ΑΣΙΑ

Η γαλήνια λαοτινή πρωτεύουσα στην όχθη του Μεκόγκ

Η κεντρική λεωφόρος Λαν Σανγκ.

Στη Βιεντιάν της πλούσιας βουδιστικής παράδοσης

Το 802 γεννιέται η αυτοκρατορία των Χμερ. Στη μέγιστη ακμή της θα καταφέρει να κυριαρχήσει στη νοτιοανατολική Ασία, στα εδάφη που σήμερα αντιστοιχούν στην Καμπότζη, την Ταϊλάνδη, στο Λάος και το νότιο Βιετνάμ, ενώ θα επιβιώσει για έξι αιώνες, ώς το 1431. Οι Χμερ, οι οποίοι έχουν εμφανιστεί σύμφωνα με βάσιμες θεωρίες ήδη από τον 7ο αιώνα στην περιοχή, θα δεχθούν τις επιθέσεις γειτονικών τους λαών. Ένας από αυτούς είναι και οι Λάο, της μεγάλης οικογένειας των Τάι, οι οποίοι με τη σειρά τους κατάγονται από ανατολικά, από την Ταϊβάν και την ανατολική Κίνα.

Οι Τάι σταδιακά μετακινούνταν προς Δυσμάς, καταλαμβάνοντας μια τεράστια έκταση στη νοτιοανατολική Ασία. Έτσι, στη Νότια Κίνα κατοίκησαν οι βόρειοι Τάι, επίσης στη νότια Κίνα καθώς και στο βόρειο Βιετνάμ οι κεντρικοί Τάι και στη σημερινή Μιανμάρ, στο Λάος, στην Ταϊλάνδη και τη Μαλαισία οι νότιοι και δυτικοί Τάι.


Στο κέντρο της λαοτινής πρωτεύουσας και στην διασταύρωση της Τσαντακουμάνε με την Μπαρτολονί, δίπλα στην αμερικανική πρεσβεία, βρίσκεται η Θατ Νταμ ή «Μαύρη Στούπα» όπως ονομάζεται λόγω του χρώματος  που πήρε με τον χρόνο. Σύμφωνα με τον θρύλο, μέσα σε αυτήν ζει ένας επτακέφαλος δράκος, ο οποίος προστατεύει την Βιεντιάν από τους επιδρομείς του Σιάμ. Όπως αναφέρει δε μία εκδοχή, όταν το Σιάμ εισέβαλε στην Βιεντιάν το 1828, οι στρατιώτες του βανδάλισαν την Στούπα κλέβοντας τον χρυσό που περιέβαλλε την επιφάνειά της. Παραμένει άγνωστο το πότε ακριβώς κτίσθηκε.

Το μεγάλο λαοτινό έπος

Εν μέσω αυτών αυτών των μετακινήσεων, τον 11ο αιώνα οι Λάο θα καταλάβουν έναν οικισμό χτισμένο στην ανατολική όχθη του Μεκόνγκ, γύρω από έναν ινδουιστικό ναό, όπου ζουν οι Χμερ. Αυτός ο οικισμός θα μετεξελιχθεί στη σημερινή πόλη Βιεντιάν, ο ναός θα μετατραπεί σε βουδιστικό, τον Φα Θατ Λουάνγκ που είναι και το εθνικό μνημείο του Λάος, οι δε Χμερ είτε θα αφομοιωθούν είτε θα εκδιωχθούν.
Ωστόσο, ο ιδρυτικός μύθος της λαοτινής πρωτεύουσας είναι μάλλον εξιδανικευμένος.

Σύμφωνα με το εθνικό έπος των Λαοτινών, το «Φρα Λακ Φρα Ραμ» -εμπνευσμένο από το περίφημο ινδουιστικό έπος «Ραμαγιάνα» του Βαλμίκι- στη σημερινή τοποθεσία της Βιεντιάν υπήρχε η πόλη Τσανταμπούλι Σι Σαταναχανάχουντ και χτίστηκε από τον πρίγκηπα Θαταράντα, βάσει μιας προφητείας του επτακέφαλου ημίθεου όφεως Νάγκα, απέναντι από την πόλη Μάχα Τάνι Σι Φαν Φάο στη δυτική όχθη του ποταμού, η οποία είναι η σημερινή Ουντόν Τάνι της Ταϊλάνδης.

