Ιστορία 5.000 χρόνων στο Μουσείο Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων του Καΐρου
Πέμπτη 1 Απριλίου 1897, Κάιρο. Δίπλα στην Πλατεία Ταχρίρ της παλαιάς «ευρωπαϊκής» συνοικίας Ισμαηλία, ανατολικά του Νείλου, θεμελιώνεται το Μουσείο Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων. Σάββατο 15 Νοεμβρίου 1902 θα υποδεχθεί το κοινό, αφού προηγουμένως, μεταξύ 9 Μαρτίου και 13 Απριλίου δύο τραίνα θα πραγματοποιήσουν 19 μεταφορές από το παλαιό κτήριο στην Γκίζα στο καινούργιο 5.000 τεράστιων ξύλινων κιβωτίων με αρχαιότητες. Έκτοτε, το σομόν νεοκλασικό κτήριο θα αποτελέσει για σχεδόν 120 χρόνια πόλο έλξεως εκατομμυρίων επισκεπτών από όλον τον κόσμο, ώσπου να λειτουργήσει στην Γκίζα το μεγαλύτερο παγκοσμίως αρχαιολογικό μουσείο, το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο. Η πανδημία Κορωνοϊού θα αναβάλει τα εγκαίνιά του, όπως και την μετακίνηση των δημοσίων υπαλλήλων στην νέα πρωτεύουσα της χώρας για το 2021 αντί του αρχικού σχεδίου για το 2020.
Τρίτη 3 Αυγούστου 1999. Έχοντας ξεκινήσει το ταξίδι μου από τον Νότο της Αιγύπτου, το πρώτο μου πρωινό στο Κάιρο με βρίσκει στο Αιγυπτιακό Μουσείο, κάτοχο 150.000 αρχαιοτήτων που καλύπτουν περίοδο 5.000 χρόνων, ήδη από την προδυναστική περίοδο και την 4η χιλιετία προ Χριστού.
4η Δυναστεία – Ο Ένθρονος Χεφρήνος
Το 2520 π.Χ. ο Χεφρήνος διαδέχεται τον αδελφό του Ρατοίση, όπως θα ονομάσει 22 αιώνες αργότερα ο αρχιερέας και ιστορικός Μανέθων τον Ρετζεντέφ.
Ο τριτότοκος γιος του Χέοπος, ο οποίος θα παραμείνει στον θρόνο επί 26 χρόνια, θα χτίσει την δεύτερη μεγαλύτερη πυραμίδα της Γκίζας ενώ σε αυτόν θα αποδοθεί η ανέγερση περί το 2500 π.Χ. της Σφίγγας.
Στο ταφικό μνημείο του Χεφρήνου, ανατολικά της πυραμίδας που φέρει το όνομά του, θα ανακαλυφθεί το 1860 ένθρονο άγαλμά του το οποίο αναδύει μεγαλοπρέπεια με σειρά συμβολισμών.
Τέτοιοι είναι τα λιονταρίσια πόδια του θρόνου, η ψηλή ράχη του που φτάνει ως τους ώμους του Φαραώ, τα σκαλισμένα στο πλάι εραλδικά φυτά Κάτω και Άνω Αιγύπτου, πάπυρος και λωτός, και το ρωμαλέο μυώδες σώμα.
5η Δυναστεία – Ο γραφέας Μίτρι
Στην διάρκεια της 4ης Δυναστείας, τον 26ο αιώνα π.Χ., ο Καουάμπ, πρωτότοκος γιος του Χέοπος, εγκαινιάζει την επάνδρωση της βασιλικής αυλής με γραφείς. Σχεδόν ένας στους 100 Αιγυπτίους γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση. Έτσι, το κλειστό συντεχνιακό επάγγελμα είναι περιζήτητο, αν και δύσκολο καθώς υποχρεούται σε 12ετή εκπαίδευση και απομνημόνευση εκατοντάδων ιερογλυφικών πλέον συγγραφής και στην συντομότερη ιερατική γραφή.
