ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

«Οι θαλασσιές οι χάντρες» με άλλο μάτι, 40 χρόνια μετά

Οι Θαλασσιές οι Χάντρες

Οι Θαλασσιές οι Χάντρες

Παρότι αποφεύγω για λόγους πνευματικής, διανοητικής και ψυχικής ισορροπίας να παρακολουθώ τηλεόραση, είπα απόψε να κάνω μία εξαίρεση και να παρακολουθήσω ένα ελληνικό μιούζικαλ ηλικίας 40 χρόνων (του 1967): «Οι θαλασσιές οι χάντρες».
Η εξαίρεση αυτή δεν ήταν τυχαία. Αφορμή στάθηκε ένα άρθρο που διάβασα πρόσφατα, ξεφυλλίζοντας ξανά μετά από πολλά χρόνια, την ετήσια πολιτιστική έκδοση του «Επιλόγου» για το 1995. Στις σελίδες 414 έως 422 φιλοξενούσε ένα άρθρο του λέκτορα του Τμήματος Αγγλικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μιχάλη Κοκκώνη, με τίτλο «Το ελληνικό μιούζικαλ, το Χόλλυγουντ… και <οι θαλασσιές οι χάντρες>». Διαβάζοντας αυτό το άρθρο αποφάσισα (να προσπαθήσω τουλάχιστον) να δω «με άλλο μάτι» όχι μόνο αυτήν την συγκεκριμένη, αλλά και άλλες ελληνικές ταινίες της εποχής εκείνης.
Ποιά είναι όμως εκείνα τα στοιχεία, τα δυνατά της σημεία που  κάνουν αυτή τη μουσική κωμωδία μια αξιοπρόσεκτη παραγωγή; Ιδού μερικά από αυτά, όπως άλλα τα περιγράφει η μελέτη του Κοκκώνη και άλλα όπως τα είδα παρακολουθώντας την ταινία «επί τούτου»:
1. Ο επαγγελματισμός του σκηνοθέτη (Γιάννης Δαλιανίδης) και του παραγωγού (Φίνος) οι οποίοι σε αντίθεση με άλλους «εμπορικούς» συναδέλφους τους, αποφάσισαν να κάνουν μια ταινία αξιώσεων, όχι ασφαλώς αυτό που λέμε «ποιοτικό κινηματογράφο για σινεφίλ και προβληματισμό» αλλά κάτι που να ξεφεύγει από τον κανόνα της εποχής. Δηλαδή τα φτωχά σενάρια, την απροθυμία των παραγωγών για ανοίγματα, την έλλειψη εξοπλισμού και όλα αυτά με κόντρα παράγοντες όπως η αδιαφορία του κράτους ή η βαριά φορολογία. Και κυρίως αποφάσισαν να ξεφύγουν από άλλες παιδαριώδεις φαρσοκωμωδίες και δακρύβρεχτα μελό. Επιστρατεύουν έτσι ένα μεγάλο επιτελείο αστέρων: Φαίδων Γεωργίτσης (Φώτης) Ζωή Λάσκαρη (Μαίρη Κανιάτογλου) Κώστας Βουτσάς (Κώστας Πίτουρας) Μάρθα Καραγιάννη (Ελενίτσα Τσίτουρα) Μαίρη Χρονοπούλου (Σοφία) Γιάννης Βογιατζής (Μεμάς Γαρδούμπας) Αλέκα Μαβίλη (Μαρκησία).
2. Είναι η πρώτη φορά που ένα ελληνικό μιούζικαλ προξενεί ενδιαφέρον και στο εξωτερικό. Στις Κάννες όπου και προβάλλεται η ταινία, προκαλεί αίσθηση και οι παπαράτσι που βρίσκονται εκεί για το ετήσιο φεστιβάλ κυνηγούν την Λάσκαρη για να απαθανατίσουν κάθε της κίνηση. Ήταν όρος άλλωστε της παραγωγής να μη γυριστεί ένα ιμιτασιόν αμερικάνικο μιούζικαλ αλλά να αποτυπώνεται και η «ελληνική ματιά» κάτι που συνέτεινε και αυτό από την μεριά του στην αίσθηση που προκάλεσε η ταινία.
3. Χρησιμοποιούνται εξεζητημένα σκηνικά, θαυμάσια μουσική επένδυση, αξιόλογα μουσικοχορευτικά νούμερα, έξυπνοι διάλογοι και πειστικές ερμηνείες, παρότι μερικές φορές κρίνονται ως υπερβολικές.  Μοναδική η μουσική επένδυση και τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα και σε μία από τις καλύτερές του στιγμές ο τραγουδιστής Γιάννης Πουλόπουλος.
