Το 1553 ο μηχανορράφος μαργράβος του Βρανδεμβούργου – Κούλμπαχ, Αλβέρτος – Αλκιβιάδης, ομιλεί στους συγκεντρωμένους. Καταγγέλλει απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, προαναγγέλλοντας την εκτέλεση τριών συλληφθέντων συνωμοτών. Υπάρχει όμως ένα τεχνικό πρόβλημα. Η πόλη δεν έχει δήμιο. Ανάμεσα στους συγκεντρωμένους βρίσκεται και ο ξυλουργός Χάινριχ Σμιτ. Ο Σμιτ παγώνει μόλις ο μαργράβος τον δείχνει με το δάχτυλο απευθύνοντάς του τον λόγο: «Εσύ! Αναλαμβάνεις να κρεμάσεις αυτούς τους τρεις!». Ο Σμιτ αναγκάζεται να δεχθεί. Αυτό όμως θα αλλάξει τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του. Δεν θα μπορέσει ούτε να επιστρέψει στην τέχνη του, ούτε να ασκήσει άλλο επάγγελμα. Τα αυστηρά ήθη απαγορεύουν στους καθώς πρέπει οποιαδήποτε σχέση με δήμιους. Πρόκειται για επάγγελμα αποσυνάγωγων, συχνά κληρονομικό. Έτσι, και ο γιος του Χάινριχ ο Φραντς Σμιτ, θα γίνει δήμιος. Θα αποκτήσει τέτοια επαγγελματική δεξιοτεχνία, που θα γίνει γνωστός ως «Μάιστερ Φραντς». Θα πεθάνει 79 ετών το 1634 αφήνοντας ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ημερολόγιο όπου περιγράφει τις 361 εκτελέσεις και τις 345 ελάσσονες σωματικές τιμωρίες στα 41 χρόνια καριέρας, στην οποία άσκησε παράλληλα και το λειτούργημα του θεραπευτή έχοντας βοηθήσει 15.000 συμπολίτες του. Θα ταφεί δημοσία δαπάνη κοντά στους τάφους επιφανών Νυρεμβέργιων όπως οι Άλμπρεχτ Ντύρερ και Χανς Ζακς. Ο «άθλος» του Σμιτ συνίσταται στο ότι, αν και άσκησε επάγγελμα αποσυνάγωγου, έχοντας εκτελέσει δύο άτομα στην πυρά, θανάτωση επιβαλλόμενη σε ομοφυλόφιλους και κιβδηλοποιούς, μία παιδοκτόνο με πνιγμό, και πολλούς με σπαθί, αγχόνη τροχό, κατόρθωσε να γίνει αξιοσέβαστο μέλος της νυρεμβέργιας κοινωνίας, γεγονός αδιανόητο εκείνους τους αιώνες.