
«Ο Θάνατος της Αλκήστιδος» της Angelica Kauffman (1741 – 1807)
Στις 17 και 18 Ιουλίου το Εθνικό θα ανεβάσει στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου την «Αλκήστιδα» του Ευριπίδη σε σκηνοθετική επιμέλεια Θωμά Μοσχόπουλου με την Μαρία Σκουλά (Άλκηστις) τον Χρήστο Λούλη (Άδμητος) και τον Αργύρη Ξάφη (Ηρακλής) σε μια παράσταση που σύμφωνα με όσα έχουν ήδη γίνει γνωστά, επιφυλάσσει στους θεατές αρκετούς «νεωτερισμούς» από τα σκηνικά μέχρι τα κοστούμια και την χορογραφία. Δεν θα μπορέσω να την παρακολουθήσω παρότι θα το ήθελα, καθώς έχω ήδη βγάλει εισιτήρια για να ταξιδέψω εκείνες τις μέρες, ωστόσο μου γεννήθηκαν διάφορες σκέψεις με αφορμή αυτήν την παράσταση. Όχι τόσο για το αν θα επαναλάβει ή όχι το Εθνικό τον περυσινό του θρίαμβο με την Πατεράκη πάνω στον Σοφοκλή και τους Μαρμαρινό ως Οιδίποδα, την Καραμπέτη ως Αντιγόνη και την Μιχαλοπούλου ως Ισμήνη ή εάν αποδόθηκε με «συνέπεια» και «πιστότητα» ή αντιθέτως «αυθαίρετα» ή «βλάσφημα» ένα τύποις «σατυρικό» δράμα (πιο πολύ παραπέμπει σε τραγικωμωδία με την ευγενική Άλκηστη και τον μισομεθυσμένο Ηρακλή) όσο για το ίδιο το πνεύμα που διέπει το σύνολο των έργων του Ευριπίδη και που πάντα προσφέρεται για φιλοσοφικούς και θεολογικούς στοχασμούς.
Κάθε φορά που παρακολουθώ ένα έργο του Ευριπίδη θυμάμαι τα σχολικά μου χρόνια και τα όσα μαθαίναμε στο Λύκειο για τον «από μηχανής Θεό»: αυτό το εφεύρημα για το οποίο γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες από αναλυτές, φιλόλογους, φιλόσοφους, θεολόγους, κ.λπ., το οποίο είναι σήμερα παγκοσμίως γνωστό -και με κατά πολύ ευρύτερη τη χρήση και σημασία- με την λατινική του απόδοση («deus ex machina») και για το οποίο ο Ευριπίδης κατηγορήθηκε (με πρώτον και καλύτερο τον Αριστοφάνη και την ανελέητη σάτιρά του) ότι αναζητούσε την «εύκολη λύση» αντί του να «παιδέψει» παραπάνω την πλοκή.
Όταν για πρώτη φορά λοιπόν παρακολούθησα Ευριπίδη, υπήρξα προκατειλημμένος ότι θα έβλεπα το μέχρι κεραίας πρότυπο του Αριστοτέλειου ορισμού της τραγωδίας (Ἐστὶν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν) και ειδικά ως προ το τελευταίο σκέλος του ορισμού, αυτό το τόσο προβλέψιμο «happy ending» εν είδει κάθαρσης. Παρότι οι φιλόλογοι θεωρούν ως πρότυπο αυτού του ορισμού τον Αισχύλο, η εμμονή του Ευριπίδη με τον «από μηχανής θεό» που θα δώσει αυτό το «happy ending» μου θύμιζε πολύ περισσότερο αυτόν τον ορισμό, αλλά τα πρώτα χρόνια που παρακολουθούσα παραστάσεις ελληνικού δράματος, ταυτόχρονα με απογοήτευε κιόλας: αυτός ο θεός που κατέβαινε «από το πουθενά» από τον κόσμο του αοράτου που στην ελληνική θρησκεία ήταν τόσο άμεσο και καθημερινό μου θύμιζε ευρήματα του ελληνικού κινηματογράφου στα μέσα του 20ου αιώνα ή ακόμη περισσότερο του Bollywood, όπου άλλοτε ο «πλούσιος θείος», άλλοτε η «θεία από το Σικάγο» άλλοτε το πάθημα/οργή Θεού του «κακού» (ο οποίος συχνά παρουσιαζόταν ως κακός εξ αγνοίας και αμαθείας, άρα έπαιζε και ρόλο «τραγικού προσώπου») άλλοτε μια σειρά απίστευτων συμπτώσεων καθοδηγούμενων από μια αόρατη Nέμεση για τους κακούς και ένα αγαθοποιό πνεύμα για τον πρωταγωνιστή, έφερναν «τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» και οι ήρωες που υπό άλλες συνθήκες θα σκέφτονταν μέχρι και την αυτοκτονία στο τέλος, όπως θα έλεγε η Μελίνα Μερκούρη ως Ίλια στον έκπληκτο Ζυλ Ντασέν – Homer στο «Ποτέ την Κυριακή», η Μήδεια δεν σκοτώνει τα παιδιά της «πάνε όλοι μαζί στην παραλία».
