Ξημέρωμα Κυριακής. Η καλύτερη ημέρα και η καλύτερη ώρα να περπατήσεις μια άγνωστή σου πόλη. Είμαι της άποψης ότι για να γνωρίσεις καλά μια πόλη πρέπει, μεταξύ πολλών άλλων, να την περπατήσεις όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες της ημέρας. Στην ησυχία της τα χαράματα προτού ανοίξουν τα καταστήματα… το πρωί όταν ο κόσμος πηγαίνει στις δουλειές, για ψώνια, στο σχολείο ή για βόλτα… το μεσημέρι με την έντονη κίνηση σε δρόμους, μαγαζιά, εμπορικά κέντρα και υπηρεσίες… το απόγευμα όταν πέφτουν οι ρυθμοί και η ένταση παραχωρεί την θέση της στην νωχέλεια… το βράδυ όταν μεταμορφώνονται οι πόλεις… την νύχτα με τον δικό της κόσμο, τους δικούς της κώδικες και την δική της ατμόσφαιρα η κάθε πόλη… Από όλες αυτές τις ώρες όμως, το ξημέρωμα σου δίνει την δυνατότητα να προσέξεις την πόλη απερίσπαστος από κίνηση, άγχος, κόσμο, να τραβήξεις φωτογραφίες με αξιοθέατα χωρίς αυτοκίνητα, λεωφορεία, περαστικούς στο κάδρο σου, να χαζέψεις γωνιές που άλλες ώρες δεν έχεις την ευχέρεια. Η πρώτη μου επαφή με το Ανόι συνέπεσε να είναι ξημερώματα. Προτού καν ανατείλει ο ήλιος, λίγο πριν τις 05:30, έφτασα ύστερα από μια 12ωρη διαδρομή με τραίνο από το Χουέ, σε ένα ταξίδι που στο σκέλος του Βιετνάμ (προηγούμενος σταθμός μου ήταν η Καμπότζη και επόμενος το Λάος) είχε πορεία παράλληλη με την ακτογραμμή της χώρας, από Νότο και την Σαϊγκόν (το σημερινό Χο Τσι Μινχ) προς Βορρά. Ακριβώς 17:11 Σαββάτου αναχώρησα και μετά από λίγη ώρα βρέθηκα με μια μεγάλη παρέα Γάλλων γλεντζέδων που είχαν μετατρέψει ένα ολόκληρο βαγόνι σε αίθουσα πάρτι με άφθονο Vang Dalat («Κόκινο Νταλάτ») ένα τοπικό κρασί από επιτραπέζια σταφύλια της περιοχής Phan Rang – a. Παρότι οι Βιετναμέζοι δεν είχαν παράδοση στο κρασί, οι Γάλλοι αποικιοκράτες τους δίδαξαν πριν το 1954 -όταν έφυγαν- και την καλλιέργεια και το καλό κρασί. Το κρασί ήταν απροσδόκητα εύγευστο και το τίμησα, την παρέα επίσης και κάποια στιγμή έπεσα για ύπνο στην κουκέτα. Η καλή διάθεση και το κρασί με βοήθησαν να κάνω ένα σύντομο μεν, αλλά καλό ύπνο και έτσι ξύπνησα ξεκούραστος. Μόλις λίγα λεπτά έμεινα στο ξενοδοχείο και έχοντας περπατήσει ως αυτή την στιγμή, λίγο μετά τις 08:30 (ώρα που κατά κανόνα ακόμη κοιμάμαι) πάνω από 2,5 ώρες δεν αισθάνομαι καθόλου κούραση αϋπνίας και ταξιδιού. Κοιτάζω το ρολόι. 08:39. Ξεκινάω να γράφω στο ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο τις πρώτες μου εντυπώσεις από το Ανόι, παίρνοντας πρωινό στο Thuy Ta Cafe. Το καφέ όπου μερικές δεκαετίες νωρίτερα, προτού το Βιετνάμ γίνει και αυτό τουριστικός προορισμός, ήταν το σημείο συνάντησης των Δυτικών που επισκέπτονταν την πόλη, το καφέ που λειτουργούσε προτού ακόμη φύγουν οι Γάλλοι. Δεν ήταν τυχαία το αγαπημένο καφέ των ξένων, μιας και προσφέρει θέα στην λίμνη Hoan Kiem. «Ho Hoan Kiem» σημαίνει στα βιετναμέζικα «Λίμνη του Επιστραφέντος Ξίφους». Πήρε το όνομά της από ένα θρύλο που θυμίζει τον Αρθούρο και το Εξκάλιμπερ. Σε αυτόν, ο αυτοκράτορας Le Loi έριξε ύστερα από εντολή του Kim Qui (ενός θεού με μορφή χρυσής χελώνας) στα νερά της «Πράσινης Λίμνης» (όπως λεγόταν ακόμη η Hoan Kiem) το «Ξίφος της Ουράνιας Θέλησης» χάρη στο οποίο νίκησε τον Κινέζο αυτοκράτορα (οπότε πλέον και ο ίδιος μπορούσε από βασιλιάς να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας) για να το παραλάβει ο ιδιοκτήτης του, ο Βασιλιάς Δράκος (Long Vuong). Σε ανάμνηση αυτού του θρύλου, χτίστηκε ο Ναός της Χελώνας σε ένα νησάκι στη μέση της λίμνης. Μία μπουκιά κρουασάν, 2 γουλιές πράσινο τσάι και ξεκινώ έχοντας «χορτάσει» την θέα της λίμνης, να γράφω για τον κόσμο που έκανε από τις 6 το πρωί γυμναστική, τζόκινγκ, γιόγκα, τρέξιμο στους δρόμους (μια συνήθεια που καθιέρωσε ο Χο Τσι Μινx, υπέρμαχος του υγιεινού τρόπου ζωής) για τα εμβατήρια που ακούγονταν μαζί με κάτι ηχογραφημένα συνθήματα τα οποία φώναζε από τα ηχεία μια γυναικεία φωνή, για τους δρόμους, για τα κτίρια, για ό,τι μου έκανε εντύπωση αυτές τις πρώτες ώρες στην πρωτεύουσα του Βιετνάμ.
Κατηγορίες:Uncategorized