικό. Ο Βίσνου του δείχνει την ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 2012, όταν το ημερολόγιο των Μάγια υποτίθεται ότι προβλέπει το τέλος του κόσμου. Αλλά επειδή αυτό δεν συνέβη, θεωρεί ότι ένα ευφυές εξωγήινο είδος, οι Ανουνάκι, ελέγχουν την πραγματικότητά μας. Λέει στον Κρίσνα ότι το σύμπαν είναι μια προσομοίωση υπολογιστή που ελέγχεται από αυτούς – ότι όλη μας η ζωή είναι προγραμματισμένη και είμαστε χαρακτήρες σε ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου. Πιστεύει πως αυτό υπαινίσσεται και η αστρολογία. Ο Κρίσνα εκνευρίζεται όλο και περισσότερο με τις θεωρίες του Βίσνου και αποφασίζει να φύγει. Ξαφνικά, ο Βίσνου κλείνει τα μάτια του και φαίνεται να διαλογίζεται. Ένας άλλος Βίσνου και Κρίσνα εμφανίζονται στο σπίτι και οι δύο λένε στον πραγματικό Κρίσνα να μείνει και να ακούσει την υπόλοιπη θεωρία του Βίσνου. Ο Βίσνου συνεχίζει λέγοντας ότι υπάρχουν δύο κόσμοι: ο ένας είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε φυσικά και ο άλλος είναι ένας υποσυνείδητος κόσμος «ονείρου» στον οποίο ζούμε υποσυνείδητα. Πιστεύει ότι στις 21 Δεκεμβρίου 2012, ο ονειρεμένος κόσμος μας άρχισε να καταστρέφεται από την αύξηση του πληθυσμού. Και ότι έτσι, οι άνθρωποι μια μέρα θα χάσουν τις ικανότητες να χρησιμοποιούν τη φαντασία ή το όνειρό τους. Ο Βίσνου εφηύρε μια μηχανή που ονομάζεται Drifter μαζί με τον Κάλκι (Σαι Σιντάρτ) –τον βοηθό του στην έρευνα από το 2015– στην οποία μπορούσε να ταξιδέψει στο χρόνο μέσα από το μυαλό του για να μελετήσει την «ονειρική κατάσταση». Πιστεύει ότι ολόκληρη η ζωή μας έχει χαρτογραφηθεί ήδη στον υποσυνείδητο ονειρεμένο κόσμο μας και θα μπορούσαμε να μάθουμε για το μέλλον και τον «Δημιουργό» αν αποκτούσαμε πρόσβαση σε αυτό. Αποκαλύπτει ότι έχει κατακτήσει το υποσυνείδητό του που του δίνει τη δύναμη να συνδεθεί με τον «Δημιουργό». Αλλά χρησιμοποιούσε ένα ψυχεδελικό φάρμακο που ονομάζεται DMT για να τον βοηθήσει να το πετύχει. Κατά το τελευταίο του Drift που διήρκεσε μόνο 10 λεπτά, άλλαξε κάτι στο παρελθόν, κάτι που οδήγησε στην εξαφάνιση της γυναίκας του Λάκσμι (Πούρνα) και του παιδιού του στο παρόν. Λέει στον Κρίσνα ότι καθώς παρασύρεσαι στον χρόνο, δεν έχεις τον έλεγχο του χρόνου και του προορισμού. Πιστεύει ότι όταν παρασύρθηκε, παρενέβη στην προσομοίωση που δημιούργησαν οι Ανουνάκι και προκάλεσε ένα πρόβλημα που διέγραψε την οικογένειά του. Προσθέτει ότι η ικανότητά του να κάνει τα πράγματα στη φαντασία του πραγματικότητα είναι ένα επικίνδυνο όπλο. Ο Βίσνου δίνει στον Κρίσνα μια βαλίτσα με την ένδειξη «Project Agni» και του λέει να την ανοίξει όταν φύγει. Ήθελε να μοιραστεί τις γνώσεις του μαζί του και πιστεύει ότι θα τις χρησιμοποιήσει για καλό. Αποκαλύπτεται ότι ο βοηθός του Κάλκι επίσης παρασύρθηκε και απέκτησε δύναμη να ελέγχει το μυαλό του. Αλλά είχε ιδιοτελή κίνητρα αφού συνειδητοποίησε τη δύναμη πίσω από τις ικανότητές του. Ήθελε να κατασκευάσει ένα άλλο Drifter, αλλά δεν μπορούσε χωρίς τη «Λύση Α» στη βαλίτσα. Το γράμμα του Βίσνου στον Κρίσνα στη βαλίτσα του ζητά να το μοιραστεί με την εταιρεία του και να εντοπίσει τον Κάλκι με κάθε κόστος. Εν τω μεταξύ, ο Βίσνου είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει λόγω της ενοχής ότι έσβησε την οικογένειά του. Την ώρα που ετοιμάζεται να πατήσει τη σκανδάλη, χτυπάει το κουδούνι της πόρτας του. Ανοίγει για να αντικρίσει τον Κρίσνα και τη γυναίκα του. Στη συνέχεια αποκαλύπτεται ότι το άτομο που τον είχε επισκεφτεί νωρίτερα ήταν ο Κάλκι μεταμφιεσμένος σε Κρίσνα. Τώρα με τη «Λύση Α» στην κατοχή του, ο Κάλκι έχει αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο του κόσμου. Το επεισόδιο τελειώνει με τον Βίσνου να λέει ότι έκανε μεγάλο λάθος.

