Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 1979. Αύριο κλείνουν στο Αφγανιστάν επτά μήνες από το πραξικόπημα («Απριλιανή Επανάσταση» σύμφωνα με τους ίδιους) που έφερε στην εξουσία τους κομμουνιστές του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος υπό τον Νουρ Μουχάμαντ Ταράκι. Στο γειτονικό Ιράν, μόλις προ εβδομήντα δύο ωρών, ο σάχης κηρύχθηκε έκπτωτος και αρχηγός του κράτους ανέλαβε, ύστερα από δέκα πέντε χρόνια εξορίας, ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί. Η σημερινή ημέρα πρόκειται να μείνει στην ιστορία ως μια από τις κρισιμότερες ημερομηνίες για την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου. Του ιδιότυπου αυτού πολέμου που ξεκίνησε στις 12 Μαρτίου του 1947 με το αίτημα του Αμερικανού προέδρου Χαρυ Τρούμαν για οικονομική και στρατιωτική βοήθεια ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων προς την Ελλάδα και την Τουρκία προκειμένου να αποκρούσουν τον κομμουνιστικό κίνδυνο, και που έμεινε γνωστό ως “Δόγμα Τρούμαν”. Έκτοτε ξέσπασε ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ ένας ανταγωνισμός σε γεωπολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο- χωρίς ωστόσο οι δύο υπερδυνάμεις να έλθουν σε ευθεία πολεμική αντιπαράθεση- και ο οποίος θα διαρκέσει έως την κατάρρευση της ΕΣΣΔ στις 26 Δεκεμβρίου 1991 και την διάλυση του οικονομικού/πολιτικού και στρατιωτικού συνασπισμού που δημιούργησε μεταπολεμικά.
Την σημαδιακή αυτή Τετάρτη, κομμουνιστές, proxies του Κρεμλίνου, αλλά σε κάποιο βαθμό και οι ίδιοι οι Σοβιετικοί, θα εμπλακούν σε δύο ένοπλες επιθέσεις σε απόσταση χιλίων εξακοσίων δεκαέξι χιλιομέτρων μεταξύ τους, έχοντας στο στόχαστρό τους την διπλωματική
αντιπροσώπευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κεντρική Ασία, και μάλιστα στην “καρδιά “ του “Μεγάλου Παιχνιδιού” (του ανταγωνισμού δηλαδή μεταξύ Ρωσικής και Βρετανικής αυτοκρατορίας κατά την διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνος για τον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας που τυπικώς μεν έληξε το 1907 με την Αγγλορωσική Σύνοδο βάσει της οποίας οι δύο πλευρές μοίρασαν την επιρροή τους στην Περσία, καθόρισαν το καθεστώς του Αφγανιστάν και αναγνώρισαν την Κινεζική δικαιοδοσία επί του Θιβέτ, αλλά στην ουσία συνεχίζεται μεταπολεμικά με άλλη μορφή μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενώσεως). Στην «καρδιά» του ανταγωνισμού βρίσκονται Ιράν και Αφγανιστάν. Δύο όμορες χώρες, μουσουλμανικές, όπου Ισλάμ και κομμουνισμός διεκδικούν τον τελευταίο καιρό τον πλήρη έλεγχο για μια ανεμπόδιστη άσκηση πλήρους και ολοκληρωτικής εξουσίας. Είναι η περίοδος που η Μόσχα προβάλλει με υπερηφάνεια τα παραγωγικά επιτεύγματα των μουσουλμανικού πληθυσμού των αναπτυσσόμενων σοβιετικών δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας, Καζακστάν, Κιργιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και Τουρκμενιστάν (με αιχμές της παραγωγής την μεταλλουργία, τις εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, την τσιμεντοβιομηχανία, τα υδροηλεκτρικά έργα και τους σιδηροδρόμους). Θεωρεί δε την ευρύτερη περιοχή γεωπολιτική της ενδοχώρα, πόσο μάλλον όταν εμπλέκεται εμμέσως με τις εξελίξεις και τα συμφέροντα της στην γειτνιάζουσα εύφλεκτη Μέση Ανατολή. Δεν διστάζει μάλιστα να χρησιμοποιήσει την
κυρίαρχη θρησκεία της Κεντρικής Ασίας, το Ισλάμ, ως μέσο συνεργασίας με τα μουσουλμανικά κράτη της Μέσης Ανατολής. Κι αυτό, παρότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί ήταν εκείνοι που πρόβαλαν την μεγαλύτερη αντίσταση στην επέκταση των Μπολσεβίκων στην Κεντρική Ασία (αξίζει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι διεθνολόγοι, στρατηγικοί αναλυτές επενδυτικών οργανισμών, επαΐοντες περί την γεωπολιτική, διπλωμάτες, διεθνείς οργανισμοί, ΜΜΕ, σύμβουλοι για στρατιωτικά θέματα και διάφοροι τεχνοκράτες αδυνατούν να ομονοήσουν εάν το Ιράν -για ορισμένους και το Αφγανιστάν- είναι Κεντρική Ασία ή Ευρύτερη Μέση Ανατολή).

Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ παρακολουθούν τις
δραστηριότητες των Σοβιετικών επιστρατεύοντας από δίκτυα πρακτόρων μέχρι κατασκοπευτικά αεροσκάφη U2 σαν αυτό που πιλοτάρισε το 1960 ο Φράνσις Γκάρυ Πάουερς, όταν απογειωθείς από αεροπορική βάση του Πακιστάν πέταξε πάνω από το Αφγανιστάν και εισήλθε στον σοβιετικό εναέριο χώρο τραβώντας φωτογραφίες βιομηχανικών και στρατιωτικών εγκαταστάσεων προτού καταρριφθεί από βαλλιστικό πύραυλο εδάφους – αέρος κοντά στο Τσελιαμπίνσκ (μια πόλη στην Νότια Σιβηρία με εργοστάσια κατασκευής τανκς και πυρομαχικών), συλληφθεί, καταδικαστεί σε καταναγκαστικά έργα και απελευθερωθεί το 1962 σε ανταλλαγή με τον κρατούμενο από τους Αμερικανούς κατάσκοπο πρώην συνταγματάρχη της Κα Γκε Μπε Βίλυαμ Φίσερ, γνωστό και ως «Ρούντολφ Άμπελ».
Ευρέως γνωστή θα μείνει παγκοσμίως η διπλωματική “κρίση των ομήρων στο Ιράν”, η οποία θα ξεσπάσει λίγους μήνες αργότερα μεταξύ της Τεχεράνης και της Ουάσιγκτον,όταν πενήντα δύο Αμερικανοί θα κρατηθούν επί 444 ημέρες, μεταξύ 4 ης Νοεμβρίου 1979 και 20ης Ιανουαρίου1981, όμηροι στην πρεσβεία των ΗΠΑ
στην ιρανική πρωτεύουσα από ομάδα ισλαμιστών φοιτητών. Λιγότερο γνωστό θα μείνει όμως στις δςκαετίες
που θα ακολουθήσουν ότι νωρίτερα την ίδια χρονιά, η ίδια αμερικανική πρεσβεία έχει πάλι καταληφθεί -αυτήν την φορά από κομμουνιστές -κατά βάση από τους αντάρτες Φενταγίν Χαλκ (το νεοπαγές θεοκρατικό καθεστώς θα εμπλέξει και το φιλοσοβιετικό κόμμα Τουντέχ) – αφού θα την επισκιάσει η ιστορικής σημασίας κατάληψη του Νοεμβρίου.
Στις δέκα και τέταρτο το πρωί της 14 ης Φεβρουαρίου καταλαμβάνεται η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Τεχεράνη. Οι Φενταγίν Χαλκ εισβάλλουν από τρεις πλευρές του κτηρίου πυροβολώντας. Ο πρέσβυς Ουίλλιαμ Σάλλιβαν
προσπαθεί να προλάβει τυχόν αιματοχυσία και δίνει εντολή στους πεζοναύτες φρουρούς να αδειάσουν τα όπλα
τους και να τα αποθέσουν στο έδαφος, καθώς επίσης να γεμίσουν το ισόγειο με καπνούς δακρυγόνων και να
οδηγήσουν το προσωπικό στην αίθουσα τηλεπικοινωνιών η οποία ελλείψει παραθύρων θεωρείται και η ασφαλέστερη επιλογή. Στο μεταξύ, καλεί σε βοήθεια την Επαναστατική Επιτροπή που κυβερνά την χώρα. Ο τελευταίος πρωθυπουργός των τριάντα έξι ημερών πριν επικρατήσει η επανάσταση, Σαπούρ Μπαχτιάρ (αν και πέρασε έξι χρόνια φυλακισμένος από τον σάχη, αποδέχθηκε τον προηγούμενο μήνα την θέση που του προσέφερε ο μονάρχης. Ο τελευταίος τον διόρισε για να αποφύγει μέσω της φιλελευθεροποιήσεως του καθεστώτος την -εν τέλει αναπόφευκτη όπως αποδείχθηκε- επανάσταση, ο δε Μπαχτιάρ ανέλαβε την πρωθυπουργία διαβλέποντας ότι μια κυβέρνηση που θα ερχόταν-όπως όλα έδειχναν- ισλαμιστών, θα οδηγούσε την χώρα σε καταστροφή), έχει καθαιρεθεί, ενώ από το πρωί κάποιες φήμες που όμως αμέσως θα διαψευσθούν, τον φέρνουν συλληφθέντα. Θα διαφύγει τον Ιούλιο στην Γαλλία όπου θα του προσφερθεί