Το έπος αυτό, το «Φρα Λακ Φρα Ραμ» πραγματεύεται τις περιπέτειες δύο αδελφών, του Φρα Λακ και του Φρα Ραμ, οι οποίοι είναι οι αντίστοιχοι Λάκσμαν και Ράμα της ινδικής μυθολογίας.
Και παρότι αναφέρονται σε αυτό και άλλοι ήρωες του ινδουισμού, όπως ο Μπράμα, ο Σίβα και ο Ίντρα, έχουν υπεισέλθει και βουδιστικά στοιχεία.

Ολόκληρη δε η παράδοση του πληθυσμού βασίζεται πάνω σε αυτό το έπος εμπνέοντας παραδοσιακούς χορούς, γλυπτική, ιερά κείμενα, ζωγραφική, θέατρο και τραγούδια των Λαοτινών είτε στις μεγάλες γιορτές του βουδισμού είτε στις τελετές του νέου έτους είτε στα περισσότερο «παγανιστικά» δρώμενα των αγροτών.

Άφιξη σε μια φιλική πόλη

Μέσα Μαρτίου, ώρα 7 το πρωί. Το αεροπλάνο προσγειώνεται στην Βιεντιάν, τελευταίο σταθμό του ταξιδιού μου στη γαλλική Ινδοκίνα, το οποίο το ξεκίνησα από την Πνομ Πενχ για να συνεχίσω στην Καμπότζη, στο Βιετνάμ, το οποίο το διέσχισα από Νότο προς Βορρά μέχρι την Κίνα, και να βρεθώ στο Λάος μπαίνοντας σε αυτό από το Λουάνγκ Πραμπάνγκ. Ό,τι έχει ξημερώσει και το θερμόμετρο δείχνει κιόλας 24°C. Η πρόβλεψη είναι για θερμοκρασίες καύσωνα το μεσημέρι.

Η πρώτη μου επαφή με τους ντόπιους είναι απροσδόκητα θερμή. Παρότι φτάνω σχεδόν πέντε ώρες πριν από την τυπική ώρα του τσεκ-ιν στο ξενοδοχείο, όχι μόνο δεν αρχίζουν τα συνηθισμένα που ακούς σε τέτοιες περιπτώσεις από τους ρεσεψιονίστ («ήλθατε νωρίς… μπορείτε να περιμένετε στο σαλόνι… μήπως να αφήνατε τα πράγματά σας και να πάτε μια βόλτα ώς την ώρα του τσεκ-ιν…») αλλά και μου παραχωρούν αμέσως το δωμάτιο και μου προτείνουν να πάρω πρωινό στη βεράντα «free of charge. – Τι σημασία έχει ένα breakfast λιγότερο ή περισσότερο στις ημέρες που θα μείνετε;», ώσπου να το ετοιμάσει η καμαριέρα.

Μετά το πρωινό και την τακτοποίηση στο δωμάτιο, παίρνω ένα σάμλορ, το τρίκυκλο ταξί που αλλού ονομάζεται τουκ-τουκ, όπως για παράδειγμα στην Μπανγκόκ, αλλού ρίκσο, όπως στο Δελχί, αλλού μπέιμπι τάξι, όπως στην Ντάκα, και αλλού μπατζάτζ, όπως στο Μογκαντίσου. Η πόλη φαίνεται καθαρή, ήσυχη, με χαμηλά σπίτια, μπουλβάρ, αξιοσημείωτης αισθητικής ναούς, ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική, η οποία αντανακλά τις επιρροές που δέχθηκε από Γαλλία μέχρι Κίνα, και πράσινο. Η ονομασία της, που θα πει «πόλη του σανταλόξυλου», μου φαίνεται ταιριαστή για μια χαριτωμένη και συμπαθητική πόλη με μυστηριακή αύρα.

Η στούπα Φα Θατ Λουάνγκ είναι ένα τόσο ισχυρό εθνικό σύμβολο του Λάος, που αντικατέστησε στην σημαία της χώρας το σφυροδρέπανο.

