Uncategorized

Η Συκοφαντία του Απελλή

%cf%83%cf%85%ce%ba%ce%bf%cf%86%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%b1

Η Συκοφαντία του Απελλή (La Calunnia di Apelle) του Σάντρο Μποτιτσέλι (1494/1495).

Η «Συκοφαντία του Απελλή» («La Calunnia di Apelle»), μια τέμπερα σε ξύλο του 1494 ή του 1495, ήταν ο τελευταίος «κοσμικού» και μυθολογικού περιεχομένου πίνακας του Ιταλού καλλιτέχνη της πρώιμης Αναγέννησης Σάντρο Μποτιτσέλι (1445 – 1510). Μετά την άνοδο του Σαβοναρόλα στην εξουσία το 1494 όταν έδιωξε από την Φλωρεντία του Μέδικους, αλλά και μετά τον θάνατό του θρησκευτικού ηγέτη και μοναχού στην πυρά στις 23 Μαΐου 1498, ο καλλιτέχνης δημιούργησε κατά βάση θρησκευτικού περιεχομένου πίνακες όπως ο «Επιτάφιος Θρήνος» (1495) «Το τελευταίο θαύμα και ο θάνατος του Αγίου Ζηνοβίου» (1500 – 1505) και άλλοι.
Ο πίνακας βρίσκεται σήμερα στη συλλογή του μουσείου Uffizi στη Φλωρεντία, στην αίθουσα που είναι αφιερωμένη στο μεγάλο δημιουργό.
Ο Σάντρο Μποτιτσέλι άντλησε το θέμα του από έναν διάσημο πίνακα του Έλληνα καλλιτέχνη της ελληνιστικής περιόδου, τον Απελλή (370 – 306 π.Χ.) όπως αυτός περιγράφτηκε από το Λουκιανό στον τέταρτο τόμο από τα 80 σωζόμενα έργα του, στην πραγματεία του «Περί τού μη ραδίως πιστεύειν διαβολή».
Ο Απελλής, ο οποίος κατόρθωσε με το ταλέντο του να γίνει ο αποκλειστικός προσωπογράφος του Μεγάλου Αλέξανδρου,  φιλοτέχνησε τον πίνακα αυτό προκειμένου να περιγράψει τα συναισθήματα θλίψης και οργής που ένιωσε ο ίδιος όταν κατηγορήθηκε άδικα, από έναν ανταγωνιστή του, τον Αντίφιλο από την Ναυκρατίδα, τον επικαλούμενο Αιγύπτιο, για τη δήθεν συμμετοχή του στο έγκλημα της συνωμοσίας κατά του φαραώ της Αιγύπτου, Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα (367 – 282 π.Χ.). Όταν αποδείχτηκε η αθωότητά του, αποφάσισε να μεταφέρει την προσωπική του περιπέτεια σε πίνακα. Το έργο δεν σωζόταν μεν τον καιρό του Μποτιτσέλι, ωστόσο η περιγραφή του Λουκιανού είχε διασωθεί και μεταφραστεί.
Στον δικό του πίνακα, ο αναγεννησιακός ζωγράφος διατήρησε το σκηνικό στήσιμο των μορφών από την περιγραφή του Λουκιανού και δημιούργησε ένα περίτεχνα στολισμένο αρχιτεκτονικό φόντο για εκείνες. Το έργο εξελίσσεται σε ένα μνημειώδη εξώστη με τέλειες αναλογίες και αρμονική αρχιτεκτονική. Οι κόγχες στους τοίχους φιλοξενούν αγάλματα διασήμων προσωπικοτήτων, υποδείγματα αρετής, όπως ακριβώς στους Έλληνες και τους Ρωμαίους οι οποίοι αρέσκονταν να περιβάλλονται από ομοιώματα φιλοσόφων, αυτοκρατόρων και πολιτικών.