Payasam (Μπιμπάτσα – Αηδία).


Το 1965, ένας βραχμάνος, ο Σαμάντου (Ντέλι Γκανές) εμφανίζεται να πηγαίνει σε έναν ναό στο χωριό του στο Κουμπακονάμ για την πρωινή πούτζα (προσευχή). Αρχίζει να παραπονιέται για τον ανιψιό του Σουμπουραγιάν (Κουμάρ Ναταράτζαν) σε μια γυναίκα (Ρόχινι) στο ναό. Η κόρη του Σουμπουράγιαν ή Σούμπου όπως τον αποκαλούν, παντρεύεται και ο Σαμάντου αρνείται να παραστεί στον γάμο. Στο σπίτι του Σούμπου το σόι έχει μαζευτεί για τον γάμο της κόρης του, Μπαγκυαλάκσμι (Αντίτι Μπαλάν). Ο Σούμπου προετοιμάζεται πυρετωδώς για τον γάμο, με την ελπίδα ότι ο θείος του θα παρευρεθεί και θα ευλογήσει την κόρη του. Στο σπίτι του, μια νεαρή χήρα φαίνεται να βοηθάει, αν και ορισμένα μέλη της οικογένειας φαίνεται να είναι ενοχλημένα από την παρουσία της. Μιλάει με τον μάγειρα (Μπαγκαβάτι Περουμάλ) στο γάμο, αποκαλύπτοντας ότι μαγείρεψε και για τον γάμο της. Ήταν παντρεμένη με δικηγόρο, αλλά εκείνος πέθανε μόλις 92 μέρες μετά τον γάμο τους λόγω χολέρας. Η Μπαγκυαλάκσμι παραπονιέται ότι θέλει η πλεξούδα της να γίνει πιο μακριά με εξτένσιονς, καθώς ο γαμπρός, ο Ναταράτζαν (Καρτίκ Κρίσνα), την είδε στο παρελθόν με μακριά μαλλιά. Η χήρα φέρνει τα εξτένσιονς, της τα προσθέσει στα μαλλιά της και αγκαλιάζονται. Εν τω μεταξύ, ο Σαμάντου εξεκολουθεί να παραπονιέται στο ναό. Η γυναίκα μαζί του είναι η σύζυγός του, Βαλαμπάλ. Εκφράζει την αποστροφή της για εκείνον που συνεχίζει βρίζοντας ακατάπαυστα τον ανιψιό του Σουμπού και την οικογένειά του. Του λέει ότι παρόλο που τράβηξε τον ανιψιό του από το σχολείο λόγω έλλειψης κεφαλαίων, ο ανιψιός πρόκοψε και βοήθησε ακόμη και άλλα μέλη της οικογένειας. Ακόμη και ο γιος του βρήκε δουλειά χάρη στον Σούμπυου. Προσθέτει ότι με τα πλούτη του αγόρασε ακόμη και γη για τον θείο του. Ο Σαμανάντου απαντά