Ο γραφέας είναι ο γραμματικός των αναλφάβητων χωρικών, καταγράφει την σοδειά, αναγράφει τα σιτηρέσια των εργατών των τάφων και συντάσσει τους πίνακες προμηθειών των ναών.
Το 1925 θα βρεθούν στην νεκρόπολη της Μέμφιδος Σακκάρα, 11 ξύλινα αγάλματα στον τάφο του Μίτρι, του ίδιου, της συζύγου του και του ζεύγους, χρονολογούμενα από την 5η Δυναστεία, περί τον 24ο π.Χ. αιώνα. Στο διασημότερο από αυτά, ο αρχιγραφέας Μίτρι παριστάνεται ρεαλιστικά στην παραδοσιακή οκλαδόν στάση με πάπυρο στο αριστερό χέρι και γραφίδα στο δεξί. Στο περιδέραιο διατηρούνται τα χρώματα, θαλασσί, πράσινο και λευκό. Τα εκφραστικά μάτια είναι κατασκευασμένα από ασβεστόλιθο και σκουρόχρωμη πέτρα, ενώ χαρακτηριστικά και σωματότυπος δείχνουν έναν νεαρό άνδρα ήρεμο και καλοσχηματισμένο. Στην ξύλινη βάση αναγράφονται το όνομά του και οι τίτλοι του, Νομάρχης, Ιερέας της Μάατ και Μέγας Σύμβουλος.
11η Δυναστεία – Οι δορυφόροι της Ασιούτ
Σε μια μήκους 169,5 και πλάτους 62 εκατοστών ξύλινη βάση, 40 ξύλινοι χρωματισμένοι Αιγύπτιοι στρατιώτες ύψους 59 εκατοστών είναι παραταγμένοι σε δέκα σειρές των τεσσάρων δορυφόρων κάθε μία, με χρώμα δέρματος έναν τόνο πιο σκούρο από το σύνηθες των Φαραώ και των ευγενών.
Γυμνόστηθοι και ανυπόδητοι φορούν λευκή φούστα με προεξέχοντος ύψους ζώνη κρατώντας δόρατα στο δεξί και στο αριστερό ασπίδες ζωγραφισμένες σαν δέρματα ζώων, μοναδικό ανομοιόμορφο στοιχείο της ομάδος. Παρότι τα πρόσωπα διαφέρουν, τα πελώρια ζωγραφισμένα μάτια με την μαύρη γραμμή ολόγυρα καθιστούν ομοιόμορφα τα βλέμματα.
Οι στρατιώτες βρέθηκαν στον τάφο του πρίγκηπα Μεσέχτι, στην νεκρόπολη της Ασιούτ, πρωτεύουσας της 13ης Επαρχίας της Άνω Αιγύπτου με ισχυρούς δεσμούς με την γειτονική της Κάτω Αίγυπτο στον Βορρά. Η ονομασία της πόλεως που σημαίνει «Φύλακας» υποδηλώνει και τον ακριτικό της χαρακτήρα.
Ο Μεσέχτι ήταν διοικητής της νεκροπόλεως που στους ελληνορωμαϊκούς χρόνους ονομάστηκε Λυκόπολις -ο λυκόμορφος Ουπουαούτ που οδηγεί την ηλιακή βάρκα του Ήλιου στο μεγάλο νυχτερινό ταξίδι όπως και ο συχνά εμφανιζόμενος με κεφάλι λύκου Όσιρις είναι αμφότεροι νεκρικοί θεοί- στο τέλος της 11ης Δυναστείας, λίγο μετά το 2000 π.Χ.