Το εθνικό σύμβολο του Λάος

Πρώτο αξιοθέατο που επισκέπτομαι δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το «σήμα κατατεθέν» όχι μόνο της πρωτεύουσας αλλά και ολόκληρης της χώρας, ο ναός Φα Θατ Λουάνγκ. Η ώρα, η θερμοκρασία και η εποχή είναι οι λιγότερο κατάλληλες για τους τουρίστες, άρα οι περισσότερο κατάλληλες για έναν επισκέπτη που φροντίζει να αποφεύγει το πλήθος, τα γκρουπ, τη φασαρία προκειμένου να απολαύσει το θέαμα και το περιβάλλον ήρεμος και απερίσπαστος.

Το αξιοθέατο είναι μια χρυσαφί στούπα μαζί με το ιερό συγκρότημα που απλώνεται ολόγυρά της, η οποία στον δισχιλιετή βίο της, από τον 1ο αιώνα που πιστεύεται ότι κατασκευάστηκε ως ινδουιστικός ναός, έχει ισοπεδωθεί και ανακατασκευαστεί αρκετές φορές, καθώς υπήρξε θύμα βανδαλισμού και λεηλασίας από τους κατά καιρούς ξένους επιδρομείς. Η τελευταία αναστήλωσή της ήρθε τη δεκαετία του 1930, ενώ εκτεταμένες επιδιορθώσεις έγιναν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω των ζημιών που προκάλεσε ο βομβαρδισμός των Ταϊλανδών κατά τη διάρκεια του πολέμου τους εναντίον των Γάλλων το 1940-1941 για τον έλεγχο εδαφών της γαλλικής Ινδοκίνας.

Ο Κοιμώμενος Βούδας

Εκτός από την ίδια τη στούπα, την προσοχή μου τράβηξε ένα άγαλμα επίσης χρυσαφί, στο άκρο του συγκροτήματος, προς την οδό Θατ Λουάνγκ. Είναι ένας Κοιμώμενος Βούδας, ο μεγαλύτερος του είδους του σε ολόκληρο το Λάος, και σχεδόν το ίδιο μεγάλος όσο και ο περίφημος Κοιμώμενος Βούδας στο Βατ Φο της Μπανγκόκ. Σε αντίθεση όμως με τον τελευταίο, ο οποίος είναι διαρκώς περιτριγυρισμένος, σχεδόν «πολιορκημένος» από τουρίστες, ο Βούδας εδώ περιβάλλεται από μια ατμόσφαιρα ησυχίας και γαλήνης, δίνοντας έτσι και την εντύπωση πως πραγματικά απολαμβάνει τον παντοτινό ύπνο του κάτω από τον ζεστό ήλιο.

Το μπρούτζινο άγαλμα του βασιλιά Τσάο Ανουβόνγκ στήθηκε το 2010 στο πάρκο που φέρει το όνομά του και κοιτάζει προς το ποτάμι εμπρός του, φυσικό σύνορο με την Ταϊλάνδη. Διαρκώς έρχονται ντόπιοι να εκδηλώσουν τον σεβασμό τους στην μνήμη του βασιλιά, χάρη στον οποίον το Λάος είναι μια ανεξάρτητη χώρα και δεν ενσωματώθηκε στην Ταϊλάνδη πως το γειτονικό βασίλειο της Κάνναβης. Κυβέρνησε από τις 7 Φεβρουαρίου 1805 έως τον θάνατό του στις 12 Νοεμβρίου 1829 σε ηλικία 62 χρονών, στην Μπανγκόκ. Κυριότερος στόχο του ήταν η απελευθέρωση των Λαοτινών πληθυσμών από την αιχμαλωσία τους στο Σιάμ. Αποτέλεσμα της βίαιης μετακίνησής τους είναι να ζουν σήμερα 19 εκατομμύρια Λαοτινοί στην Ταϊλάνδη, έναντι μόλις 6 εκατομμυρίων μέσα στο Λάος.