ότι η γη ήταν εκτός του χωριού και είναι άχρηστη. Τα παιδιά τους παρευρίσκονται στον γάμο, αλλά ο Σαμανάντου εξακολουθεί να αρνείται. Συνεχίζει να φωνάζει και αποκαλύπτει ότι η γυναίκα του έφυγε από τη ζωή και μιλάει με μια ψευδαίσθηση. Τελικά συμφωνεί να πάει στο γάμο όπου ένας νεαρός άνδρας, που αποκαλύφθηκε ότι είναι ο μεγαλύτερος γιος του, ρωτά την χήρα (την αδερφή του) πότε θα έρθει ο πατέρας τους. Εκείνη απαντά ότι δεν ξέρει. Της ζητά να πάει πίσω στο σπίτι τους και να τον φέρει. Ο γάμος ξεκινά σύντομα και ο Σαμανάντου φτάνει. Τον υποδέχονται η κόρη και ο γιος του. Ο Σούμπου τον χαιρετά, προσφέροντας ένα φανταχτερό σακάκι στον θείο του. Αυτός φοράει ένα προσποιητό χαμόγελο και το δέχεται. Παρακολουθεί τον γάμο και αρχίζει να ακούει τη γυναίκα του να επαινεί τον Σούμπου. Παραπονιέται ότι η κόρη του είχε τόσο μεγάλο πρόβλημα να βρει το κατάλληλο ταίρι, για να πεθάνει ο άντρας λίγους μήνες αργότερα. Εν τω μεταξύ, οι κόρες του Σούμπου εύκολα και γρήγορα μπόρεσαν να βρουν ταίρι και παντρεύτηκαν χωρίς πρόβλημα. Φθονεί τον Σούμπου που μπόρεσε να προσφέρει στις κόρες του μια καλή ζωή, ενώ αυτός απέτυχε. Τελικά λέει στη γυναίκα του να φύγει. Σηκώνεται κι αυτός και φεύγοντας περνά από την κουζίνα όπου οι μάγειρες του γάμου δούλευαν όλη μέρα. Βλέπει την κατσαρόλα με παγιασάμ, ρυζόγαλο που θα προσφερθεί ως κύριο γλύκισμα στους καλεσμένους, που έφτιαχναν και την γκρεμίζει. Οι μάγειρες φτάνουν αφού το άκουσαν να πέφτει, αλλά ο Σαμανάντου ισχυρίζεται ότι το έκανε επειδή μπήκε ένας αρουραίος σε αυτό. Η κόρη του, γνωρίζοντας τις πραγματικές του προθέσεις, απογοητευμένη τον κοιτάζει με αηδία. Ο Σούμπου ζητά από τον Σαμανάντου να ευλογήσει το ζευγάρι και εκείνος ξανά με ψεύτικο του χαμόγελο δίνει την ευλογία του.

Ειρήνη (Σάντα – Ειρήνη).