άσυλο. Εκεί, και συγκεκριμένα στο Συρέν, θα δολοφονηθεί με κουζινομάχαιρο, όπως και ο γραμματέας του, το 1991 από πράκτορες του ισλαμικού καθεστώτος, ενώ μια προηγούμενη απόπειρα εναντίον του το 1970 θα
αποτύχει. Τελικά, το όνομά του (Μπαχτιάρ, που εκτός του Ιράν το συναντάμε ακόμη σε Αφγανιστάν, Πακιστάν και Μπανγκλαντές, σημαίνει «Τυχερός») δεν θα τον προστατεύσει.. Τον διαδέχθηκε καθ’ υπόδειξιν του Χομεϊνί ο Μεχντί Μπαζαργκάν, ο οποίος θα παραιτηθεί ένδεκα μηνες αργότερα, στις 6 Νοεμβρίου, διαμαρτυρόμενος για την νέα κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας.
Η κατάληψη θα διαρκέσει μόλις τρεις ώρες, ώσπου κατ’ εντολήν του Αγιατολλάχ Χομεϊνί ο πρέσβυς Ουίλλιαμ Σάλλιβαν και περί τα εκατό άτομα του προσωπικού που προσήλθαν το πρωί στην πρεσβεία (σχεδόν οι μισοί από τους 185 εργαζόμενους που κανονικά θα βρίσκονταν σήμερα στο κτήριο έχουν παραμείνει στα σπίτια τους καθώς κομμουνιστές και ισλαμιστές ανταλλάσσουν πυροβολισμούς, όχι μόνο στην Τεχεράνη, αλλά και σε άλλες πόλεις όπως στην Ταυρίδα όπου ξεσηκώθηκαν οι αριστεροί Αζέροι αυτονομιστές, με τις δύο πλευρές να μάχονται για την εξουσία μετά της αναχώρηση του σάχη) θα αφεθούν ελεύθεροι, υπό τον όρο ότι το άμεσο και έμμεσο προσωπικό της πρεσβείας (διπλωμάτες, υπάλληλοι, στρατιωτικοί σύμβουλοι, στρατιωτικό προσωπικό, συνεργάτες και άλλοι που υπό διάφορες ειδικότητες ασκούν, με απλά λόγια, κατασκοπία) θα μειωθεί τουλάχιστον κατά 95%, και από χίλια τετρακόσια άτομα θα περιοριστεί το πολύ σε εβδομήντα.
Ασφαλώς έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα το γεγονός ότι το ισλαμικό καθεστώς έσπευσε με το που ξέσπασε η κρίση, να ταυτίσει τους καταληψίες με το κομμουνιστικό κόμμα Τουντέχ. Πιθανότατα οι ιμάμηδες άρπαξαν την ευκαιρία να στοχοποιήσουν το κόμμα που τους στήριξε στην επανάσταση και το οποίο δεν θα αργήσουν να θέσουν υπό διωγμό. Διαψεύδοντας με τον πιο ηχηρό τρόπο τις
αρχικές αισιόδοξες εκτιμήσεις της Μόσχας για τον «προοδευτικό» όπως φανταζόταν χαρακτήρα της Ισλαμικής Επαναστάσεως.
Ακόμη λιγότεροι θα θυμούνται μετά από χρόνια ότι ακριβώς την ίδια ημέρα, στις 14 Φεβρουαρίου του 1979, στόχος στην πρωτεύουσα του γειτονικού Αφγανιστάν Καμπούλ, θα γίνει ο Αμερικανός πρέσβυς Άντολφ Νταμπς ο οποίος μάλιστα θα απαχθεί και θα σκοτωθεί σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ των απαγωγέων του και των
ανδρών των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας που θα
προσπαθήσουν να τον απελευθερώσουν.