Με την κατάρρευση της κεντρικής κυβερνήσεως του Μεσαίου Βασιλείου ξεκίνησε το 2181 π.Χ. η διάρκειας 141 ετών Πρώτη Ενδιάμεση Περίοδος όταν οι Νομάρχες κατείχαν μεγαλύτερη δύναμη από τον βασιλέα, και η απεικόνιση των στρατών που είχαν στην διάθεσή τους, κολάκευαν την αίσθηση ημι-ανεξαρτησίας τους.
12η Δυναστεία – Οσιριακά σταυρωμένα χέρια
Στην μουμιοποίηση, τα χέρια του νεκρού διπλώνονται συνήθως σταυρωτά στο στήθος, όπως απεικονίζεται συχνά ο θεός του Άλλου Κόσμου και της μεταθανάτιας ζωής Όσιρις.
Στο Καρνάκ, έναν κολοσσιαίο άγαλμα από χρωματισμένο αμμόλιθο ύψους 4,70 μέτρων παριστάνει τον Σέσωστρι Α’ που βασίλευσε μεταξύ 1974 και 1929 π.Χ. Σε Οσιριακή στάση, έχει τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος με σφιγμένες γροθιές που κρατούν το καθένα από ένα ανκχ, το σταυρόμορφο Κλειδί της Ζωής και σύμβολο της ζωοποιού δυνάμεως των θεών.
Όπως και ο Όσιρις, ο δεύτερος Φαραώ της 12ης Δυναστείας, φορά το λευκό κωνικό στέμμα της Άνω Αιγύπτου. Στο πρόσωπό του κυριαρχούν δύο μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, πλατιά μύτη και σαρκώδη χείλη που ζωγραφίζουν ένα μυστηριώδες χαμόγελο.
18η Δυναστεία – Η γενειοφόρος καλλονή
16 Ιανουαρίου 1458 π.Χ. Πεθαίνοντας στα 50 της από καρκίνο των οστών η 5η Φαραώ της 18ης δυναστείας Χατσεπσούτ, ο διάδοχός της Τούθμωσις Γ’ διατάζει να καταστραφούν όλα τα αγάλματά της και να σβηστεί το όνομά της από κάθε επιγραφή, παίρνοντας έτσι εκδίκηση από την μητριά και θεία του που του επιβλήθηκε όταν στις 24 Απριλίου 1479 π.Χ. ανακηρύχθηκε συμβασίλισσα στην διαδοχή του Τούθμωση Β’.
Επί 3.280 χρόνια ο 6ος Φαραώ της δυναστείας των Τουθμωσίδων θα καταφέρει να πετύχει το στόχο του, ώσπου το 1822 οι αρχαιολόγοι αποκρυπτογραφούν το όνομά της σε επιγραφή συγκροτήματος των νεκρικών ναών και τάφων του Ντεΐρ Αλ Μπάχρι, του «Μοναστηριού της Θάλασσας». Το 1926, στις ανασκαφές του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης θα βρεθεί μια κεφαλή από ασβεστόλιθο ύψους 61 εκατοστών η οποία κάποτε κοσμούσε ένα κολοσσιαίο άγαλμα της Χατσεπσούτ.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου μαρτυρούν μια εύθραυστη ομορφιά με αμυγδαλωτά μάτια βαμμένα με κολ, είδος άι-λάινερ από αντιμόνιο το οποίο φοριέται ακόμη από Αφρική μέχρι Ινδία για προστασία των μωρών από την βασκανία, ως καλλυντικό, για να τονώνει το περίγραμμα των ματιών, και να σκουραίνει βλέφαρα και βλεφαρίδες ως μάσκαρα.
Οι κόρες των ματιών είναι διεσταλμένες εκπέμποντας αθωότητα, ενώ ενδιαφέρον προκαλεί το κόκκινο χρώμα του προσώπου. Αυτό συναντάται μόνο σε ανδρικά πρόσωπα, και επελέγη αυτή η «οσιριακή» μορφή για να δοθεί έμφαση στο αξίωμα του Φαραώ που έφερε η Χατσεπσούτ. Για τον ίδιο λόγο προστέθηκε και η μπλε απόχρωσης τεχνητή γενειάδα που υποδηλώνει την θεϊκή φύση του βασιλιά. Φαίνεται ακόμη ότι φορούσε το Διπλό Στέμμα, σύμβολο της Ένωσης Άνω και Κάτω Αιγύπτου.