Ο Ευριπίδης, αφού πρώτα περιέπλεκε με δεξιοτεχνία μεν αλλά και πολυπλοκότητα την υπόθεση, έδινε την εντύπωση πως στο τέλος χανόταν και αυτός ο ίδιος. Οδηγούσε την υπόθεση μαθηματικά προς το αδιέξοδο, αποκλείοντας κάθε «λογική» για τα ανθρώπινα μέτρα λύση ώστε το αίσθημα «ελέου και φόβου» να φθάνει στο κατακόρυφο. Κι όταν το κουβάρι δεν μπορούσε πια να ξεμπλέξει κανένας άλλος, εμφανιζόταν ένα κατά κανόνα θεϊκό πρόσωπο, με του οποίου την παρέμβασή ερχόταν η κατάλληλη λύση στο αδιέξοδο και το έργο μπορούσε πλέον να ολοκληρωθεί. Αυτό το πρόσωπο ονομάστηκε «ο από μηχανής θεός» διότι εμφανιζόταν στη σκηνή του θεάτρου με τη βοήθεια της «μηχανής», ενός ξύλινου γερανού για να φαίνεται ότι κατεβαίνει από ψηλά, τον κόσμο των Ολύμπιων και ότι συντελείται έτσι μια «επιφάνεια» (εμφάνιση ενός θεού στους θνητούς).
Ο «από μηχανής θεός» του Ευριπίδη είναι σχεδόν πάντοτε και διαφορετικός. Στην Αλκήστιδα είναι ο Ηρακλής, στις Ικέτιδες και την Ιφιγένεια εν Ταύροις η Αθηνά, στην Ελένη και στην Ηλέκτρα οι Διόσκουροι, στον Ορέστη ο Απόλλων, στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι η Άρτεμις, στις Βάκχες ο Διόνυσος, κ.λπ.
Ένα άλλο πράγμα που με απογοήτευε ακόμη στην ιδέα του «από μηχανής θεού» στον Ευριπίδη, ήταν πως την λύση έδιναν αφενός μεν θεοί, ενίοτε και ημίθεοι (άρα οι θνητοί εμφανίζονταν ως ανίσχυροι και ανίκανοι) και ακόμη περισσότερο την έδιναν θεοί ξεπεσμένοι παρουσιαζόμενοι με τα ελαττώματα των θνητών: δολοπλόκοι, ζοχαδιασμένοι, ερωτομανείς, εκδικητικοί. Ακόμη και ο δημοφιλής στους θνητούς ημίθεος Ηρακλής που ήταν ο από μηχανής θεός στην Αλκήστιδα εμφανιζόταν μεθυσμένος και άσχετος αρχικά με τα διαδραματιζόμενα.
Και όμως, ίσως ακριβώς αυτή η «λεπτομέρεια» – «αντίφαση» να είναι το «κλειδί» για τον ρόλο του «από μηχανής Θεού».
Οι θεοί είναι που όχι μόνο προλογίζουν συχνά τα δράματα (π.χ. η Πάνδημη Αφροδίτη τον Ιππόλυτο Στεφανηφόρο ή ο Απόλλων την Αλκήστιδα) αλλά εξίσου συχνότατα είναι και οι πρόξενοι των δεινών (π.χ. η Άρτεμις ζητά ανθρωποθυσία στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι, ο Απόλλων εξαπατά την Κρέουσα στον Ίωνα, η Αφροδίτη στον Ιππόλυτο γεννά στην Φαίδρα ερωτική επιθυμία για τον θετό της γιο της, κ.λπ.).