Η ιστορία διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου της Σρι Λάνκα, συγκεκριμένα μεταξύ Ιουλίου 1991 και Ιανουαρίου 2009. Τέσσερις αυτονομιστές μαχητές των Ταμίλ (LTTE) ενισχύουν τη γραμμή άμυνάς τους που έχει δημιουργηθεί κοντά στο Elephant Pass. Συναντούν ένα νεαρό αγόρι (Μάστερ Ταρούν) που ισχυρίζεται ότι έχει χωριστεί από τη γιαγιά και τον μικρότερο αδερφό του ενώ διέφευγε από τον προελαύνοντα κυβερνητικό στρατό. Το αγόρι προσθέτει ότι ο αδερφός του, ο Βελλαγιάν, είναι μόνος στο σπίτι τους, εκτεθειμένος στην επίθεση του στρατού. Ακούγοντας την ιστορία του, ο Νιλάβαν (Μπόμπυ Σίμχα), ένας από τους μαχητές, αποφασίζει να τον σώσει. Αρχικά οι σύντροφοί του αντιτίθενται. Αποκαλύπτοντας την ιστορία της παραπληγικής μητέρας του που πέθανε μόνη της αβοήθητη σε παρόμοια κατάσταση νωρίτερα, ο Νιλάβαν θέλει να βοηθήσει το αγόρι ώστε να εξιλεωθεί για τον θάνατο της μητέρας του. Ο «Master» της ομάδας (Γκώταμ Βασουντέβ Μένον) του επιτρέπει να πραγματοποιήσει το σχέδιο. Προειδοποιεί επίσης ότι ο Νιλάβαν θα πρέπει να επιστρέψει μέσα σε δέκα λεπτά, το συνηθισμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι στρατιώτες θα άφηναν τη φρουρά τους για την απογευματινή αναφορά. Ο Νιλάβαν κατευθύνεται στο σπίτι του αγοριού, αλλά δεν μπορεί να βρει τον Βελλάγιαν. Αποδεικνύεται ότι ο «μικρότερος αδερφός» που αναφέρει το αγόρι είναι ένα κουτάβι. Νιώθοντας ότι έχουν παραπλανηθεί, οι σύντροφοι του Νιλάβαν του ζητούν απο τον ασύρματο να επιστρέψει χωρίς το κουτάβι. Αν και ο Νιλάβαν είναι αρχικά θυμωμένος με το αγόρι που τον «ξεγέλασε», αποφασίζει να πάρει μαζί του τον Βελλάγιαν αφού άκουσε τις εκκλήσεις του αγοριού από τον ασύρματο. Στο δρόμο της επιστροφής, ο Νιλάβαν τραυματίζεται από εχθρικά πυρά, αλλά φτάνει στο κρησφύγετο και παραδίδει τον Βελλάγιαν στο χαρούμενο αγόρι. Καθώς οι σύντροφοί του περιποιούνται τις πληγές του και τον επικρίνουν για την ανάληψη της επικίνδυνης επιχείρησης, ο Νιλάβαν δηλώνει «Ο θάνατός μου αναβλήθηκε από αυτό το κουτάβι». Λέει στον «Master» ότι παρακινήθηκε από τις αναμνήσεις της μητέρας του και το όνομα του κουταβιού – «Βελλάγιαν» ήταν και το όνομα του μεγαλύτερου αδελφού του που σκοτώθηκε σε μια μάχη το 1988. Η ιστορία παίρνει μια δραματική τροπή όταν ο Νιλάβαν αποφασίζει να φωνάξει όρθιος ευχαριστώντας τον στρατό που τον άφησε να ολοκληρώσει τη διάσωση. Αυτή τη φορά όμως, υποκύπτει σε έναν πυροβολισμό. Οι σύντροφοι του Νιλάβαν αρχίζουν να αντεπιτίθενται με μανία εναντίον του στρατού. Το αγόρι τρέχει μακριά από το πεδίο της μάχης με τον Βελλάγιαν.

Roudhram (Ρώντρα – Θυμός)