Σε αντίθεση με τον εξιδανικευμένο αρχιτεκτονικά κόσμο, η επίγεια ζωή φαντάζει δραματική, γεμάτη κακία, ανεντιμότητα και προδοσία.
Στα δεξιά του πίνακα απεικονίζεται καθιστός σε έναν υπερυψωμένο θρόνο, σε μια ανοικτή αίθουσα διακοσμημένη με γλυπτά, ένας βασιλιάς, με μεγάλα γαϊδουρινά αυτιά, στο πρότυπο του βασιλιά Μίδα. Ο άνδρας τείνει το χέρι του σε μια όμορφη γυναίκα, την Συκοφαντία, η οποία στέκεται ακόμη λίγο μακρύτερα, αλλά φαίνεται να το  πλησιάζει. Πλάι του βρίσκονται δύο γυναίκες, οι αλληγορικές απεικονίσεις της Άγνοιας στα δεξιά του και της Υποψίας στα αριστερά του που με ζήλο ψιθυρίζουν φήμες στα μεγάλα αυτιά του βασιλιά, πράγμα που υπονοεί την ανόητη φύση του.
Η Συκοφαντία, πλησιάζοντας από τα αριστερά, είναι μια ασυνήθιστα όμορφη γυναίκα. Στο αριστερό της χέρι κρατά έναν αναμμένο δαυλό και με το δεξί τραβά έναν νέο από τα μαλλιά ο οποίος είναι ο Συκοφαντηθείς. Εκείνος τείνει τα χέρια στους ουρανούς και επικαλείται τους θεούς να καταθέσουν τη μαρτυρία τους υπέρ της αθωότητάς του. Το δρόμο στην Συκοφαντία δείχνει ένας άντρας με διαπεραστικά μάτια, χλωμός, παραμορφωμένος, και ρουφηγμένος σαν από μακροχρόνια ασθένεια. Πρόκειται για τον Φθόνο. Δυο κοπέλες, προσωποποιήσεις της Προδοσίας με κόκκινο χιτώνα και της Ατιμίας, ενθαρρύνουν τη Συκοφαντία, προσθέτοντας πινελιές στην ομορφιά της «φτιασιδώνοντας» την εξαπάτηση που πρεσβεύει.
Ακολουθώντας με πένθιμη αμφίεση, με μαύρα πέπλα και ξέπλεκα μαλλιά, έρχεται η Μετάνοια. Κοιτά πίσω της, περιμένοντας με μια έκφραση ντροπής το πλησίασμα της Αλήθειας. Η Αλήθεια, γυμνή, δείχνει προς τα ουράνια. Η γύμνια της Αλήθειας τη συσχετίζει με τον αθώο νεαρό, του οποίου τα ενωμένα χέρια επικαλούνται επίσης μια ανώτερη δύναμη. Στο αριστερό άκρο του πίνακα, η Αλήθεια θυμίζει το κλασικό μοτίβο απεικόνισης της Αφροδίτης από τον ζωγράφο. Είναι πανέμορφη, σε αντιδιαστολή με την προσωποποίηση της Μετάνοιας, που είναι μια ηλικιωμένη, χτυπημένη από τη θλίψη γυναίκα, με φθαρμένα ρούχα. Είναι γυμνή, καθώς δεν έχει να κρύψει τίποτα και η έκφραση του προσώπου της, της και η στάση του σώματός της, επικαλούνται την ουράνια δικαιοσύνη.
Αυτός ήταν ο τελευταίος πίνακας του Μποτιτσέλι με θέμα από την μυθολογία. Αυτή η αλληγορία υποδεικνύει πως δεν πιστεύει πια στον όμορφο, ιδεατό και ενάρετο κόσμο της μυθολογίας όπως τον έβλεπαν οι διανοούμενοι της αυλής των Μεδίκων. Κάποιοι αναλυτές «διαβάζουν» στον πίνακα την αντίδραση του ζωγράφου στις συκοφαντίες περί της ομοφυλοφιλίας του.

Κατηγορίες:Uncategorized

Σχολιάστε