4. Η βασική φόρμουλα είναι μεν χολλυγουντιανή (το αγόρι συναντά το κορίτσι, το αγόρι χάνει το κορίτσι, το αγόρι τραγουδά και χορεύει με σκοπό να κερδίσει πίσω το κορίτσι) αλλά προσαρμοσμένη στην ελληνική πραγματικότητα. Στην προκειμένη περίπτωση,  ένας φιλόδοξος συνθέτης και τραγουδιστής ελληνικών λαϊκών τραγουδιών, ο Φώτης, ερωτεύεται μια μεγαλοαστή ποπ τραγουδίστρια, την Μαίρη. Παράλληλα με τη δική τους ιστορία, εξελίσσεται το ειδύλλιο των ανταγωνιστή του Φώτη, του Κώστα, καλλιτεχνικού πράκτορα, με την αδελφή του Φώτη, την Ελενίτσα. Η ευτυχία των πρωταγωνιστών συναντά αρκετά εμπόδια μέσα από τους ανταγωνισμούς, της ζήλειες, τις παρεξηγήσεις και τη διαφορά της κοινωνικής τάξης. Στο τέλος όμως, όπως απαιτεί ο βασικός κανόνας του είδους, όλες οι διαφορές εξομαλύνονται, όλοι παντρεύονται με το ταίρι που τους πρέπει και ο Φώτης γίνεται μεγάλος συνθέτης. Είπαμε, πρόκειται για μιούζικαλ και όχι για ταινία που να απευθύνεται αποκλειστικά σε σινεφίλ…
Αυτό που καταφέρνει ο Δαλιανίδης, είναι να εκδηλώσει -κατά τα πρότυπα του χολλυγουντιανού μιούζικαλ- ενδότερες σκέψεις, προθέσεις, συναισθήματα των ηρώων, ακόμη δε και ολόκληρες καταστάσεις στην πλοκή του έργου, με τον χορό. Όπως π.χ. ο Don Lockwood (Jean Kelly) στο «Singing in the Rain» εκδηλώνει τα συναισθήματα αγάπης του εύγλωττα και δυναμικά με το πασίγνωστο χορευτικό νούμερο «Τραγουδώντας στη βροχή» και επειδή οι φίλοι του Cosmo και Cathy έσπευσαν να τον βοηθήσουν ώστε να μην αποτύχει η ταινία του αλλά και επειδή συνειδητοποιεί πως είναι ερωτευμένος με τη Cathy,    χωρίς να τον ενοχλεί η καταρρακτώδης βροχή, τσαλαβουτά σαν παιδί στα νερά με την ομπρέλα στο χέρι, έτσι και οι πρωταγωνιστές του Δαλιανίδη εκδηλώνουν την αγάπη τους χορεύοντας συρτάκι στο κεντρικό μουσικό νούμερο της ταινίας. Τηρούν έναν άγραφο κανόνα του μιούζικαλ, ότι οι πρωταγωνιστές του είναι ευγενικά και αξιοθαύμαστα άτομα και μέσα από τα μουσικοχορευτικά νούμερα εκφράζουν μια ενδότερη αγάπη για τη ζωή.
5. Κεντρικός θεματικός άξονας της ταινίας είναι η εισβολή ξενόφερτων πολιτιστικών τάσεων (ροκ και ποπ).  Σημειωτέον, ότι την εποχή που παίζεται η ταινία (1967) κυριαρχεί στην πολιτιστική πραγματικότητα το παραδοσιακό ελληνικό τραγούδι ενώ τα ξένα, ελλείψει άλλου όρου, χαρακτηρίζονται «γιεγιέδικα» από την επανάληψη της λέξης «yeah, yeah» στους στίχους τους. Η πολιτιστική διείσδυση της ποκ και του ροκ προκαλεί «σοκ και δέος» στη γραφική Πλάκα της εποχής (καθόλου τυχαία η επιλογή της γειτονιάς στην υπόθεση, αφού αποτελεί προπύργιο της ελληνικής μουσικής παράδοσης, ακόμη και για την «αντιστασιακή» μουσική που θα παίζεται στις μπουάτ της Πλάκας στα χρόνια που ακολουθούν). Πάνω στη λογομαχία δύο ομάδων λαϊκών οργανοπαιχτών όπως απαιτεί η υπόθεση, έρχεται το σπουδαίο σκηνοθετικό τρυκ, η διακοπή της αψιμαχίας τους από τους «μοντέρνους ήχους». Ακολουθούν  η αγανάκτηση και ο φόβος που εμφανίζονται στα πρόσωπά τους, το ερευνητικό τους βλέμα που ακολουθεί η κάμερα, ωσότου φτάσουν ακολουθώντας τον «παρείσακτο» ήχο σε κάποιο ημιυπόγειο, όπου τραγουδά ένα γυνακείο συγκρόιτημα, οι «Crazy Girls». Εύγλωττο το όνομα του -όπως και η σύνθεση- του γκρουπ: Φθάνουν και στην Ελλάδα ο απόηχος της σεξουαλικής επανάστασης και η χειραφετημένη γυναίκα. Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος που η κάμερα αποτυπώνει τον κεραυνοβόλο έρωτα των δύο νέων: Γρήγορα κοντινά πλάνα (close ups) τμηματικά στο σώμα της Μαίρης όπως τα βλέπει ο Φώτης. Πρώτα βλέπουμε τις κατακόκκινες γυαλιστερές της μπότες, μετά τις καμπύλες της περιφέρειάς της, ακολούθως το πρόσωπό της και στο τέλος τα πλάνα δείχνουν το πρόσωπο του Φώτη καθώς καταγράφει κάθε σημαντική λεπτομέρεια.