Ένα συμπέρασμα λοιπόν που προκύπτει, είναι ότι στον Ευριπίδη, οι πρόξενοι του προβλήματος είναι και αυτοί που θα δώσουν τη λύση: οι θεοί. Πρόκειται όμως για θεούς με ανθρώπινα πάθη. Έτσι, αν τα ανθρώπινα πάθη δημιουργούν τα προβλήματα (π.χ. ο «άσχετος» και «άδικος» Δίας όπως τον κατηγορεί ο Αμφιτρύων στον Ηρακλή) κατ’ αναλογία είναι ο «δυνάμει θεός» άνθρωπος ο οποίος θα δώσει την λύση. Διότι, οι θεοί των ελληνικών μύθων έχουν σχεδόν κατά κανόνα, δύο όψεις: την καλή και την κακή ή σωστότερα την «ανώτερη» και την «κατώτερη».
Αυτό το τελευταίο συμπέρασμα δεν είναι παιχνίδι λογικής ούτε σόφισμα. Ισχύει για παράδειγμα στον Γνωστικισμό. Οι κατώτεροι και οι ανώτεροι θεοί ενυπάρχουν στον άνθρωπο. Αν τώρα αυτός ακούσει τον θεό αυτόν ή τον άλλον, είναι «δικό του θέμα». Αν θα υπακούσει στον καταστροφέα Απόλλωνα («ἀπαλλάττων καὶ ἀπολύων» -από το απόλλυμι- είτε από το κακό είτε από τη ζωή με το «τόξο») ή το πρότυπο της τελειότητας και του φωτός, αν θα υπακούσει στην λαγνεία («Πάνδημος Αφροδίτη») ή στον υψιπετή έρωτα («Ουράνια Αφροδίτη») δηλαδή εξαρτάται από τον ίδιο.
Ουσιαστικά, τα πάθη του ήρωα θα τον οδηγήσουν στον στοχασμό, στον διαλογισμό ώστε με την «ανακάλυψη» και την «κατανόηση» να απελευθερωθεί από τα δεσμά της άγνοιας. Από τον «κακό δαίμονα» που κρύβει, τις μικρότητές του, να ανακαλύψει τον «ανώτερο θεό» που επίσης κρύβει. Είτε για τα μικρά είτε για τα μεγάλα της ζωής, διότι «Ιφιγένειες» και «Ηλέκτρες» και «Ιππόλυτους» έχουμε καθημερινά, στην πολιτική, στην εργασία, στον έρωτα, στο tv watching… Παντού…
Με βάση αυτά τα δεδομένα, είναι πιθανό να μην αποτελεί ο «από μηχανής Θεός» την λύση στο αδιέξοδο που έχει φθάσει ο δραματουργός αλλά υπέρβαση των ορίων του ίδιου του θνητού, αυτό που ο Νίτσε θα ονόμαζε θρίαμβο της βούλησης και ο Χριστιανισμός «πίστη που μετακινεί και βουνά». Και στις 2 περιπτώσεις έχουμε ταύτιση του θείου με το ανθρώπινο, στην μεν πρώτη περίπτωση την επίγνωση του ανθρώπου ότι αυτός ο ίδιος είναι ο Θεός και στην δεύτερη ότι μετέχει του θείου. Αυτή η δεύτερη περίπτωση είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλοί βλέπουν «χριστιανική» ματιά στο Ευριπίδη, κάνοντας λόγο για «ειρωνεία» της αλαζονείας του ανθρώπου που πιστεύει πως μόνος του μπορεί να καταφέρει τα πάντα. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε πως το θέατρο είχε πρωτίστως θρησκευτικό και όχι μόνο παιδευτικό χαρακτήρα.
Σε 4 από τα σωζόμενα δράματά του (Άλκηστις, Ανδρομάχη, Βάκχαι, Ελένη) και σε ένα πέμπτο με παραλλαγμένο των πρώτο στίχο (Μήδεια) υπάρχει το πεντάστιχο που δηλώνει ότι τα πάντα βρίσκονται στα χέρια του Θεού:
«Πολλαί μορφαί τών διαμονίων,
πολλά δ’ αέλπως κραίνουσι θεοί,
καί τά δοκηθέντ’ ουκ ετελέσθη,
των δ’ αδοκήτων πόρον εύρε θεός.
Τοιόνδ’ απέβη τόδε πράγμα».