18η Δυναστεία – Οινοπροσφορά
Τρίτη χιλιετία π.Χ. Οι Αιγύπτιοι εισαγάγουν την αμπελουργία από τον Λεβάντε, πιθανότατα από την Χαναάν.
Ο αιγυπτιακός οίνος είναι κυρίως ερυθρός και το ομοιόχρωμο με το αίμα το καθιστά ιερουργικό υλικό, κυρίως για προσφορά στους θεούς. Πριν τον Ψαμμήτιχο Α’, λέει ο Πλούταρχος, οι Φαραώ ούτε έπιναν ούτε πρόσφεραν οίνο στους θεούς, πιστεύοντας πως είναι το αίμα των σκοτωμένων εχθρών των θεών, για αυτό και προκαλεί μέθη και τρέλα. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι προσφορά οίνου έχουμε πολύ πριν την 26η Δυναστεία.
Ήδη από την 18η Δυναστεία, ο ρωμαλέος πολεμιστής Φαραώ Αμενχοτέπ Β’ ο οποίο βασίλευσε μεταξύ 1427 και 1401 π.Χ. απεικονίζεται, με το όνομα του γραμμένο στην ζώνη του, σε κόκκινο γρανίτινο άγαλμα που βρέθηκε στον ναό του Άμμωνος στο Καρνάκ να προσφέρει γονατιστός δύο σφαιροειδείς φιάλες οίνου, πιθανότατα στον θεό Νου, τον αρχαιότερο του Αιγυπτιακού πανθέου.
18η Δυναστεία – Η μονοθεϊστική επανάσταση του Ακενατόν
Το 1348 π.Χ. ο Αμένοφις Δ’ μεταφέρει την πρωτεύουσα από τις Θήβες στην πόλη Ακχετατόν, αφιερωμένη αποκλειστικά στον ύψιστο θεό δημιουργό Ατόν, έχοντας συγκρουστεί με το παλαιό πολυθεϊστικό ιερατείο. Εκεί, έχοντας πάρει το όνομα Ακενατόν επιβάλλει την ενοϊστική/μονοθεϊστική θρησκεία του θεού του φωτός, ο οποίος δεν θα λατρεύεται πλέον στο μισοσκόταδο, αλλά σε δημόσιους υπαίθριους χώρους.
Ο Ακενατόν θα φέρει μια τεράστια επανάσταση. Όχι μόνο θρησκευτική και λατρευτική, αλλά και καλλιτεχνική, καθώς για πρώτη φορά τα μέλη της βασιλικής οικογένειας δεν απεικονίζονται εξιδανικευμένα αλλά ρεαλιστικά. Έτσι, στο διασωθέν άνω μέρος του κολοσσιαίου, ύψους άνω των πέντε μέτρων αγάλματός του που θα βρεθεί το 1926, παριστάνεται με μακρύ πρόσωπο και προγναθισμό που με την βασιλική τεχνητή γενειάδα δείχνουν εντονότερα. Κρατά χιαστί στο στήθος τα δύο σύμβολα της φαραωνικής εξουσίας, στο ένα χέρι την ποιμαντική ράβδο από ζαχαροκάλαμο που συναντάμε κατά την αρχαιότητα ήδη από τον Μωυσή προτού φθάσει στους Χριστιανούς ιερείς, ή χέκα που σημαίνει «κυβερνήτης» και που αργότερα θα διακοσμείται με χρυσές και μπλε ταινίες, και στο άλλο μαστίγιο με κοντή λαβή και τρία σκέλη με χάντρες και φούντες. Έτσι, ο Φαραώ εμφανίζεται ως Ποιμήν και ως Τιμωρός, αγαθοεργός και θεματοφύλακας της τάξεως.