Ένας τοκογλύφος, ο Γκανεσάν (Αζάγλαμ Περουμάλ), κατσαδιάζει έναν καταστηματάρχη επειδή δεν αποπλήρωσε έγκαιρα τους τόκους. Παρά τα παρακάλια του τελευταίου, αναγκάζει τον καταστηματάρχη να του αποσπάσει όσα λίγα χρήματα έχει στην τσέπη του. Ο Γκανεσάν φεύγει από το μαγαζί όταν ένα αγόρι, ο Αρούλ (Σρι Ραμ), του επιτίθεται με ένα σφυρί, τραυματίζοντάς τον σοβαρά. Ο Αρούλ είναι κλειδωμένος και η αστυνομία τον ανακρίνει για τον λόγο πίσω από την επίθεσή του, αλλά ο Αρούλ αρνείται να τους απαντήσει. Εν τω μεταξύ, μια γυναίκα αστυνομικός (Ριτβίκα) απελπισμένη ψάχνει να βρει κάποιες απαντήσεις που σχετίζονται με μια επίθεση και απογοητεύεται όταν οι υφιστάμενοί της δεν καταφέρνουν να πείσουν τον ύποπτο να απαντήσει. Ο Αρούλ αναπολεί το παρελθόν του – κατάγεται από ένα φτωχό σπιτικό με την μητέρα του και την μαθήτρια αδερφή του, Ανμπουκαράσι (Αμπιναγιάσρη). Η ζωή τους είναι φτωχική λόγω του χαμηλού εισοδήματος της μητέρας τους. Ο Αρούλ και η Ανμπού είναι λυπημένοι που δεν μπορούν να εξοικονομήσουν καλό φαγητό. Συζητούν μεταξύ τους ότι θα προτιμούσαν να το σκάσουν και να βρουν καλύτερα κάποια μέρα. Η μητέρα τους το ακούει αυτό και κλαίει σιωπηλά βλέποντας τη θλιβερή τους κατάσταση και την αδυναμία της να τους προσφέρει. Ο Αρούλ πείθει τη μητέρα του να πάρει δάνειο από τον Γκανεσάν. Σύντομα, οι μικρές τους ευχές, όπως αδιάκοπο ρεύμα, νέα ρούχα, φαγητό και παπούτσια γίνονται πραγματικότητα. Στον Αρούλ απονέμεται ένα χρηματικό έπαθλο για τη νίκη σε ένα τουρνουά ποδοσφαίρου και πηγαίνει στο σπίτι του Γκανεσάν για να επιστρέψει ένα μέρος των δανεικών χρημάτων. Ωστόσο, σοκάρεται όταν βρίσκει τη μητέρα του στο κρεβάτι με τον Γκανεσάν και φεύγει αναστατωμένος. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Αρούλ είχε επιτεθεί στον Γκανεσάν. Στο παρόν τώρα, η αστυνομικός λαμβάνει μια κλήση από τον αδερφό της (Ραμές Τιλάκ), ο οποίος λέει ότι η άρρωστη μητέρα τους θέλει να τη συναντήσει για τελευταία φορά. Στη συνέχεια αποκαλύπτεται ότι η αστυνομικός είναι στην πραγματικότητα η Ανμπού, και όλα τα περιστατικά νωρίτερα ήταν από το παρελθόν τους (κάπου στο 1997). Αποδεικνύεται ότι η Ανμπού είχε δει επίσης την μητέρα τους με τον Γκανεσάν εκείνη την ημέρα, αλλά σε αντίθεση με αυτό που έκανε ο αδερφός της, επέλεξε να τους αφήσει και δεν έχει μιλήσει με τη μητέρα της από τότε. Στο παρόν (κάποια στιγμή μετά το 2009), ο Αρούλ προσπαθεί να πείσει την αδελφή του να ξεχάσει το παρελθόν και λέει ότι η μητέρα τους ό,τι έκανε το έκανε μόνο για την ευημερία τους. Όμως η Ανμπού, η οποία είναι για πάντα σημαδεμένη από τις πράξεις της μητέρας της, δεν μπορεί να συγχωρήσει.

Inmai (Μπαγιανάκα – Φόβος)