Τον περυσινό Απρίλιο, οπότε οι Αφγανοί κομμουνιστές της
σκληροπυρηνικής φράξιας Χαλκ πήραν με το απριλιανό
πραξικόπημα την εξουσία, πρέσβυς των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν είχε αναλάβει ο Άντολφ «Σπάικ» Νταμπς, διπλωμάτης καριέρας με προϋπηρεσία σε Γερμανία, Λιβερία και Σοβιετική Ένωση, αλλά και, κυρίως, εξέχων “σοβιετολόγος”.
Συνοπτικά, ο Νταμπς θα απαχθεί από τρομοκράτες που
παριστάνουν τους αστυνομικούς. Η αφγανική κυβέρνηση,
υπό τον Χαφιζουλάχ Αμίν, θα εγκρίνει μια βίαιη απόπειρα
διασώσεως, με αποτέλεσμα τον θάνατο του Νταμπς.
Την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου του 1979, ο πενηνταοκτάχρονος Νταμπς και ο οδηγός του απαγάγονται από ένοπλους άνδρες που αρχικά φαινόταν να είναι αστυνομικοί. Οι απαγωγείς, που πιστεύεται ότι είναι ισλαμιστές, απαιτούν την απελευθέρωση τριών πολιτικών κρατουμένων. Παρά τις εκκλήσεις των ΗΠΑ για
ειρηνική επίλυση, η κυβέρνηση του Χαφιζουλάχ Αμίν αρνείται να διαπραγματευτεί με τους απαγωγείς και με την παρουσία Σοβιετικών συμβούλων, εξαπολύει επιδρομή στο ξενοδοχείο «Καμπούλ» (αργότερα θα μετονομαστεί σε «Σερένα») όπου στο δωματιο 117 κρατείται ο Νταμπς.
Κατά τη διάρκεια της απόπειρας διασώσεως, ο Αμερικανός πρέσβυς σκοτώνεται, μαζί με δύο από τους
απαγωγείς του, δεχόμενος σφαίρες στο κεφάλι και στο στήθος. Τα γεγονότα γύρω από τον θάνατο του Νταμπς θα παραμείνουν ασαφή και αμφιλεγόμενα, με ερωτήματα να εγείρονται σχετικά με τις ενέργειες της αφγανικής
κυβερνήσεως και τον ρόλο των σοβιετικών συμβούλων. Η δολοφονία θα αποσταθεροποιήσει περαιτέρω τις σχέσεις ΗΠΑ-Σοβιετικής Ενώσεως – Αφγανιστάν και τελικά θα συμβάλει και αυτή ως επιμέρους κρίκος μιας μακράς αλυσίδας βίαιων γεγονότων στην σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν τα ερχόμενη Χριστούγεννα, ενέργεια που θα σημάνει και την αντίστροφη μέτρηση για την επώδυνη ήττα του Κόκκινου Στρατού στα κακοτράχαλα αφγανικά πεδία της μάχης και την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος.
Έγγραφα που θα δημοσιευθούν από τα αρχεία της Κα Γκε Μπε την δεκαετία του 1990 θα δείξουν ότι η αφγανική κυβέρνηση ενέκρινε μια επίθεση εναντίον των απαγωγέων παρά τα έντονα διαβήματα των ΗΠΑ για ειρηνικές διαπραγματεύσεις με τους απαγωγείς. Θα δείξουν ακόμη και ότι ο σύμβουλος της Κα Γκε Μπε που βρίσκεται επί τόπου ενδεχομένως να συνέστησε την επίθεση καθώς και την εκτέλεση ενός απαγωγέα πριν προλάβουν να τον ανακρίνουν οι Αμερικανοί εμπειρογνώμονες. Ο Νταμπς θαταφεί στο Εθνικό Κοιμητήριο του Άρλινγκτον, και αργότερα, το Στρατόπεδο Νταμπς, μια αμερικανική βάση στη νοτιοδυτική Καμπούλ, θα ονομαστεί προς τιμήν του.