18η Δυναστεία – Κανωπικά Αγγεία
Ο Αμυκλαίος Τρωικός ήρωας, πλοηγός του Μενέλαου Κάνωπος, πεθαίνει λέει ο μύθος και θάβεται σε νησί στο Δέλτα του Νείλου, την Νήσο του Κανώπου. Το όνομά του θα πάρει η κοντινή πόλη Κάνωπος, 25 χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης που θα ονομαστεί Αλεξάνδρεια.
Από την Κάνωπο που θα βυθιστεί τον 8ο αιώνα π.Χ. από παλιρροϊκά κύματα, θα ονομαστούν τα «κανωπικά αγγεία» όπου τοποθετούνται τα σπλάχνα του νεκρού μετά την μουμιοποίησή του.
26 Νοεμβρίου 1922. Ο αρχαιολόγος Χάουαρντ Κάρτερ και ο Λόρδος Κάρναρβον ανακαλύπτουν στην Κοιλάδα των Βασιλέων τον μοναδικό ασύλητο τάφο του Τουταγχαμών, όπου ετάφη το 1323 π.Χ. ο 19χρονος Φαραώ ο οποίος επανέφερε την λατρεία των θεών που είχε προσβάλει ο προκάτοχός του Ακενατόν. Ο Κάρναρβον θα πεθάνει μυστηριωδώς 4 μήνες και 7 ημέρες αργότερα, ανοίγοντας τον μακάβριο χορό των μυστηρίων θανάτων που σχετίζονται με την «Κατάρα του Φαραώ». Μαζί ανακαλύπτεται και το ξύλινο κανωπικό κιβώτιο -παλαιότερα κατασκευάζονταν από πέτρα και κατόπιν από γρανίτη- με τέσσερα αγγεία. Καθένα από τα τέσσερα Κανωπικά αγγεία με την ανθρωπόμορφη κεφαλή αντιστοιχεί σε έναν γιο του Ώρου και την θεά που τον προστατεύει, περιέχοντας ισάριθμα εσωτερικά όργανα. Το κανωπικό αγγείο του Ιμσέτ και της Ίσιδος περιέχει το συκώτι του νεκρού, του Χαπί και της Νέφθυδος τους πνεύμονες, του Ντουαμουτέφ και της Νηίθ το στομάχι και του Κεμπεχχενούφ και της Σέλκιδος τα έντερα, ενώ η καρδιά παραμένει στο μουμιοποιημένο σώμα.
18η Δυναστεία – Κυνόμορφοι ψυχοπομποί
Προ 34 εκατομμυρίων χρόνων η οικογένεια των Κυνίδων διαχωρίστηκε σε τρεις υποοικογένειες, μεταξύ τους οι Κυνίνες από όπου προέρχονται η αλεπού και τα είδη του γένους των Κυνών σκύλος, τσακάλι, λύκος και ντίνγκο. ΗΗ πτωματοφαγία κάποιων από αυτά ήταν ο λόγος που σύχναζαν στα νεκροταφεία. Έτσι, τα σαπροφάγα αυτά ζώα ταυτίστηκαν ανά την υφήλιο με τον θάνατο, προσφέροντας ωστόσο πολύτιμες υπηρεσίες στον άνθρωπο καθώς η παρέμβασή τους στην διαδικασία της αποσύνθεσης περιόριζε την εξάπλωση νόσων.
Οι Αζτέκοι είχαν τον θεό του Θανάτου και της Νύχτας Χολότλ που έστελνε τους άτριχους σκύλους χολότι να συνοδεύουν τους θνητούς στον μεταθανάτιο κόσμο και για αυτό στις κηδείες οι παριστάμενοι τα θανάτωναν και τα έτρωγαν τελετουργικά.
