ΑΣΙΑ

Στο Ράτζα Γκατ του Βαρανάσι

Τελετές και καθαρμοί σε ένα από τα αρχαιότερα διαρκώς κατοικήσιμα μέρη του κόσμου

«Η Μπενάρες είναι παλαιότερη από την ιστορία, παλαιότερη από την παράδοση, παλαιότερη ακόμη και από τον θρύλο και δείχνει δύο φορές παλαιότερη από όλα αυτά μαζί» (Μαρκ Τουαίην,  1897)

1800 π.Χ., Κάσι. Αντικείμενα τα οποία θα φέρει στο φως 3.814 χρόνια αργότερα η αρχαιολογική σκαπάνη στο Ράτζα Γκατ θα αποδείξουν ότι η πόλη αυτή ήδη κατοικείται και ότι έτσι Δαμασκός, Ιεριχώ, Χαλέπι, Αθήνα, Άργος, Φιλιππούπολις, Βύβλος, Σιδώνα, Ράγαι, Ιερουσαλήμ, Λουογιάνγκ και Βαρανάσι, θα θεωρηθούν οι 12 αρχαιότερες διαρκώς κατοικούμενες ως τότε πόλεις του κόσμου.
Το Κάσι ή Βαρανάσι, παλαιότερη και ιερότερη πόλη της Ινδίας η οποία θα ονομαστεί επί αποικιοκρατίας και Μπενάρες, διασχίζει ο ιερός ποταμός Γάγγης. Ο θρύλος λέει ότι μετά τον γάμο τους, το θεϊκό ζεύγος Σίβα και Παρβάτι άφησαν το όρος Καϊλάς και ψάχνοντας πού να εγκατασταθούν, επέλεξαν από όλα τα μέρη του κόσμου το Κάσι.

Εδώ θα δράσουν μυθικές και θρυλικές προσωπικότητες, στο μέρος αυτό θα αναφερθούν αθάνατα βεδικά κείμενα και η Μαχαμπαράτα, εδώ θα γραφτεί το επικό ποίημα Σρι Ραμτσαριτμάνας από τον ποιητή, φιλόσοφο και άγιο Γκοσουάμι Τουλσίντας και εδώ, αν είναι κάποιος τυχερός, πεθαίνει σε βαθιά γεράματα και το σώμα του αποτεφρώνεται στις όχθες του Γάγγη για να απελευθερωθεί από τον κύκλο των επαναγεννήσεων και να αναπαυθεί δια παντός το πνεύμα του.
Ανά τους αιώνες οι Ινδουιστές θα τιμούν τον Γάγγη, την Μητέρα Γκάνγκα, ως τον ιερότερο ποταμό του κόσμου. Η ιερότητά του σχετίζεται με την πανάρχαια ανθρώπινη ανάγκη για πνευματικό καθαρισμό η οποία ανά τους αιώνες θα παίρνει και διαφορετική μορφή ανάλογα την κάθε θρησκεία. Ό,τι θα είναι αιώνες αργότερα για έναν Μουσουλμάνο το Χάτζ, το προσκύνημα στην Μέκκα ή για έναν Χριστιανό το μυστήριο της εξομολόγησης, έτσι για έναν Ινδουιστή είναι πνευματικός καθαρισμός το λούσιμο στα νερά του Γάγγη εδώ στο Βαρανάσι.
Εκατομμύρια προσκυνητές θα έρχονται κάθε χρόνο στην «πόλη από τις αρχαιότερες της γης, αρχαιότερη και από τους ίδιους τους θεούς» όπως θα γράψει ο Κίπλινγκ στον «Κιμ».

Παρασκευή 25 Απριλίου 1998.

