Ελάχιστες ιδιότητες, όχι πολλές, αρκούν για να συνθέσουν την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του Αξιοσημείωτου και του Απλού ανθρώπου: το εύρος των εμπειριών του πρώτου, η ένταση των βιωμάτων του, η απήχηση λόγων και πεπραγμένων του στον στενό ή ευρύ περίγυρο, είναι μερικές μόνον από αυτές, με κυριότερη την συνείδηση των πεπραγμένων του. Και σαν «κερασάκι στην τούρτα» έρχονται ο Έρωτας και ο Θάνατος που και αυτοί ακόμη δίνουν τον τόνο του «αξιοσημείωτου» σε μια προσωπικότητα.
«Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες»
έγραψε για τον κοινό άνθρωπο ο Νίκος Καββαδίας για εκείνον που ούτε πεθαίνοντας μπόρεσε να γίνει ο «ιδανικός κι ανάξιος εραστής» στους στίχους που έκανε ευρύτερα γνωστός μελοποιώντας τους το 1975 ο Γιάννης Σπανός («Ιδανικός κι ανάξιος εραστής» – Mal du Départ).
Αυτά για τον Θάνατο. Για τον έρωτα οι αναφορές είναι πού περισσότερες και πολύ πιο σύνθετες. Η παγκόσμια μυθολογία, από την Ηρώ και το Λέανδρο μέχρι τον Tristan και την Iseult και από τον Krishna και την Radha μέχρι τον Romeo και την Giulietta ή τον Siegfried και την Brünnhilde, αλλά και ο κινηματογράφος με τους Rick Blaine και Ilsa Lund ή τους Jack Weil και Bobby Durán ή ακόμη και η ζωγραφική με τους Paolo Malatesta και Francesca da Polenta (τους οποίους πάντως πρωτομνημόνευσε ο Dante) μας υπέδειξαν μέσω του έρωτος αρκετά αξιοσημείωτα ζεύγη. Είναι όμως πιο σπάνιο η ερωτική αναφορά να στέκεται σε μόνο έναν αξιοσημείωτο ήρωα αντί για δύο. Και ειδικά σε ένα ήρωα που η εξιδανικευμένη μορφή που έχει για τον έρωτα υπερβαίνει κατά πολύ αυτήν της πραγματικότητας. Ανάμεσα στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις διάλεξα να αναφερθώ στο τραγούδι «Sebastian» των Cockney Rebel που γράφτηκε πριν 42 χρόνια και κυκλοφόρησε στις 31 Αυγούστου 1973.
Το «Sebastian» έχει χαρακτηριστεί –εύστοχα κατά την γνώμη μου- ως ένα κατ’ εξοχήν «Gothic Love Song» και σύμφωνα με τον Steve Harley, τον δημιουργό του, πρόκειται για ένα είδος «Gothic Poetry». Σε μια συνέντευξή του το 2008 ο Steve Harley το είχε χαρακτηρίσει «ποίηση».
Παρότι το 1973 το τραγούδι με την 50μελή ορχήστρα και την χορωδία απέτυχε να μπει στα «τσαρτς» της Βρετανίας, πήγε πολύ καλά στην ηπειρωτική Ευρώπη (Νο 2 στο Βέλγιο και στην Ολλανδία και Νο 30 στην Δυτική Γερμανία).
Το «Sebastian» ήταν το πρώτο τραγούδι που δημιούργησε ο (δημοσιογράφος ακόμη τότε) Steve Harley -ο οποίος είχε πάρει μόνο μερικά μαθήματα κιθάρας και πιάνου- με το τετραμελές γκρουπ που έφτιαξε (μεταξύ τους και ένας βιολιστής) τους Cockney Rebel και το ηχογράφησε στο London Air Studios.
Οι στίχοι του συγκεκριμένου τραγουδιού έχουν ως εξής:
Radiate simply, the candle is burning so low for me
Generate me limply, I can’t seem to place your name, chérie
To rearrange all these thoughts in a moment is suicide
Come to a strange place, we’ll talk over old times we never spied.
Somebody called me Sebastian
Somebody called me Sebastian
Work out a rhyme, toss me the time, lay me you’re mine
We all know oh yeah.
Your Persian eyes sparkle, your lips, ruby blue, never speak a sound
And you, oh so gay, with Parisian demands, you can run around
And your view of society screws up my mind like you’ll never know
Lead me away, come inside, see my mind in kaleidoscope.
Somebody called me Sebastian
Somebody called me Sebastian
Mangle my mind, love me sublime, do it in style
We all know oh yeah.
You’re not gonna run, babe, we only just begun, babe, to compromise
Slagged in a Bowery saloon, love’s a story to serialise
Pale angel face, your eye-shadow and glitter is outta sight
No courtesan could begin to decipher your beam of light.
Somebody called me Sebastian
Somebody called me Sebastian
Dance on my heart, laugh, swoop and dart, la la di da
We all know you yeah.
Σε όλο το τραγούδι ο Harvey ακούγεται να τραγουδά (σε αρκετές από τις ουκ ολίγες βερσιόν, κυρίως στις ζωντανές εκτελέσεις, περισσότερο απαγγέλλει παρά τραγουδά) και να παραπονιέται για μια κοπέλα που έχει αγκιστρωθεί στις παγίδες είτε των συμβάσεων είτε σε άλλες «αναγνώσεις» των ψεύτικων φώτων της κοινωνίας.
– «Δεν πρόκειται να τρέξεις μακριά νέα μου, μόλις αρχίσαμε, νέα μου, να συμβιβαζόμαστε.
Κάθεσαι τελειωμένη σε ένα φτηνιάρικο μπαρ ζώντας αδιάκοπα τον αδιέξοδο έρωτα.