Άλλο εύρημα, είναι το απλανές βλέμα του Φώτη, ο οποίος όπου και αν στρέψει το βλέμμα, βλέπει την μορφή της Μαίρης και όποτε επιχειρεί να την αγγίξει, αυτή εξαφανίζεται. Αργόσυρτα zoom, απότομα cut, ανάμικτα με ασπρόμαυρη φωτογραφία του cinema verite και εξπρεσιονιστικά έντονα χρώματα.
Το θέμα της πολιτισμικής εισβολής παρουσάζεται και αυτό μοναδικά, καθώς μια ομάδα νεαρών χορεύει συρτάκι με κορυφαία την Σοφία. Ξαφνικά, εμφανίζεται η Μαίρη και η Σοφία φεύγει από το πλάνο. Ταυτόχρονα, η μουσική αλλάζει και αντί για συρτάκι στη θέση του ακούγεται ένα shake.
6. Η σατιρική διάθεση του σκηνοθέτη για τον ελληνικό πολιτισμό. Από τα πρώτα κιόλας πλάνα , όταν ένας τσολιάς  – σουβενίρ εναλλάσσεται με φόντο τον Παρθενώνα, ένα τσούρμο από πλανόδιους πωλητές διαλαλεί την πραμάτεια στους ξένους σε σπασμένα αγγλικλά, γαλλικά και γερμανικά. Ακολουθεί η χαρά των μικροπωλητών που γνωρίζουν έναν αμερικανό, τον Τζίμη (Γιώργος Τσιτσόπουλος) από τον οποίο περιμένουν ιδέες και κεφάλαια.
Παρότι μπορεί να πει κάποιος για «χαζοχαρούμενα» και συντηρητικά μηνύματα (ο Αμερικανός που έρχεται με τα λεφτά, ο τουρισμός, όλοι παντρεύονται στο τέλος, «τί ωραία τί καλά», κ. λπ.) πάντα υπάρχει και ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Σε αυτό, η ροκ και το ποπ δεν έρχονται από rockers (είμαστε 2 χρόνια πριν το Woodstock) αλλά ακριβώς τη χρονιά που εγκαθίσταται μια αμερικανοκίνητη δικτατορία, οι μεγαλοαστοί επιβάλλουν (στην ταινία η οικογένεια Κανιάτογλου) την αμερικανική κουλτούρα, όχι επειδή τους αρέσει, αλλά επειδή ίσως έτσι πρέπει. Μοιραία λοιπόν, το «γιεγιεδάκι» είναι μια ιμιτασιόν ποπ καλλιτέχνιδα!
Ακόμη, είναι η εποχή που ο άντρας καλείται να αποδείξει τον ανδρισμό του πέραν και εκτός της συμπαραδήλωσης ενός μουστακιού. Το περιστατικό με το μουστάκι του Φώτη συνδέεται και με την ανεπανάληπτη στιχομυθία Μεμά (Γιάννης Βογιατζής) και Φώτη (Φαίδων Γεωργίτσης):
ΜΕΜΑΣ : Φωτάκι, γιατί ‘μαι φίλος σου. Αυτό το κορίτσι θα σε κάνει να βογγήξεις!
ΦΩΤΗΣ: Ας βογγήξω…
ΜΕΜΑΣ: Η Μαίρη είναι από άλλο ανέκδοτο, έχει μεγάλο φόρο πολυτελείας!
ΦΩΤΗΣ: Κι εσένα, ρε, τί σε νοιάζει; Εσύ  θα την πληρώσεις;
ΜΕΜΑΣ: Δεν είναι η Σοφίτσα που της έβαζες τις φωνές και σταμάταγε η ανάσα της ένα εικοσιτετράωρο!
ΦΩΤΗΣ: Καλά!
ΜΕΜΑΣ: Ε, όχι και καλά! Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις. Να μου το θυμηθείς. Αυτή αν δεν σε κάνει φλώρο, εμένα να μην με λένε Μεμά!
Εν κατακλείδι, αυτή η ταινία έχει και «ιστορικό» ενδιαφέρον για όσους  ενδιαφέρονται για τα πρώτα χρόνια της «μεταμόρφωσης» της Ελλάδας σε μια «δυτική» χώρα, έστω και χωρίς το βασικό προαπαιτούμενο που είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, αφού αυτή η μεταμόρφωση συντελείται υπό την «εποπτεία» του χωροφύλακα και του συνταγματάρχη…