Η Oυαχίντα (Παρβάτυ Τιρουβότου), μια πλούσια κυρία, που ζει σε ένα ακριβό, διακοσμημένο με έργα τέχνης σπίτι στο Ποντισερύ, έχει έναν επισκέπτη τον Φαρούκ (Σιντάρτ), ο οποίος ζητά την υπογραφή της σε ορισμένα έγγραφα. Η Oυαχίντα υποθέτει ότι δουλεύει για τον σύζυγό της. Εξηγεί πολύ καλά την καλλιγραφία στους πίνακες του σπιτιού της μιας και ο ίδιος σπούδαζε ισλαμική τέχνη στο εξωτερικό προτού διακόψει τις σπουδές λόγω του θανάτου του πατέρα του. Ο τόνος της συνομιλίας του γίνεται γρήγορα φλερτ, κάτι που γοητεύει την Γουαχίντα. Καθώς η συζήτηση συνεχίζεται, η Γουαχίντα λαμβάνει μια κλήση, από την οποία συνειδητοποιεί ότι ο Φαρούκ δεν είναι αυτός που ισχυρίζεται ότι είναι. Ρωτάει ποιος είναι και καθώς εκείνος απαντά, ο σκηνοθέτης μας δείχνει ότι μια νεαρή, η Oυαχίντα (Άμμου Αμπιράμι) αρχικά δούλευε ως υπηρέτρια σε έναν πλούσιο ηλικιωμένο άνδρα που ονομαζόταν Μαρρακαγιάρ (Σέιμουρ Ρούσβελτ), ο οποίος έπασχε από όγκο στον εγκέφαλο. Φλερτάρει την Ουαχίντα και εκείνη τον παντρεύεται, υποθέτοντας ότι θα πεθάνει σύντομα, αλλά αυτός ζει για χρόνια. Ο ενθουσιασμός του για τη σχέση φαίνεται να του έδωσε μια νέα πνοή. Στην απελπισία της, με τη συμβουλή του εραστή της Ανουάρ (Πάβελ Ναβαγκήταμ), στρέφεται στον μάγο Χουσεΐν Χότζα (Ρατζές Μπαλατσατράν) για να καλέσει έναν τζίνι να σκοτώσει τον σύζυγό της. Παρά την προειδοποίηση για τις ασυγχώρητες συνέπειες του ψέματος για να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες ενός τζίνι, η Ουαχίντα λέει ψέματα στον Χότζα ότι παντρεύτηκε βίαια με τον Μαρρακιαγιάρ και βασανιζόταν από αυτόν, οπότε θέλει να πεθάνει. Τώρα, στο παρόν υπονοείται ότι ο Φαρούκ είναι το τζίνι που εκδηλώνεται ως άνθρωπος, που έχει έρθει να ζητήσει την εκδίκησή του για την εξαπάτηση της Γουαχίντα. Αυτή τρομοκρατείται με αυτήν την αποκάλυψη και απελπισμένα εκλιπαρεί για συγχώρεση, επικαλούμενη όλες τις καλές πράξεις που υποτίθεται ότι έκανε ως εξιλέωση. Αλλά κρυφά, συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει διαφυγή, αφού δεν έδωσε σημασία στην προειδοποίηση του Χότζα τότε. Κόβει με μαχαίρι τον λαιμό της για να ξεφύγει από τη φρίκη που πρόκειται να εξαπολύσει πάνω της το τζίνι. Ο Φαρούκ χρησιμοποιεί τις γνώσεις του στην καλλιγραφία για να πλαστογραφήσει την υπογραφή της στα έγγραφα και της εξηγεί την αλήθεια καθώς αυτή αιμορραγεί στο πάτωμα. Αποκαλύπτει ότι ο Μαρρακαγιάρ ήταν στα τελευταία του και η φαινομενική ανάρρωσή του από την ασθένειά του ήταν απλώς ένα προσωρινό πλασίμπο εφφέκτ. Πίστευε ότι η Ουαχίντα τον είχε θεραπεύσει ως εκ θαύματος, αλλά στην πραγματικότητα, ο όγκος του έμεινε αδρανής λόγω του εικονικού φαρμάκου. Εν τω μεταξύ, ένας από τους υπηρέτες του Μαρακαγιάρ, ο Τζαφφάρ, ανακάλυψε τη μαύρη μαγεία της Ουαχίντα. Ο Μαρρακαγιάρ, άρχισε να έχει παραισθήσεις λόγω της κακοήθειας του όγκου, αλλά η Ουαχίντα πίστευε ότι η μαύρη μαγεία του τζίνι πράγματι λειτουργούσε. Σύντομα, ο Μαρρακαγιάρ πέθανε και η Ουαχίντα απέλυσε τον Τζαφφάρ κατηγορώντας τον για ληστεία, καθώς ήταν το μόνο άτομο που γνώριζε την αλήθεια. Αυτή η ντροπή ήταν υπερβολική για να την αντέξει ένας έντιμος άντρας και ο Τζαφφάρ πέθανε στη συνέχεια από καρδιακή προσβολή, αφήνοντας πίσω του πέντε ανύπαντρες κόρες και έναν μοναχογιό, που αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο Φαρούκ. Αποδεικνύεται ότι ο Φαρούκ είχε σχεδιάσει όλα τα γεγονότα που οδήγησαν στην αυτοκτονία της Ουαχίντα για να εκδικηθεί τον άδικο θάνατο του πατέρα του.