Ο Κοιμώμενος Βούδας είναι μια αλληγορική εικόνα του Βούδα που περνά στην παρινιρβάνα, το μεταθανάτιο στάδιο όπου φτάνει κάποιος ο οποίος κατέκτησε εν ζωή τη νιρβάνα, την απολύτρωση από τον κύκλο των επαναγεννήσεων και του κάρμα.

Πλησιάζοντας το άγαλμα του Κοιμώμενου Βούδα από την πλευρά των ποδιών του, παρατηρώ κάποια σχέδια στα πέλματά του. Και στα δύο είναι σκαλισμένα από ένας ακτινωτός τροχός, το Νταρματσάκρα. Πρόκειται για τον Τροχό του Ντάρμα, και συμβολίζει τη διδασκαλία και τον δρόμο που πορεύθηκε ο Σιντάρτα Γκοτάμα για την κατάκτηση της νιρβάνα. Είναι ένα τόσο ιερό σύμβολο για τους βουδιστές, που σε πολλές χώρες οι πιστοί αφήνουν άνθη και άλλες προσφορές στα πέλματα του Κοιμώμενου Βούδα. Άλλωστε, ένα άλλο ιερό σύμβολο των βουδιστών, κυρίως στη Σρι Λάνκα και την Ταϊλάνδη, είναι το αποτύπωμα των πελμάτων του Βούδα, το Μπουνταπάντα, από τις αρχαιότερες παραστάσεις του Βούδα, όταν ακόμη αυτές ήταν ανεικονικές, προτού επηρεαστούν από την παραστατική ελληνική τέχνη.

Περνώ μπροστά από τον Βούδα, προχωρώντας προς το κεφάλι του, έχοντας μπροστά μου την χρυσή στούπα. Στέκομαι να παρατηρήσω το άγαλμα όπως είναι τοποθετημένο σε ένα πορτοκαλί και κίτρινο βάθρο, παραλληλεπίπεδο, στο σχήμα κρεβατιού. Καθώς ο Βούδας είναι ξαπλωμένος στο δεξί του πλευρό, έχει το αριστερό του κολλημένο στην αριστερή μεριά του σώματός του. Μου φαίνεται αφύσικα μακρύ και ειδικά στην παλάμη, η οποία καταλήγει σε ένα σημείο του σώματος ελάχιστα πριν φτάσει στο ύψος του γονάτου. Το εξακριβώνω ενώνοντας αντανακλαστικά και το δικό μου χέρι στο σώμα μου. Όντως, οι άκρες των δακτύλων μου ούτε κατά διάνοια φτάνουν το γόνατό μου.

Τους βουδιστές δεν τους ενδιαφέρει και πολύ η πιστή αναπαράσταση του ανθρώπινου σώματος όταν παριστάνουν τον Βούδα. Περισσότερο τους απασχολούν οι συμβολισμοί. Όπως για παράδειγμα τα πέλματα, που είναι πάντοτε επίπεδα, χωρίς καμάρες, με τα δάχτυλα ίσα, χωρίς να διαφέρουν μεταξύ τους στο μήκος. Ή όπως το χαμόγελο του Βούδα, τα μεγάλα αυτιά του και τα τοξωτά του φρύδια. Έτσι, οι πτυχώσεις στον χιτώνα του μόνο φυσικές δεν μοιάζουν καθώς είναι σμιλεμένες παράλληλες η μία με την άλλη.

Κάτι που μου αρέσει παρατηρώντας το άγαλμα είναι και η κυματοειδής συμμετρία του, όπως και η συνολική εικόνα μιας κοίλης καμπύλης βλέποντάς το από μπροστά, καθώς, παρά τους επιμέρους κυματισμούς του ώμου, της παλάμης και της άκρης του χιτώνος, που δημιουργούν μικρές επιμέρους κυρτές καμπύλες, η συνολική κοίλη σιλουέτα που ξεκινά από το υπερυψωμένο πάνω σε ένα πορτοκαλί χρυσαφί προσκέφαλο παραμένει αισθητή προσδίδοντας αέρινη χάρη στο άγαλμα του θνήσκοντος φωτισμένου. Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα βαθύτερα διδάγματα του βουδισμού. Με την αισιόδοξη αυτή σκέψη και εικόνα αποχωρώ από το συγκρότημα του Φα Θατ Λουάνγκ για να συνεχίσω την περιήγησή μου στη λαοτινή πρωτεύουσα.