5 replies »

  1. Απολαυστική προσέγγιση. Όσο απολαυστικές και οι ελληνικές ταινίες Κυριακή μεσημέρι, όσο απολαυστική και η μυρωδιά στο σπίτι απο το «κρέας με πατάτες στο φούρνο».
    Ακόμα και τα επώνυμα των ηρώων δείχνουν την παιχνιδιάρικη διάθεση των δημιουργών (πίτουρας, γαρδούμπας, κανιάτογλου).

    Ο φόρος πολυτελείας πότε καταργήθηκε;

  2. Soduck,
    εκεί που έκανα πλάκα με τις ελληνικές ταινίες, ήταν η εμμονή των σεναριογράφων, αναλόγως των κοινωνικών και άλλων προβληματισμών τους, να εφευρίσκουν όταν επρόκειτο για βιομήχανους και εφοπλιστές είτε κάποια πομπώδη και «εξεζετημένα» επίθετα (π.χ. Μαυρολέων, Δελημάνης, κ.λπ.) είτε αντίθετα κάποια τούρκικης προέλευσης (π.χ. Κανιάτογλου, Μαυροδόγλου). Το θέμα αυτό είχε σατιρίσει πλειστάκις ο Δαλιανίδης, όπως π.χ. στην ταινία «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται» με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, όπου ο πρόγονος της «αριστοκρατικής» οικογένειας όπου μπήκε ο γιος του (Νίκος Δαδινόπουλος) ο «Καλατζής», είχε επίθετο πού όπως αποκαλύφθηκε, έβγαινε από το επάγγελμα που ασκούσε, του… γανωματή, άρα όχι και ανώτερο κοινωνικά/ταξικά του… «Κολαούζου» (πατρός και υιού).
    Ενδιαφέρον έχουν και τα επίθετα των ελληνικών «γουέστερν» (Καζάκος, Κούρκουλος, Βλάχος, κ.λπ.) και αξέχαστη είναι η ατάκα… «Μαύρη μέρα ξημέρωσε στον κάμπο, Οδυσσέα Χορμόβα»!
    Πλάκα έχουν και τα δυτικότροπα κύρια ονόματα που χρησιμοποιούσαν διάφοροι ψωνισμένοι οι οποίοι ξεχνούσαν (ή ήθελαν να ξαχνούν) πως ζουσαν στο βαλκάνια και πίστεψαν επειδή είδαν κανα δυο ευρωπαϊκές ή αμερικάνικες ταινίες πως είμαστε κάτι σαν… Κεντρική Ευρώπη (Βίρνες, Λίζες, Τόνυδες, κ.ο.κ.).

    Για τον Φόρο Πολυτελείας που λες, καταργήθηκε την δεκαετία του 1980 με την εισαγωγή (λόγω της ένταξης στην τότε ΕΟΚ) του ΦΠΑ, ενώ αν δεν κάνω λάθος είχε παραμείνει ως εξαίρεση σε πολύ λίγα είδη έως το 1992. Σήμερα, φόρος πολυτελείας ισχύει μόνο επί εισαγωγών περιορισμένης γκάμας προϊόντων (π.χ. αυτοκίνητα τύπου τζιπ άνω των 2.000 κ. εκ., τσιγάρα, οινοπνευματώδη, κοσμήματα, ντίζελ και καν δυο άλλα είδη).