Χλωμό αγγελικό πρόσωπο, η μάσκαρα κι η χρυσόσκονη δεν σου πάνε.
Καμία πόρνη δεν μπορεί να συλλάβει το φως που εκπέμπεις».
Στα αρκετά δυσεξήγητα των στίχων περιλαμβάνεται και η φράση «your lips, ruby blue, never speak a sound». Ως γνωστόν, το ρουμπίνι είναι κόκκινο ενώ μπλε είναι το ζαφείρι. Προφανώς ο στίχος αναφέρεται στην «κυάνωση». Ένα σύμπτωμα που μπορεί να αποδίδεται σε χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, σε μορφές καρδιοπάθειας κατά τις οποίες ποσότητα αίματος φεύγει από την καρδιά προς την συστηματική κυκλοφορία, παρακάμπτοντας τους πνεύμονες, όπου φυσιολογικά το αίμα εμπλουτίζεται σε οξυγόνο, σε δηλητηριάσεις με μονοξείδιο του άνθρακα και θειούχες ουσίες, σε συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, σε αρτηριακή απόφραξη ή ακόμη και σε έκθεση σε κρύο ή σε νευρική υπερένταση, συμπτώματα που πολλές φορές μπορεί να είναι και θανατηφόρα, γι αυτό και δεν βγαίνει σύμφωνα με τον στίχο, ήχος.
Η μεταφορά του «Μπλε ρουμπινιού» είναι συνυφασμένη εδώ με τον θάνατο. Όχι κατά ανάγκη τον φυσικό θάνατο, αλλά τον ψυχικό, τον πνευματικό που βιώνει ο ερωτευμένος βλέποντας το πρόσωπο της γυναίκας που αγαπά να μην ανταποκρίνεται στις εξιδανικευμένες μορφές του έρωτα που ο ίδιος λατρεύει.
Το ερώτημα «Ποιός είναι ο Sabastian» του τραγουδιού έχει απασχολήσει πολλούς.
Άλλοι μιλούν για τον Άγιο Σεβαστιανό και την ταύτιση του αφηγητή για τα βέλη του δυστυχισμένου έρωτα που δέχεται (όπου η ανθρωπότητα για την οποία πάσχει ο Άγιος συμβολίζεται εδώ με μια γυναίκα). Ο Thomas Mann στον λόγο του όταν αποδέχτηκε το βραβείο Nobel το 1929, είπε πως η χάρις του θεού που υποφέρει, αυτός είναι ο ηρωισμός που συμβολίζεται από τον Άγιο Σεβαστιανό.
Άλλοι μιλούν για το ψευδώνυμο του Oscar Wilde στην αυτοεξορία του στο Παρίσι το 1897, άλλοι για κάποιον που προσπαθεί για τους δικούς του μυστικούς λόγους να κρύψει την πραγματική του ταυτότητα και άλλοι για τον θρυλικό Sebastian Melmoth, έναν παρηκμασμένο αθάνατο, κεντρικό ήρωα του Gothic διηγήματος «Melmoth the Wanderer» του Charles Maturin, θείου του Oscar Wilde.
Το 1911 ανέβηκε για πρώτη φορά στο παρισινό Θέατρο του Chatelet «Το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού» σε λιμπρέτο του Ντ’Αννούντσιο και μουσική Ντεμπυσσύ με πρωταγωνίστρια την ρωσίδα χορεύτρια Ίντα Ρουμπινστάιν στον ομώνυμο ρόλο.
Ο Σεβαστιανός αντιμετωπίζει τον θάνατο άφοβα. «Πεθαίνω για να ξαναγεννηθώ στην αθανασία» αναφωνεί, ενώ προτρέπει τους τοξοβόλους με το πασίγνωστο, «αυτός που πιο βαθιά με πληγώνει, πιο βαθιά με αγαπά».
Ο θρύλος της αθανασίας συνοδεύει και ένα άλλον Sebastian: την εξαφάνιση του βασιλιά της Πορτογαλίας Σεβαστιανού ο οποίος πιστεύεται ότι σκοτωθηκε στις 4 Αυγούστου 1578 στο Μαρόκο πολεμώντας στην «Μάχη των 3 Βασιλέων». Ο Θρύλος της επανεμφάνισής του του ήταν ο τίτλος ενός δημοφιλούς τραγουδιού του 1968,του «A Lenda d’El Rei D. Sebastião» («The Legend of King Sebastian») του πορτογαλικού γκρουπ Quarteto 1111 (1968).
Σε κάθε περίπτωση, το τραγούδι μιλά για κάποιον άνθρωπο που ζει σε αφόρητη μοναξιά και που υποφέρει για κάτι για το οποίο έχει φταίξει ο ίδιος, για κάποιον που ο έρωτας είναι κάτι που πάντα βρίσκεται πιο ψηλά από εκεί όπου κόσμος τον τοποθετεί.
Η επιλογή της εικόνας δεν ήταν τυχαία. Απουσιάζει το πλήθος των στιγμάτων και των πληγών, απουσιάζουν τα πολλά βέλη. Αρκεί μόλις ένα στο μέρος της καρδιάς και παρά ταύτα ο Άγιος συνεχίζει να ζει. Η σύνθεση ξεφεύγει από το συνηθισμένο Καθολικό δόγμα, με μια γυναίκα γονατιστή μπροστά στον Sebastian με μια ιδέα αισθησιασμού. Είναι η εξιδανικευμένη μορφή της «δέσποινας (των λογισμών)» που δεν έχει συναντήσει ακόμη και που τον βοηθά να υποφέρει και αυτό το βέλος και τα επόμενα ωσότου την βρει…
Κατηγορίες:Uncategorized