(«Πολλές είναι οι όψεις των δαιμονίων.
πολλά τελειώνουν ανέλπιστα οι θεοί,
τα αναμενόμενα δεν ήλθαν
ενώ για να αναπάντεχα βρίσκει ο Θεός τον τρόπο.
Αυτό το τέλος είχε η υπόθεση»).
Με τον «από μηχανής» ο Ευριπίδης δεν εξισώνει όπως οι άλλοι τραγικοί τους θεούς με τους ανθρώπους αλλά τους ανεβάζει ψηλά με ενδιαφέρον για τον άνθρωπο για τον οποίο κατέρχεται ο θεός ή ο ημίθεος ακόμη και στο Άδη ( όπως ο Ηρακλής στην Αλκήστιδα) από αγάπη γι αυτόν, σε ένα ψήγμα «Προμηθεϊσμού» και «Χριστιανισμού».
Η Άλκηστις, ήταν κόρη του Πελία, του βασιλιά της Ιωλκού και εξαδέλφη του Ιάσονα. Ήταν η πιο όμορφη από τις τρεις κόρες του Πελία και δεχόταν πολλές προσφορές γάμου από διάφορους πρίγκιπες και βασιλιάδες. Ο Πελίας γνώριζε ότι οι συνεχείς αρνήσεις της κόρης του σε όλους εκείνους τους ισχυρούς μνηστήρες θα μπορούσαν να απειλήσουν τη θέση του, κι έτσι επινόησε έναν άθλο που ο μνηστήρας θα έπρεπε να φέρει σε πέρας προτού παντρευτεί την κόρη του. Η πρόκλησή για τον επίδοξο μνηστήρα ήταν να δαμάσει ένα αγριογούρουνο και ένα λιοντάρι μαζί σε ένα άρμα και να κάνει βόλτα γύρω από μια πίστα. Ο βασιλιάς των Φερών Άδμητος είχε ένα πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους μνηστήρες της Άλκηστης: την εύνοια του θεού Απόλλωνα και με την βοήθειά του Απόλλωνα, ολοκλήρωσε τον άθλο του Πελία και παντρεύτηκε την Άλκηστη. Ο Άδμητος όμως αρρώστησε και φάνηκε ότι θα πέθαινε. Για άλλη μια φορά ο Απόλλωνας ήρθε να τον βοηθήσει. Ο θεός μεσολάβησε στις τρεις Μοίρες, Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος, και τις έπεισε να σώσουν τη ζωή του Άδμητου με την προϋπόθεση ότι κάποιος άλλος θα έπρεπε να πεθάνει στη θέση του. Ο Άδμητος δεν σκέφτηκε πολύ τις επιπτώσεις αυτής της συμφωνίας και συμφώνησε αμέσως. Ωστόσο, ούτε οι φίλοι του, ούτε οι γονείς του ήταν ενθουσιώδεις να θυσιάσουν τη ζωή τους γι ‘αυτόν. Μόνο η Άλκηστη προσέφερε τον εαυτό της ως την αντικαταστάτρια.
Όταν όμως ο Άδης επιχείρησε να πάρει την Άλκηστη μακριά, τότε εξουδετερώθηκε μετά μάχη με τον Ηρακλή ο οποίος ανάγκασε τον Άδη να παραδώσει την Άλκηστη στον σύζυγό της, και να αποκαταστήσει την ευτυχία στη ζωή τους.
Σε ένα πρώτο επίπεδο έχουμε μια γυναίκα που θυσιάζεται για τον άνδρα της. Σε ένα δεύτερο ο Ευριπίδης τονίζει τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας έξω από τα παραδοσιακά της καθήκοντα, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες μέχρι αυτοθυσίας.
Για τους λόγους αυτούς θεωρώ τον ήρωα της «Αλκήστιδος (το αρχαιότερο από τα σωζόμενα δράματα του Ευριπίδη αφού παραστάθηκε το 438) τον Άδμητο, ως το δυσκολότερα εξηγήσιμο πρόσωπο ήρωα/αντιήρωα από όλη την ελληνική τραγωδία. Και από το πιο ενδιαφέροντα.
Υπ΄ αυτή την έννοια η παρακολούθηση (ή και η ανάγνωση) του συγκεκριμένου δράματος είναι μια τεράστια πρόκληση για τον νου και την φαντασία και απαιτεί πολλά εφόδια γνώσεων.
