ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Το σπουργίτι με την κομμένη γλώσσα

Το «Κουτί της Πανδώρας» το συναντάμε σε διάφορες παραλλαγές στην ιαπωνική μυθολογία. Άλλοτε ως καλάθι, άλλοτε ως κοσμηματοθήκη, όπως στο παραμύθι του Ουρασίμα Ταρό, τον ψαρά που ανταμείβεται για τη διάσωση μιας θαλάσσιας χελώνας και μεταφέρεται στην πλάτη της στο Παλάτι του Δράκου κάτω από τη θάλασσα. Εκεί τον διασκεδάζει η πριγκίπισσα Οτοχίμε ως ανταμοιβή. Όταν όμως επιστρέφει στο χωριό του, ανακαλύπτει ότι έχει φύγει για 300 χρόνια. Καθώς ανοίγει την απαγορευμένη κοσμηματοθήκη, το «ταματεμπάκο», που του έδωσε κατά την αναχώρησή του η Οτοχίμε για να τον προστατεύει από κάθε κακό υπό τον όρο να μην την ανοίξει ποτέ, αναδύεται ένας λευκός καπνός που τον μεταμορφώνει σε γέρο.

Το κουτί των δεινών είναι θέμα ενός ακόμη ιαπωνικού παραμυθιού που ενέπνευσε τον Τσουκιόκα Γιοσιτόσι να δημιουργήσει την δεκαετία του 1880 το «Ομόι Τσουζούρα», ένα από τα 36 έργα της σειράς Σινκέι σαντζούροκκαϊσεν («Νέες μορφές των 36 φαντασμάτων»). Η έγχρωμη ξυλογραφία δείχνει μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία δέχεται επίθεση από δαίμονες που ξεπηδούν από ένα τεράστιο καλάθι για να τη βασανίσουν επειδή τραυμάτισε ένα σπουργίτι.

Η σύνθεση που απεικονίζει την πομπή των δαιμόνων να υψώνονται από το ψάθινο καλάθι , είναι παρμένη από τον μύθο «Σίτα-κίρι σουζούμε» που θα πει «Το σπουργίτι με την κομμένη γλώσσα». Αναφέρεται σε μια μοχθηρή ηλικιωμένη ονόματι Άρα, τον γείτόνά της, τον ευγενικό γέροντα Νασακέτζι, και ένα μικρό σπουργίτι, το Μπιντόρι. Ο Νασακέτζι είχε αγάπη για τα σπουργίτια, και αγαπούσε ιδιαιτέρως τον νεοσσό Μπιντόρι. Ωστόσο, μια μέρα που έλειπε, το Μπιντόρι ράμφισε λίγο από τον χυλό ρυζιού της Άρα, η οποία του έκοψε τη γλώσσα. Με φόβο και πόνο το σπουργίτι έφυγε για πάντα από το χωριό. Ο Σασακέτζι έψαξε παντού, ώσπου μια μέρα στο σπίτι του δάσους των σπουργιτιών. Το Μπιντόρι σύστησε τον άνδρα στην οικογένειά του και μοιράστηκε μαζί του ένα γλέντι. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει ο Νασακέτζι, το Μπιντόρι επέμεινε να πάρει ένα από τα δύο καλάθια ως δώρο. Ζυγίζοντάς τα, ο άνδρας αποφάσισε να πάρει το μικρότερο, ελαφρύτερο και ξεκίνησε για το σπίτι. Όταν επέστρεψε στο σπίτι και άνοιξε το καλάθι, έμεινε έκπληκτος καθώς το βρήκε γεμάτο με χρυσό και κοσμήματα. Η άπληστη Άρα έτρεξε στο δάσος και πίεσε το σπουργίτι να της δώσει τα ίδια καλάθια και διάλεξε το βαρύτερο από τα δύο, αλλά όταν το άνοιξε ανακάλυψε ότι δεν περιείχε θησαυρό αλλά μια ομάδα δαιμόνων που της επιτέθηκαν για να την τιμωρήσουν για τον βασανισμό του σπουργιτιού.

Ο Τσουκιόκα Γιοσιτόσι θεωρείται ο τελευταίος μεγάλος δεξιοτέχνης της παραδοσιακής ιαπωνικής ξυλοτυπίας και ζωγραφικής ουκίγιο-ε και ένας από τους μεγαλύτερους καινοτόμους της φόρμας αυτής. Η καριέρα του απλώθηκε σε δύο εποχές –τα τελευταία χρόνια της περιόδου Έντο και τα πρώτα χρόνια της σύγχρονης Ιαπωνίας μετά την Αποκατάσταση του Μεΐτζί. Ενδιαφερόταν για θέματα παρμένα από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά με την πάροδο του χρόνου άρχισε να ευαισθητοποιείται για την απώλεια πολλών πτυχών της παραδοσιακής ιαπωνικής κουλτούρας, μεταξύ των οποίων και η παραδοσιακή εκτύπωση σε ξύλο.

Ως το τέλος της καριέρας του, αντιστεκόταν στην τεχνολογία και δούλευε με τον παλιό τρόπο, όταν οι σύγχρονοί του στην Ιαπωνία υιοθετούσαν δυτικές μεθόδους μαζικής αναπαραγωγής όπως η φωτογραφία και η λιθογραφία. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε σχεδόν μόνος του να ωθήσει την παραδοσιακή ιαπωνική ξυλογραφία σε ένα νέο επίπεδο, προτού αυτή πεθάνει ουσιαστικά μαζί του το 1892.

Η φήμη του συνέχισε να αυξάνεται, τόσο στη Δύση, όσο και στους νεότερους Ιάπωνες, και πλέον αναγνωρίζεται σχεδόν παγκοσμίως ως ο μεγαλύτερος Ιάπωνας καλλιτέχνης της εποχής του.

Σχολιάστε