    Κρέας με πατάτες στο φούρνο, έ; Νόστιμο, αλλά σε εποχή που οι Έλληνες δεν ήξεραν ακόμη ούτε από τζανκ φουντ και ντελίβερυς από τη μία πλευρά ούτε από υγιεινισμό, χελθ φουντ και βέτζ από την άλλη… Άλλη ιστορία του παρελθόντος, οι γεύσεις (πραγματική ντομάτα, πραγματικό αγγούρι, πραγματικό καρπούζι, κ.λπ.) και οι μυρωδιές που σήμερα έχουν εκλείψει…

  3. Η μυρωδιά από το «κρέας με πατάτες στο φούρνο» (αν και ξέρω, zalmoxis, ότι είσαι φανατικός χορτοφάγος, οπότε εμείς οι επιμένοντες κρεατοφάγοι στο πυρ το εξώτερον) έχει αντικατασταθεί από την «μυρωδιά» των Goody’s (για τις λαϊκές μάζες) και των Friday’s (για τους χλιδάφραγκους των Β. Προαστίων).

    Πολύ καλή, όμως, η προσέγγιση και η δεύτερη ματιά σε μία ελληνική ταινία, την οποία οι περισσότεροι παρακολουθούμε επιδερμικά, γελάμε με τα κλασσικά αστεία της (ιδιαίτερα τη σκηνή με «και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις») και την ξεχνάμε την επόμενη.

    Μπορεί τελικά ο «παλιός ελληνικός» κινηματογράφος, παρά τα κλισέ του (ιδιαίτερα αυτό το «κόλλημα’ με τον γάμο στο τέλος, το απώτερο όνειρο κάθε καλοαναθρεμμένης Ελληνίδας) να μην είναι και τόσο κακός. Ιδιαίτερα εάν συγκριθεί με τις «τρέχουσες» προσπάθειες για έργα «σινεφίλ» που, μάλλον, μόνο στόχο έχουν να αυτοθαυμάζονται «δημιουργοί» και «πρωταγωνιστές».

  4. Εγώ θυμάμαι ότι είδα αυτή την ταινία αρκετές φορές, χωρίς κανένα πρόβλημα μαζί της (πέρα από το ότι έχει αρκετές συνήθεις ανοησίες σεναρίου)… και μάλιστα την ανέφερα σαν παράδειγμα, πολλά χρόνια μετά, σαν ταινίας που ήταν εξαίρεση στον κανόνα των ελληνικών ταινιών «του συρμού» που δεν τις άντεχα.

    Επίσης ήταν μια ταινία που φτιάχτηκε σε εποχή ΠΟΛΥ πριν τα σκυλάδικα και την αραβοποίηση της μουσικής στην Ελλάδα, σε μία εποχή που ο κόσμος ζούσε μια επανάσταση ηθών και πολιτικής, η οποία καταπνίγηκε από την χούντα και ποτέ δεν έφτασε (σωστά) στην Ελλάδα. Πιθανολογώ ότι μεγάλο μέρος των μετέπειτα πολιτιστικών προβλημάτων (και επίσης το σκυλάδικο) προήλθαν από το γεγονός ότι η επανάσταση της δεκαετίας εξήντα δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα, χίππυς δεν υπήρξαν ποτέ (πλην κάτι τουριστών), κοινόβια επίσης, κ.ο.κ.

    Εγώ βέβαια ζούσα στην Αγγλία, πολύ μικρός τότε, και αργότερα πρόλαβα το τέλος της αγγλικής εποχής των «φρικιών» στα seventies, με αποτέλεσμα να μην αντέχω την Ελλάδα όταν επέστρεψα (και ξαναέφυγα).

    Κρίμα, πολύ κρίμα, η μικρή επανάσταση ηθών που επηρέασε και την ταινία δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα, και οι γυναίκες πριν καν απελευθερωθούν σωστά έμαθαν το κατινιλίκι και το συμφέρον, ενώ οι άντρες παράμειναν λιγούρηδες φαλλοκράτες…

  5. Ίσως έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ανέβασες το συγκεκριμμένο blog, αλλά επειδή με ενδιαφέρει πολύ το συγκεκριμένο άρθρο και δεν το βρίσκω με τίποτα, μήπως θα μπορούσες με κάποιο τρόπο να μου το στείλεις? Θα το εκτιμούσα πραγματικά.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s