ΑΣΙΑ

Το πρόσωπο του Βούδα με τις τρεις εκφράσεις

Tο ύψους 2,2 μέτρων γρανιτένιο άγαλμα «Σαμάντι»

Το άγαλμα στην Ανουρανταπούρα το οποίο αναλόγως της γωνίας παρατήρησης δείχνει θλιμμένο, ανέκφραστο ή χαρούμενο

Αθήνα, 5ος π.Χ. αιώνας. Οι Αθηναίοι παραγγέλνουν στους δύο αξιότερους γλύπτες τους να φιλοτεχνήσουν δύο αγάλματα, από ένα ο καθένας, και να τα στήσουν πάνω σε κίονες. Το άγαλμα που σμίλεψε ο Αλκαμένης τους φαίνεται υπέροχο. Αντιθέτως, βρίσκουν απαίσιο, παραμορφωμένο, σκέτο ανουσιούργημα, το πρόσωπο και το σώμα που δημιούργησε ο Φειδίας, σε σημείο να κινδυνεύσει με λιθοβολισμό. Ο μεγάλος αυτός γλύπτης, ζωγράφος και αρχιτέκτονας τους ζητά προτού να τον κρίνουν, να τοποθετήσυν τα δύο αγάλματα επάνω στους κίονες όπου προορίζονταν να στηθούν. Όπερ και εγένετο. Μόλις το βλέπουν οι Αθηναίοι έμειναν έκθαμβοι. Ο «οπτικός τελών και γεωμέτρης και συνιείς σμικρότατα φαίνεσθαι τα εν ύψει» όπως θα γράψει τον 12ο αιώνα -και ενώ προηγουμένως είχε αναφερθεί στο περιστατικό και ο Πλίνιος- ο Βυζαντινός λόγιος και συγγραφέας Ιωάννης Τζέτζης, είχε υπολογίσει και με την παραμικρή λεπτομέρεια ποιες παραμορφώσεις θα προκαλούσε στο σώμα και στα χαρακτηριστικά του προσώπου το ύψος όπου θα στηνόταν το άγαλμα. Με αποτέλεσμα να δείχνει θεϊκό. Αντιθέτως, το έργο του Αλκαμένη έμοιαζε παραμορφωμένο, σε σημείο που να στρέφονται τώρα σε αυτόν τα αποδκιμαστικά σχόλια.

Λυπημένη όψη

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010. Δεύτερη ημέρα στην Σρι Λάνκα και την αφιερώνω στην αρχαία πρωτεύουσα και μία από τις παλαιότερες συνεχώς κατοικούμενες πόλεις του κόσμου, την Ανουρανταπούρα, κάοιυ 200 χιλιόμετρα βορείως της de facto πρωτεύουσας Κολόμπο. Ξεκινώ νωρίς το πρωί την πολύωρη περιήγηση στην αρχαία πόλη η οποία ήταν πνευματικό κέντρο της Θεραβάντα, του αρχαιότερου δόγματος του Βουδισμού. 

Έχει πια μεσημεριάσει όταν ύστερα από παγόδες, στούπες, δεξαμενές και αναστυλωμένα κτήρια αντικρίζω ένα άγαλμα ύψους 2,2 μέτρων, κατασκευασμένο κάπου μεταξύ 3ου και 4ου αιώνα. Η στάση του είναι τύπου «Σαμάντι», της στάσης διαλογισμού του Βούδα που ονομάζεται Ντυάνα Μούντρα και που συνδέεται με την πρώτη του φώτιση.
Στην τυπική στα βουδιστικά αγάλματα αυτή στάση, ο Βούδας κάθεται οκλαδόν με τις παλάμες να κοιτάζουν προς τα πάνω, η μία επάνω στην άλλη μπροστά στη κοιλιά του.  
Το άγαλμα θεωρείται ένα από τα αξιολογότερα της περιόδου της Ανουρανταπούρα και ανακαλύφθηκε το 1886 πεσμένο στο έδαφος με κατεστραμμένη την μύτη η οποία αποκαταστάθηκε. Τα μάτια έχουν κόγχες που σημαίνει πως κάποτε κοσμούνταν από κρυστάλλους ή από πολύτιμους λίθους.
Η ιδιαιτερότητα του αγάλματος έγκειται στο ότι αν κοιτάξει κάποιος τα δύο προφίλ και το αν-φας του αγάλματος θα διακρίνει τρεις διαφορετικές μορφές Βούδα. Βλέποντας πρώτα το αριστερό προφίλ δαικρίνεις μια λυπημένη φυσιογνωμία. Προχωρώντας διακρίνεις στο αν-φας ένα ατάραχο πρόσωπο και καταλήγοντας στο δεξιό προφίλ βλέπεις έναν χαμογελαστό Βούδα. Αυτή η μελετημένη τριπλότητα συμβολίζει την διαδικασία του διαλογισμού αλλά και την πορεία της ίδιας της ύπαρξης που φωτίζεται. Ο Βουδισμός ως φιλοσοφία καταπιάνεται με τον πόνο που συνδέεται με την ύπαρξη, την πορεία προς την απόσπαση που φέρνει την ουδετερότητα και τέλος το χαμόγελο της υπέρτατης κατανόησης. Όλη αυτή η πορεία χαραγμένη σε μερικά μόλις βήματα που κάνει ο επισκέπτης γύρω από το άγαλμα που με μαεστρία φιλοτέχνησε ο ανώνυμος γλύπτης – φιλόσοφος πριν από 17 αιώνες.   
Ένα ταμπού που συνδέεται με το συγκεκριμένο άγαλμα είναι να μην του στρέφεις την πλάτη ούτε καν για να φωτογραφηθείς.
Το σημείο εδώ στο «Σαμάντι» είναι και το πιο ήσυχο στον αρχαιολογικό χώρο της Ανουρανταπούρα, μακριά από τις στούπες που είναι από το πρωί γεμάτες κόσμο ολόγυρα και γενικότερα μέσα στο αρκετά ενδιαφέρον πάρκο Μαχαμεβνάγουα. Την ησυχία διακοπτουν διακριτικά ένας μοναχός που διδάσκει λίγο πιο μακριά  τεχνικές διαλογισμού σε μια ομάδα νεαρών και ένας ξεναγός που εξηγεί τον τρόπο κατασκευής του αγάλματος, του μοναδικού διασωθέντος από τα τέσσερα αγάλματα που υπήρχαν κοιτάζοντας το καθένα και σε μία διαφορετική κατεύθυνση με ένα δένδρο ανάμεσά τους.       

Στις σκέψεις μου εναλλάσσονται η σχετικότητα του πρίσματος παρατήρησης των φαινομένων, το περιστατικό του Φειδία και του Αλκαμένη, οι «Πρέσβεις» του Χολμπάιν όπου η νεκροκεφαλή ως συμβολισμός του «memento mori» φαίνεται καθαρά μόνο αν κοιτάξεις τον πίνακα απο χαμηλά αριστερά και από ψηλα δεξιά και το βουδιστικό αξίωμα ότι καταλαβαίνεις τον σοφό άνθρωπο από το χαμόγελο της κατανόησης και της επίγνωσης των πραγμάτων. Κάτι που δεν πρέπει να είναι άσχετο με το ότι ο Νέιρου (ο Νεχρού όπως προφέρεται στην Ελλάδα) είχε για συντροφιά του στην φυλακή του Ντερανούν όπου είχε οδηγηθεί το 1941 την φωτογραφία του αγάλματος της Ανουρανταπούρα. 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s