Κατηγορίες:ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ, ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ, ΘΕΑΤΡΟ, ΤΕΧΝΗ, ΤΡΑΓΩΔΙΑ
…..τωρα φταιω εγω να σου θυμισω την ινδιανικη παροιμια? »γιε μου, μεσα μας εχουμε δυο λυκους: τον καλο και τον κακο που δινουν ανελεητη μαχη» »Ποιος λυκος θα κερδισει?», ρωταει ο ιυος. »Εκεινος που τα ταιζεις» απαντα ο πατηρ.
Με τις υγειες μας, λεω εγω…
Καλά τα λέει ο ινδιάνος, αδελφή.
Οι δυσκολίες όμως είναι πολλές.
Εδώ ο κακός λύκος φορά προβιά, δεν θα προσποιηθεί τον καλό λύκο; Άρα, χρειάζεται πρώτα απ΄ όλα οξυδέρκεια (αυτό ακριβώς που εννοεί η λέξη: κοφτή διεισδυτική ματιά) εγρήγορση και διάκριση για να ξέρεις ποιόν από τους δύο ταϊζεις
Ένα δεύτερο είναι η αποφασιστικότητα. Να είσαι αμείλικτος και να μη νοιαστείς για το αν αλυχτάει ο κακός λύκος. Δεν ξέρω αν έχεις ακούσει λύκο (πραγματικό εννοώ) υποθέτω πως ναι. Σε «υπνωτίζει» το ουρλιαχτό του και τον λυπάσαι (λυπάσαι δηλαδή τον κατώτερο δαίμονα εντός σαν να λέμε…). Είναι κι αυτή μια πολύ συνηθισμένη παγίδα που στήνει.
Το πιο δύσκολο:
Αν αφήσεις φαγητό να το βρει αργότερα ο (καλός) λύκος, δεν ξέρεις ποιός θα το βρει πρώτος. Αλλά ούτε και είναι το ζώο που καθήσει να το ταϊσεις στο στόμα.
Εδώ είναι το κλειδί…
Μα και η αρχαία τραγωδία ένα είδος σαπουνόπερας ήταν.
Σκέψου το λίγο…
:)))))))))
βολικη η αποψη σας αδελφε, αλλα στην εκκλησια μας εχουν μαθει να πολεμαμε, να δαμαζουμε, να νικουμε τους πειρσμους και τους διαβολους γυρω μας….
Την ευχη μου….
thalassamov,
athollywood (athens hollywood) θα το έλεγα…
exofthalmi,
δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί σας, αδελφή!
Την ευλογία σας!
Ενδιαφέρουσα ανάλυση…
Αναρωτιέμαι παρ’όλ’αυτά αν η χρήση των απο μηχανής θεών στον Ευριπίδη (σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι στον Αισχύλο ή το Σοφοκλή – όσο μας επιτρέπουν να εικάσουμε τα σωζώμενα έργα των τριών τραγικων) δεν οφείλεται (και) στην πολιτική κατάσταση των Αθηνών κατά τη διάρκεια του 5 αι. Οι νικητές του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, οι ιμπεριαλιστές της Αθηναϊκής Συμμαχίας, οι κύριοι των αργυρορυχείων του Λαυρίου δε χρειάζονταν να παρακαλάνε θεούς και δαίμονες. Ο Προμηθέας μάλιστα πεισματικά αρνείται να ικετεύσει το Δία. Ο πανανθρώπινος νόμος που φιγουράρει στις Σοφόκλειες τραγωδίες δε χρειαζόταν μεσάζοντες.
Αντιθέτως, οι νικημένοι της Σικελικής εκστρατείας με το φάσμα της Αρχής των Τριάκοντα στον ορίζοντα, μάλλον ήλπιζαν σε κάποιο θαύμα… ή έστω σε μια θεϊκή παρέμβαση που θα δικαιολογούσε/εξηγούσε ότι δεν έφταιγαν αυτοί που τα έκαναν σαν τα μούτρα τους.
Όπως και σήμερα, που οσάκις η Αγία Βρακοζώνα, η Αγία Περόνη και η Αγία Χειροβομβίδα της Αντιόχειας εκτίθενται σε λαϊκό προσκύνημα, σπάνε ταμεία…
@ undantag,
πολύ ενδιαφέρουσα άποψη! Πστάει πάνω στην ψυχολογία και των νεοελλήνων!