Η επταώροφη Πατουσάι, Αψίδα του Θριάμβου, αφιερωμένη στους πεζώντες κατά τον αγώνα των Παιδιών για ανεξαρτησία από τους αποικιοκράτες Γάλλους το 1949.

Θέα από την Αψίδα του Θριάμβου

Ένα από τα πιο γνώριμα και χαρακτηριστικά μνημεία της Βιεντιάν είναι η Αψίδα του Θριάμβου ή επί λέξει η «Πύλη της Νίκης», η οποία προφέρεται όπως την άκουσα από τους ντόπιους «πατουσάι», παρότι γράφεται «patuxai». Θυμίζει κάπως την Αψίδα του Θριάμβου του Παρισιού και διαθέτει τέσσερις πύλες στο σταυροδρόμι των λεωφόρων της κεντρικής πλατείας. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική, οι συμβολισμοί, όπως λ.χ. οι πέντε πύργοι της που παριστάνουν τα πέντε θεμελιώδη αξιώματα του βουδιστή (ευγένεια, ευελιξία, ειλικρίνεια, τιμή και ευημερία), η διακόσμηση ή τα σουβενίρ στους ορόφους της παρουσιάζουν αναμφισβήτητα ενδιαφέρον, όμως η «ατραξιόν» του μνημείου είναι αναμφίβολα η θέα από την ταράτσα, η οποία βλέπει προς τις τέσσερις κατευθύνσεις του ορίζοντα και τις ισάριθμες κεντρικές λεωφόρους της πόλης. Από ψηλά η πρωτεύουσα του Λάος φαίνεται ακόμη πιο ωραία. Πράσινο, παρτέρια, σιντριβάνια, κυκλοφορία χωρίς μποτιλιαρίσματα, και κυρίως χωρίς ηχορύπανση, δίνουν μια εικόνα εντελώς διαφορετική από εκείνη που χαρακτηρίζει τις περισσότερες πρωτεύουσες της νότιας και της Νοτιοανατολικής Ασίας, με την πολυκοσμία, τα υψηλά ντεσιμπέλ και τους αφρόντιστους δημόσιους χώρους τους.

Ο ναός με τα 2.000 αγάλματα

Τριγωνικό αέτωμα, γείσο, μετόπη, κιονόκρανα, κίονες, κρηπίδες. Κάλλιστα αυτή περιγραφή από πάνω προς τα κάτω μιας ανωδομής θα μπορούσε να αφορά έναν τυπικό αρχαίο ελληνικό ναό. Η ίδια αυτή περιγραφή όμως ταιριάζει και σε λαοτινούς βουδιστικούς ναούς. Ένας από αυτούς είναι και ο Σι Σάκετ, ο οποίος φιλοξενεί περισσότερα από 2.000 βουδιστικά αγάλματα και γλυπτά. Χάρη στα περιστύλια που με προστατεύουν από τον καυτό ήλιο, μπορώ να παρατηρήσω ένα πλήθος αγαλμάτων κατασκευασμένων από διάφορα υλικά και σε διάφορα μεγέθη, μερικά από τα οποία έχουν ηλικία μισής χιλιετίας. Έχοντας ανά χείρας τον οδηγό για την τέχνη και τους συμβολισμούς του λαοτινού βουδισμού, έχω την ευκαιρία και να μελετήσω επιτόπου την ενδιαφέρουσα παράδοση των ντόπιων, αλλά και να περάσω λίγη ώρα δροσιάς εν μέσω του καύσωνος.

Η φύλαξη και η αρπαγή του «παλλάδιου»

«Χο Πρακέο» είναι μία από τις -παραπλήσιες μεταξύ τους- προφορές ενός παλιού, του 16ου αιώνα, ναού. Αυτός κάποτε στέγαζε το ιερό «παλλάδιο» του Ζαφειρένιου Βούδα. Παρά την ονομασία του όμως, το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο είναι πράσινος νεφρίτης.