Φθάνοντας προτού ξημερώσει η πρώτη Παρασκευή του Πάσχα και γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής, στην όχθη του Γάγγη, το πλάτος του οποίου δεν ξεπερνά το μισό χιλιόμετρο, βλέπω εκατοντάδες Ινδουιστές να παίρνουν μέρος στις καθημερινές τελετές καθαρμού μπροστά σε κτήρια που μοιάζουν ριγμένα άτακτα το ένα πάνω στο άλλο, παλάτια, ξενώνες για προσκυνητές, πολύχρωμες κατοικίες και πολυάριθμα, συνολικά 88 στον αριθμό, γκατ. Γκατ στην Ινδία και γενικότερα στην Νότια Ασία ονομάζονται τα σκαλοπάτια με τις εξέδρες που οδηγούν στην όχθη ενός ποταμού, κατά βάση ιερού. Γκατ που οδηγούν στις όχθες του Γάγγη υπάρχουν στο Βαρανάσι που είναι και τα διασημότερα, και στο Χαριντβάρ. Χρησιμεύουν για πλύσιμο μέχρι καθαρμούς και αποτεφρώσεις. Ένα από τα δεκάδες γκατ του Βαρανάσι το οποίο μου κάνει εντύπωση είναι και το «Ράτζα Γκατ» το οποίο παλαιότερα ονομαζόταν «Αμριταράο Γκατ». Βρίσκεται δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης και την γέφυρα Μαλβίγυα. Επιγραφές από την εποχή της αυτοκρατορίας των Μωρύα των τελευταίων προχριστιανικών αιώνων και της τοπικής δυναστείας  Μαχανταβάλα του 12ου αιώνος την αναφέρουν ως ένα από τα ιερότερα σημεία του Βαρανάσι.
Κατασκευάστηκε από τον 7o πρωθυπουργό των Μαράτα, Μπάτζι Ράο Α’ ή Μπαλατζράο Μπάλατζι το 1720 και καθώς χτίστηκαν εδώ κατοικίες κυβερνητών ονομάστηκε Ράτζα, δηλαδή «βασιλικό» Γκατ. Ανακατασκευάστηκε από τον Αμρίτ Ράο, ευγενή του βασιλείου των Μαράτα  μεταξύ 1780 και 1807. Λέγεται ότι ο Αμρίτ Ράο ζούσε εξόριστος στο Βαρανάσι από τις Βρετανικές αρχές και έτσι η εξέδρα ονομαζόταν τότε Αμρίτ Ράο Γκατ. Ωστόσο, από το 1931 είναι γνωστή ως «Ράτζα Γκατ».
Το 1965 η κυβέρνηση του τοπικού κρατιδίου Ουττάρ Πραντές ανακαίνισε το γκατ και έχτισε τα σκαλοπάτια από τις χαρακτηριστικές κόκκινες πέτρες.  Στην είσοδο υπάρχει ένα διώροφο εστιατόριο με ταράτσα, το οποίο δέχεται μόνο Βραχμάνους. Κάθε όροφος έχει κουζίνα και αποθήκη και στο συγκρότημα υπάρχουν τρεις ναοί, το ύφους Ναγκάρ μαντίρ της θεάς της τροφής Ανναπούρνα, του θεού της ευμάρειας Βισνού που ως Λακσμιναραγιάνα συνοδεύεται από την θεά του πλούτου Λάκσμι, και του καταστροφέα και αναμορφωτή θεού Σίβα.

Παρατηρώντας το Ράτζα Γκατ βλέπω να έχει κιόλας μαζευτεί καποιος κόσμος, άλλοι πλένουν ρούχα και τα αφήνουν να στεγνώσουν στις πλατφόρμες, άλλοι κάνουν καθαρμούς στα νερά του Γάγγη και άλλοι προσεύχονται ή διαλογίζονται. Πνευματικοί οδηγοί, παντίτ όπως ονομάζονται, τελούν εδώ Πίντα Πράγια, τυπικό που τελείται μόνο εδώ στο Βαρανάσι και στην Γκάγια του κρατιδίου Μπιχάρ για την απελευθέρωση του Άτμα, της ψυχής των τεθνεώτων, από τον κύκλο των επαναγεννήσεων. Εδώ είναι και ένα από τα 14 μέρη όπου τελείται το Άστι-βισάρτζαν, το τελευταίο ταξίδι του φθαρτού σώματος των νεκρών υπό μορφή τέφρας και υπολειμμάτων οστών στα ύδατα του Γάγγη και εδώ στο Ράτζα Γκατ συγκεντρώνονται μερικοί από τους πιο γνωστους ειδικούς για την τελετή βραχμάνους ιερείς.

Η τοποθεσία, το θέαμα της απέναντι ακατοίκητης όχθης, οι ψαλμωδίες και οι τελετουργίες είναι όντως ό,τι πιο γαλήνιο φαινόμενο θα μπορούσε να αρμόζει για το τελευταίο ταξίδι ενός ανθρώπου σκέφτομαι, αναλογιζόμενος την σχέση της σημερινής χριστιανικής εορτής της Ζωοδόχου Πηγής με τον συμβολισμό του υδάτινου τοπίου που κατοικείται από ψάρια, πουλιά και ανθρώπους μέσα σε πλοία, ως αθανασία της ζωής στον Παράδεισο (γι αυτό και πολλά από τα πρωτοχριστιανικά σύμβολα όπως ο ΙΧΘΥΣ, η άγκυρα και το πλοίο, συνδέονται με το νερό)  με τα εξαγνιστικά νερά του Γάγγη.

Σχολιάστε