Οι Νόρντικ είχαν τον θηριώδη γιο του Λόκι, τον λύκο Φενρίρ , του οποίου η απελευθέρωση από τα δεσμά θα φέρει το Λυκόφως των Θεών. Στην Ελληνική μυθολογία ο τρικέφαλος Κέρβερος φυλάει την είσοδο του Άδη. Στην Ιαπωνία οι Κιτσούνε είναι οι ευεργέτες ζένκο και οι κακεργέτες γιάκο αλεπούδες. Και στην Ιρλανδία, μορφές που παίρνει η θέα του θανάτου Μόρριγκαν είναι λύκου και τσακαλιού.
Στην Αίγυπτο, ο θεός του θανάτου Άνουβις παριστάνεται με μορφές σκύλου και τσακαλιού. Ένα κυνόμορφο άγαλμα του Άνουβη με χρυσή κορδέλα στο στήθος να κάθεται πάνω σε ένα κιβώτιο θα βρεθεί το 1922 στον τάφο του Τουταγχαμών.
Στην ιερογλυφική, ο ηλιακός δίσκος στο κεφάλι διαβάζεται ως «ρα», το αγόρι ως «μες» και το καλάμι ως «σου». Χάρη στην αποκρυπτογράφηση της από τον Γάλλο αιγυπτιολόγο Ζαν Φρανσουά Σαμπολιόν το 1822 θα απαντηθεί το αίνιγμα του γρανίτινου αγάλματος που θα βρεθεί στις ανασκαφές του 1934 στην Τάνιδα ενός άλλου Γάλλου αιγυπτιολόγου, του Πιερ Μοντέ. Το αγόρι με τον ηλιακό δίσκο στο κεφάλι και το καλάμι στο αριστερό του χέρι διαβάζεται ως «ρα» – «με» – «σου» και όλο μαζί «Ραμσής».
19η Δυναστεία – Αίνιγμα σε γρανίτη
Το άγαλμα βρισκόταν στα ερείπια ενός εργαστηρίου όπου είχε δοθεί για επιδιόρθωση, καθώς το σμιλευμένο σε ασβεστόλιθο ράμφος του γερακιού θα βρεθεί σε διπλανό δωμάτιο του κατασκευασμένου από άψητα τούβλα εργαστηρίου.
Το γεράκι συμβολίζει τον θεό Χωρ, τον Ώρο των Ελλήνων, λέξη ομόηχη του «χορ» που σημαίνει ουρανός, εκεί όπου πετά το θεϊκό γεράκι, με το δεξί του μάτι να συμβολίζει τον ήλιο και την ισχύ και το αριστερό την σελήνη και την θεραπεία. Ο Ώρος προστατεύει τον Φαραώ στην επίγειο ζωή, όπως αντίστοιχα στην μεταθανάτιο ζωή τον προστατεύει ο Όσιρις.
Ο ρόλος του συγκεκριμένου αγάλματος είναι και προπαγανδιστικός. Δείχνει την «νομιμότητα» της βασιλείας του Ραμσή Β’ καθώς προστατεύεται από τον «Απόλλωνα» των Αιγυπτίων ο οποίος όμως Ώρος είναι και θεός των Συριακών λαών που τον δανείστηκαν από τους Αιγυπτίους. Και όπως είναι γνωστό, ο ισχυρότερος ηγεμόνας όλων των Αιγυπτίων εκστράτευσε από το 5ο ως το 9ο έτος της 66χρονης βασιλείας του στην Συρία, όπου και έδωσε το 1274 π.Χ. επί του Ορόντη την ιστορική μάχη του Καντές.
26η Δυναστεία – Ο Τάφος του Ψαμμήτιχου
Τρεις από τους έξι Φαραώ της 26ης Δυναστείας, η οποία θα διαρκέσει από το 664 π.Χ. ως το 525 π.Χ. θα ονομαστούν Ψαμμήτιχος, όνομα που θα πάρει και ο αρχιγραφέας, Επόπτης της Σφραγίδας και κυβερνήτης των Ανακτόρων της λεγόμενης Σαϊτικής Περιόδου, από την Σάιδα όπου μεταφέρθηκε για δεύτερη φορά το 664 π.Χ. η πρωτεύουσα των Φαραώ.