Παρότι σήμερα ο ναός στεγάζει μουσείο ιερής τέχνης, η ιδιότητά του κάποτε ως κτηρίου του Ζαφειρένιου Βούδα του προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Το ιερό αυτό άγαλμα παρέμεινε εδώ για 214 χρόνια, από το 1565 ώς το 1779, οπότε και μεταφέρθηκε στην Μπανγκόκ. Πολλοί μύθοι και θρύλοι το συνοδεύουν. Σύμφωνα με έναν από αυτούς, κατασκευάστηκε το 43 π.Χ. από έναν άγιο, τον Ναγκασένα, στη σημερινή Πάτνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ανατολικής Ινδίας μετά την Καλκούτα, με τη βοήθεια δύο θεών του ινδουιστικού πανθέου, του Βίσνου και του Ίντρα.

Το 1779 οι Σιαμέζοι απέσπασαν το άγαλμα και αυτό σήμερα βρίσκεται στον ομώνυμο ναό της Μπανγκόκ. Ο ναός εδώ στη Βιεντιάν καταστράφηκε το 1828 ολοσχερώς, πάλι από τους Σιαμέζους, και ξαναχτίστηκε από τους Γάλλους μεταξύ 1936 και 1942. Είναι πάντως ειρωνεία της Ιστορίας ότι η Βιεντιάν έγινε πρωτεύουσα το 1563 λόγω των φόβων εισβολής των Βιρμανών.

Όλοι οι άρρενες στο Λάος, μια χώρα με ισχυρή βουδιστική παράδοση, περνούν μία περίοδο της ζωής τους, συνήθως τρίμηνη, ως μοναχοί.

Θεμέλιο με αυτοθυσία

Άλλος αξιόλογος ναός είναι ο Σι Μουάνγκ. Σύμφωνα με τον θρύλο, θεμελιώθηκε πάνω σε μια έγκυο που προσφέρθηκε να θυσιαστεί, όπως ήθελε η προφητεία, για να γίνει μετά θάνατον το πνεύμα που θα προστάτευε την πρωτεύουσα. Τάφηκε κάτω από την κεντρική κολώνα γύρω από την οποία χτίστηκε ο ναός. Καθώς υπάρχει εδώ ένα θαυματουργό, όπως λέγεται, άγαλμα του Βούδα, έρχονται διαρκώς πιστοί φέρνοντας σε δίσκους προσφορές, όπως γιρλάντες κίτρινες, λευκές και πορτοκαλί, μπανάνες, κεριά και καρύδες. Χρυσοί Βούδες, κόκκινα και πολύχρωμα χαλιά, ανάγλυφες εσοχές και αρώματα δημιουργούν ένα υποβλητικό και πάντως ιδιαίτερα ευχάριστο περιβάλλον.

Βόλτα, φαγητό και shopping

«Ταξίδι» και «τουρισμός» σημαίνουν και σουβενίρ. Τόσο η λεγόμενη Πρωινή όσο και η Νυχτερινή Αγορά της Βιεντιάν, που ανοίγει μόλις πέσει ο ήλιος, προσφέρονται για shopping και βόλτα. Κοσμήματα, μουσικά όργανα, τσάντες, υποδήματα, ενδύματα, υφαντά, χειροποίητες ξύλινες κούκλες, εκτίθενται στους πάγκους και πωλούνται μαζί με είδη ευρείας κατανάλωσης που απευθύνονται σε ντόπιους, όπως φρούτα, ηλεκτρονικά είδη, έπιπλα, ρολόγια και άλλα. Και, βεβαίως, εδώ βρίσκουμε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για δοκιμή street food και ντόπιας κουζίνας. Κρέας με βότανα, τσίλι, σκόρδο, χυμό λάιμ, φασόλια, μαζί με το απαραίτητο ρύζι, είναι το εθνικό φαγητό του Λάος, το λάαπ. Άλλα συνηθισμένα πιάτα είναι ψητά κρέατα, πάπια μαριναρισμένη σε σάλτσα ψαριών μαζί με τσίλι, σαλάτες με παπάγια και πράσινη μπανάνα, και όλα αυτά βεβαίως συνοδεία τοπικής μπίρας.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s