Από συζητήσεις που θα έχουν πολλά χρόνια αργότερα για
το θέμα με τους Σοβιετικούς, οι Αμερικανοί θα καταλήξουν
στο, προφανές για αυτούς, συμπέρασμα ότι οι Αφγανοί
είχαν δολοφονήσει τον πρέσβυ, με την ευθύνη να μην βαρύνει μόνο την αφγανική κυβέρνηση, αλλά πιθανώς και τους Σοβιετικούς. Το εύλογο ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω συνίσταται στο γιατί οι Σοβιετικοί να δολοφονήσουν τον Νταμπς. Κάποιοι θα συμπεράνουν ότι επειδή ο Σπάικ Νταμπς ήταν έμπειρος Σοβιετολόγος, η Κα Γκε Μπε είχε καθε λόγο να τον βγάλει από τη μέση προτού προχωρήσουν οι Σοβιετικοί τον Δεκέμβριο στην εισβολή και στην επόμενη φάση της αφγανικής τους περιπέτειας.
Βέβαια, θα αντιτείνουν κάποιοι πως αυτό το επιχείρημα
δεν είναι και τόσο πειστικό, καθώς οι ΗΠΑ διαθέτουν πολλούς ακόμη εμπειρογνώμονες της Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων για την ΕΣΣΔ που θα μπορούσαν να σταλούν στην Καμπούλ. Δεν είναι άλλωστε ο μόνος Σοβιετικός εμπειρογνώμονας που διαθέτουν. Από εκεί και πέρα μόνον εικασίες μπορούν να διατυπωθούν. Από το εάν είχε πληροφορηθεί πως θα ερρίπτετο ο κύβος για την εισβολή των Σοβιετικών μέχρι το εάν είχε μεσολαβήσει για το πρόσκαιρη «φλερτ» του Αφγανιστάν με τις καπιταλιστικές ΗΠΑ και το αντικομουνιστικό Πακιστάν.

Άλλοι θα πουν ότι επιδίωξη των Σοβιετικών ήταν να
τερματίσουν τη σχέση των ΗΠΑ με το Αφγανιστάν, όπως
πράγματι και συνέβη. Η αμερικανική πρεσβεία στην
Καμπούλ θα παραμείνει κλειστή για τα επόμενα είκοσι
τρία χρόνια, έως το 2002. Αυτό δεν θα εμποδίσει πάντως
τους Αμερικανούς να αρχίσουν μερικούς μήνες αργότερα
να εφοδιάσουν με χρήμα και όπλα τους Αφγανούς
μουτζαχεντίν που θα πολεμήσουν εναντίον των Σοβιετικών
εισβολέων.
Οι Σοβιετικοί θα αποδώσουν την απαγωγή στην CIA, η
οποία, σύμφωνα με τα κρατικά μέσα ενημερώσεως,
ζητούσε αφορμή για στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στο
Αφγανιστάν. Η Καμπούλ από την πλευρά της θα
χαρακτηρίσει στους ισχυρισμούς της τους απαγωγείς ως
μέλη μιας μικρής μαοϊκής ομάδας, ενώ άλλοι αξιωματούχοι
της εποχής θα αποδώσουν την απαγωγή στους εχθρικούς
προς το κομμουνιστικό καθεστώς μουτζαχεντίν. Το αίτημα
των απαγωγέων για την απελευθέρωση κρατουμένων
«θρησκευτικών μουτζαχεντίν κρατουμένων από την
κυβέρνηση της Καμπούλ, φαίνεται να ενισχύει αυτήν την
θεωρία. Σε ένα βιβλίο με τίτλο «Αφγανιστάν: Μια Ιστορία
από το 1260 έως σήμερα», ο συγγραφέας Τζόναθαν Λη
θα γράψει τέσσερις δεκαετίες αργότερα ότι Αμερικανοί αξιωματούχοι υποψιάζονταν πως η κομμουνιστική
κυβέρνηση στην Καμπούλ βρισκόταν πίσω από το περιστατικό «είτε σε μια αφελή προσπάθεια να δυσφημίσει
την αντίσταση των ισλαμιστών μουτζαχεντίν κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος είτε για να αναγκάσει τις
δυνάμεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ να αποσυρθούν από το Αφγανιστάν».

Σαν από παιχνίδι της τύχης, έξι χρόνια πριν από τη
δολοφονία του Νταμπς, η πρέσβειρα των ΗΠΑ στο
Σουδάν Κλίο Νόελ απήχθη και δολοφονήθηκε από μια
τρομοκρατική ομάδα. Ο Νταμπς είχε στείλει τότε γράμμα
στην κόρη του Λίντσεϋ με ημερομηνία 3 Μαρτίου 1973,
όπου και συμπεριέλαβε τις σκέψεις του για αυτή την
τραγωδία. Τα λόγια του προέβλεπαν με θλίψη την ίδια
κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν στην Καμπούλ.