Στον τάφο του αρχιγραφέα θα βρεθούν τρία σχιστολιθικά αγάλματα υψηλής ποιότητας και αισθητικής. Το πρώτο είναι της καθήμενης Ίσιδος με τα χέρια να αναπαύονται στα γόνατα και το ανκχ στο δεξί της χέρι. Φορά το στέμμα τη Αθώρ με τον ηλιακό δίσκο ανάμεσα σε δύο κέρατα αγελάδας. Το ήρεμο πρόσωπό της κοσμούν λεπτά χαρακτηριστικά και ένα αδιόρατο χαμόγελο.
Λεπτά είναι και τα χαρακτηριστικά του Ψαμμήτιχου στο δεύτερο άγαλμα που προστατεύεται από την ουράνια θεά Αθώρ μεταμορφωμένη στο ιερό της ζώο, την αγελάδα η οποία φορά την χαρακτηριστική κορώνα της, τον ηλιακό δίσκο ανάμεσα στα κέρατα.
Το τρίτο άγαλμα παριστάνει τον Όσιρι μουμιοποιημένο έχοντας ελεύθερα μόνο τα χέρια του με τα οποία κρατά τα σύμβολα της εξουσίας, μαστίγιο στο δεξί και ράβδο στο αριστερό. Όπως και της Ίσιδος, τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι λεπτά με το ίδιο αδιόρατο χαμόγελο.
Πτολεμαϊκό Βασίλειο – Ο Σέραπις
Το 305 π.Χ. ο στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου Πτολεμαίος, γνωστός εδώ και ένα χρόνο με το επώνυμο Σωτήρ που του απέδωσαν οι Ρόδιοι, ιδρύει το Πτολεμαϊκό Βασίλειο της Αιγύπτου, με την δυναστεία του, την τελευταία της αρχαίας Αιγύπτου, να εκτείνεται ως το 30 μ.Χ. και την Κλεοπάτρα.
Επί της βασιλείας του θα επιδιωχθεί η θρησκευτική ενοποίηση Ελλήνων και Αιγυπτίων, η οποία δεν έγινε δυνατή από τον Αλέξανδρο μέσω της λατρείας του Άμμωνος. Αυτήν την φορά ο Πτολεμαίος Α’ θα ευνοήσει την λατρεία του Σεράπιδος. Ο Σέραπις ή Ασερχάπι ονομάστηκε έτσι από τον θεωθέντα βασιλέα του Άργους Άπι και τον Όσιρι. Ο εγγονός του Σωτήρος, Πτολεμαίος Γ’ ο Ευεργέτης, θα ανεγείρει το περίφημο Σεραπείον της Αλεξάνδρειας, τον ξακουστότερο ναό του Σεράπιδος του οποίου το άγαλμα θα φιλοτεχνήσει ο Έλληνας γλύπτης Βρύαξις.
Ο Σέραπις λατρεύεται ως θεραπευτής και ως θεός του Άλλου Κόσμου. Συνήθως παριστάνεται γενειοφόρος με μπούκλες να πέφτουν στο μέτωπο σαν ακτίνες καθώς σταδιακά από θεός του Κάτω Κόσμου θα λατρεύεται και ως θεός Ήλιος και με έναν κυλινδρικό κάλαθο, το μόδιον που χρησιμευει και ως μέτρο ζύγισης των σιτηρών, στην κορυφή της κεφαλής. Το 385 μ.Χ. θα ισοπεδωθεί το Σεραπείον της Αλεξάνδρειας και η λατρεία του θα απαγορευθεί.
Κατηγορίες:ΑΦΡΙΚΗ