Thunintha Pin (Bήρα – Ανδρεία).


Αυτή η ιστορία διαδραματίζεται στο φόντο της εξέγερσης των Ναξαλιτών. Ο Βέτρι (Αταρβά), πρωτοετής φοιτητής της Ειδικής Ομάδας Εργασίας της πολιτειακής αστυνομίας, εμπλέκεται σε επιχείρηση κατά των Ναξαλιτών στο δάσος Σαρταμάνγκαλαμ. Αφού ο διοικητής Τσακραβάρτυ και οκτώ άλλοι στρατιώτες σκοτώνονται στη δράση, ο Βέτρι καλείται να μεταφέρει έναν τραυματισμένο Ναξαλίτη (Κισόρ) στην στρατιωτική βάση. Διαπιστώνει ότι ο Ναξάλ, που αυτοαποκαλείται «Σύντροφος», χρειάζεται επείγουσα ιατρική βοήθεια. Ο Βέτρι σταματά το τζιπ του σε ένα νοσοκομείο στο Περουνταλαγιούρ και μπαίνει στο κτήριο για να ειδοποιήσει το προσωπικό. Όταν βγαίνει, ο σύντροφος λείπει. Αφού έψαξε μανιωδώς μέσα στο κτίριο, τον βρίσκει με ένα χαρτοκιβώτιο στο χέρι με ιατρικές προμήθειες. Παραλίγο να τον πυροβολήσει, κλείνει τα μάτιατου, αλλά όταν τα ξανανοίγει ο σύντροφος δεν είναι εκεί. Ο Βέτρι ανακαλύπτει ότι ο σύντροφος έχει πάρει το τζιπ του. Σε ένα σημείο του δάσους, τον βρίσκει να το οδηγεί μαζί με έναν άλλο Ναξαλίτη. Τους καταδιώκει με μια θυμωμένη κραυγή, τελειώνοντας την ιστορία σε έναν γκρεμό.

Κιθάρα Kambi Mele Nindru (Σρινγκάρα – Έρωτας).


Ο Καμάλ (Σουρίγια) είναι ένας ανερχόμενος μουσικός στο Τσεννάι. Έχοντας βρεθεί στα πρόθυρα της επιτυχίας για αρκετό καιρό, πιστεύει ότι πρέπει να φύγει από τη χώρα για να εξερευνήσει πλήρως τις δυνατότητες του ταλέντου του στο Λονδίνο. Η μητέρα του τον στηρίζει στο όνειρό του. Κατά τη διάρκεια μιας από τις ηχογραφήσεις του γνωρίζει μια τραγουδίστρια, την Νήτρα (Πραγιάγκα Μάρτιν). Αναπτύσσεται μεταξύ τους μια έλξη. Συναντιούνται ξανά αργότερα και η Νήτρα αποδέχεται την πρόταση του Καμάλ να την αφήσει το σπίτι της με το ποδήλατό του. Κατά τη διάρκεια της βόλτας με το ποδήλατο, μιλούν για το πόσο παρόμοια είναι τα ενδιαφέροντά τους και για το πόσο ταιριάζουν. Στο τέλος της διαδρομής, η Νήτρα ομολογεί ότι της αρέσει ο Καμάλ και είναι πρόθυμη να βγει ραντεβού μαζί του για να δει αν αυτό θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια σοβαρή σχέση. Ο Καμάλ είναι αρχικά διστακτικός λόγω της διαφοράς ηλικίας μεταξύ τους, αλλά δεν μπορεί να αγνοήσει την μεταξύ τους χημεία και συμφωνεί. Συνθέτει αμέσως ένα τραγούδι για να γιορτάσει αυτή την ιδιαίτερη στιγμή και το τραγουδά για εκείνη η οποία το απολαμβάνει. Στο τέλος του τραγουδιού, ο Καμάλ φαίνεται να παίζει μπροστά σε κοινό στο Λονδίνο, όταν αποκαλύπτει ότι, ενώ αυτή ήταν η ιστορία της σύνθεσης του τραγουδιού, το κορίτσι (Νήτρα) για το οποίο το έγραψε, δεν είναι πια μαζί του.

Σχολιάστε