Έγραφε λοιπόν τότε: «…Προσωπικά δεν μου αρέσει η
σκέψη να γίνω κανενός είδους μάρτυρας. Αλλά αν ποτέ
βρεθώ σε μια κατάσταση όπως αυτή που συνέβη στο
Χαρτούμ, θα ήθελα να καταλάβει η Ουάσιγκτον ότι θα
προτιμούσα να θυσιάσω τη ζωή μου παρά να υποκύψει
κάποιος στις απαιτήσεις των τρομοκρατών».
Σε κάθε περίπτωση, με τα γεγονότα της 14 ης Φεβρουαρίου
1979, ωφελημένοι φαίνονται οι Σοβιετικοί. Τον Νοέμβριο
του 2010, ταξιδεύοντας στο Ιράν, θα βρεθώ στο κτήριο της
αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη. Στον ιστό
κυματίζει η ιρανική σημαία εκεί που έως πριν τριάντα ένα
χρόνια δέσποζε η αστερόεσσα, ενώ ο μαντρότοιχος έχει
φιλοτεχνηθεί με γκράφιτι αντιαμερικανικού περιεχομένου.
Όσο για το Αφγανιστάν, οι Αμερικανοί θα υποστηρίξουν
μεν με χρήμα και όπλα κατά την δεκαετία του 1980 τους
μουτζαχεντίν που θα αντισταθούν στους Σοβιετικούς
εισβολείς («προσκεκλημένους» σύμφωνα με το κομμουνιστικό καθεστώς), θα μπουν ως κατακτητές το
2002, θα αποχωρήσουν ωστόσο όπως όπως τον Αύγουστο του 2021 αδυνατώντας να ελέγξουν την χώρα,
και αφήνοντας πίσω τους πολεμικό και άλλο υλικό αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων και έχοντας συνολικά δυόμισι χιλιάδες νεκρούς στρατιώτες. Ουσιαστικά, για πρώτη φορά από το 1996 οπότε θα αναλάβουν την εξουσία πριν την ανατροπή τους το 2001 και την παλιννόστησή τους το2021, οι Ταλιμπάν θα ανταλλάξουν κατά την δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό φιλοφρονήσεις με την Ουάσιγκτον. Ο Αμερικανός πρόεδρος θα τους χαρακτηρίσει αξιόμαχους και έξυπνους («good fighters» who are «really smart») ενώ και οι Ταλιμπάν δεν θα αποφύγουν να εκφράσουν τον θαυμασμό τους για τον Τραμπ. Τον δε Ιούλιο του 2025 θα βγάλουν στον αέρα μέσα από φιλικά τους μέσα κοινωνικής δικτυώσεως ένα απροσδόκητα έξυπνο και με χιούμορ σποτ για την προσέλκυση Αμερικανών τουριστών στο Αφγανιστάν. Στο βίντεο των Ταλιμπάν, οι Αφγανοί αστειεύονται με τη φήμη της χώρας τους περί δράσεως τρομοκρατικών οργανώσεων και ενθαρρύνουν τους Αμερικανούς πολίτες να εξετάσουν το Αφγανιστάν ως προορισμό διακοπών.
Κυριακή 13 Ιουλίου 2025. Καθώς ολοκληρώνω το παρόν κείμενο και όντας στις ετοιμασίες για το δεύτερο ταξίδι μου στο Αφγανιστάν μετά από είκοσι πέντε χρόνια, παρακολουθώ στο τάμπλετ, απολαμβάνοντας το πράσινο τσάι μου και αναπαυόμενος στην πολυθρόνα ενός υπαίθριου αθηναϊκού καφέ, το χιουμοριστικό βίντεο για την προσέλκυση Αμερικανών τουριστών. Και προσπαθώ να φανταστώ τι θα σκέφτονταν άραγε οι εν ζωή ευρισκόμενοι Αφγανοί και Σοβιετικοί που ενεπλάκησαν με τον άλφα ή βήτα τρόπο την αιματηρή απαγωγή και ομηρία του Άντολφ Νταμπς. Δεν είναι εύκολο. Όπως δεν είναι εύκολο να φανταστώ πως θα αισθάνονται και οι εν ζωή Φενταγίν Χαλκ καταληψίες της αμερικανικής πρεσβείας είτε στην Αλβανία όπου κατέφυγαν είτε στους υπόλοιπους τόπους εξορίας τους, μετά τους πρόσφατους βομβαρδισμούς του Ιράν από τους Αμερικανούς.
Κατηγορίες:ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ




