Το φρούριο του Ιουστινιανού στα Σκόπια

Δεκαετία 1340. Η Ρωμανία, το «Βυζάντιο» όπως θα ονομαστεί για πρώτη φορά το 1562 από τον Γερμανό ουμανιστή Ιερώνυμο Βολφ, περνά μια ταραχώδη περίοδο στην οποία κυριαρχούν εμφύλιοι πόλεμοι, όπως εκείνος μεταξύ Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού, και Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου. Στις 26 Οκτωβρίου 1341 ο στρατός ανακηρύσσει στο Διδυμότειχο βασιλέα τον Καντακουζηνό, ενώ στις 19 Νοεμβρίου ο Ιωάννης Παλαιολόγος στέφεται βασιλέας στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα. Την αυτοκρατορία συνταράσσει και ο εμφύλιος ησυχαστών και «αντιησυχαστών», με τους οποίους συντάσσονται και οι ζηλωτές, όπου αντιμάχονται κοσμικός κλήρος με μοναχισμό και αριστοτελικοί θεολόγοι με πλατωνικούς, με όλα αυτά να αποκτούν βεβαίως και πολιτικές διαστάσεις.
Οι ζηλωτές, εκφράζοντας τα συμφέροντα κατώτερων και μεσαίων τάξεων, όπως εργατών, καλλιεργητών, μικροϊδιοκτητών και ναυτικών, στασιάζουν το 1342 υπό τον Ανδρέα Παλαιολόγο και καταλαμβάνουν τη Συμβασιλεύουσα. Ανακηρύσσουν την «Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης», εξαπολύουν σφαγές κατά των αριστοκρατών, των πλουσίων και των αξιωματούχων και καθιερώνουν στην πόλη του αρχιεπισκόπου και επιφανούς θεωρητικού εκπροσώπου των ησυχαστών Γρηγόριου Παλαμά καθεστώς αυτοδιοίκησης ζητώντας αυτονομία.
Η εξέγερση συνδέεται άμεσα με τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής. Οι εξεγερμένοι, οι οποίοι θεωρούν τον Καντακουζηνό ασεβή προς τη θεόδοτη μοναρχία και νομιμότητα σφετεριστή, συνδέονται με τους Παλαιολόγους, και διότι μέλη της διοικούσαν τη Θεσσαλονίκη, αλλά και διότι βλέπουν, όπως κι αυτοί, με λιγότερο εχθρικό -αν όχι και με φιλικό- μάτι τους Λατίνους. Συν το ότι ο Καντακουζηνός είναι και αριστοκράτης και υπέρ της κεντρικής διοίκησης, ενώ οι ίδιοι επιδιώκουν αυτονομία και ριζική κοινωνική αλλαγή στα πρότυπα μιας πρωτοχριστιανικής κοινοχρησίας ή ακόμη και κοινοκτημοσύνης. Έτσι, δεν είναι περίεργο που η μία πλευρά αποκαλεί την άλλη όργανο ξένων δυνάμεων.

Ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο οποίος θα καταπνίξει στο αίμα τη στάση, θα κατηγορήσει τους ζηλωτές ως όργανα των Σέρβων και του Στέφανου Δουσάν. Καθώς με τις περιπέτειες αυτές η αυτοκρατορία παρακμάζει ταχύτατα και δεδομένου ότι «η φύση απεχθάνεται το κενό», προκύπτουν τότε δύο ισχυρές δυνάμεις στη βαλκανική. Οι Τούρκοι, τους οποίους σημειωτέον χρησιμοποιεί ο Καντακουζηνός για να καταστείλει την ανταρσία των ζηλωτών, και οι Σέρβοι.
Κυριακή του Πάσχα, 16 Απριλίου 1346. Ο κατά Καντακουζηνό υποκινητής της στάσης της ζηλωτών 38χρονος βασιλέας της Σερβίας από το 1331 έως το 1345 και τσάρος της Σερβίας, όπως ανακηρύχθηκε στις Σέρρες το 1345, Στέφανος Δουσάν στέφεται αυτοκράτορας. Και όχι απλώς αυτοκράτορας των Σέρβων, αλλά αυτοκράτορας Σέρβων και Ελλήνων («βασιλεύς και αυτoκράτωρ Σερβίας και Pωμανίας»). Η επικράτειά του κατέχει πάνω από τη μισή Βαλκανική, έκταση μεγαλύτερη των Βυζαντινών και των Βουλγάρων μαζί, περιλαμβάνουσα και ελλαδικές περιοχές, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και Δυτική Στερεά. Ακολουθώντας δε το βυζαντινό πρωτόκολλο, μοιράζει σε συγγενείς του τίτλους, προσφωνήσεις και αξιώματα όπως «Δεσπότης», «Καίσαρ» και «Σεβαστοκράτωρ».
Η ανακήρυξη του Στέφανου Δουσάν σε αυτοκράτορα Σέρβων και Ελλήνων πραγματοποιείται στο φρούριο των Σκοπίων, στο υψηλότερο σημείο της πόλης με θέα τον Βαρδάρη, παρόντων του Βούλγαρου πατριάρχη Συμεών, του Σέρβου αρχιεπισκόπου Ιωαννίκιου Β’, ο οποίος από την ημέρα αυτή ελέω «αυτοκεφάλου» ονομάζεται πλέον πατριάρχης Σερβίας, του αρχιεπισκόπου Οχρίδος Νικόλαου Β’ και αντιπροσωπείας Αγιορειτών. Το φρούριο κατασκευάστηκε από τραβερτίνη αλλά και από κλασικό ασβεστόλιθο τον 6ο αιώνα μ.Χ. επί Ιουστινιανού Α’, ο οποίος γεννήθηκε μόλις 20 χιλιόμετρα πιο μακριά, στο Ταυρίσιον. Έκτοτε θα καταστραφεί και θα ανακατασκευαστεί κι άλλες φορές εξαιτίας βαρβαρικών επιδομών αλλά και σεισμών, ενώ θα καταληφθεί από Βούλγαρους, Οθωμανούς και Αυστριακούς. Από τις περιγραφές του περιηγητή Εβλιά Τσελεμπί γνωρίζουμε πως το 1660 διέθετε διπλά τείχη, τάφρο με ξύλινη γέφυρα, πενήντα προμαχώνες και τρεις πύλες.
Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019, απόγευμα. Αφήνοντας πίσω μου το έφιππο άγαλμα του Αλέξανδρου, διασχίζω την Πέτρινη Γέφυρα και βγαίνω στην ανατολική όχθη του Βαρδάρη, περνώντας ανάμεσα στο Αρχαιολογικό Μουσείο στα δεξιά μου και το Μουσείο Ολοκαυτώματος στα αριστερά. Περνώντας τη μεγάλη Λεωφόρο Ντέλστεφ, βλέπω στα αριστερά το φρούριο. Περπατώ γύρω στη μία ώρα, αλλά αν δεν σταματούσα κάθε τόσο να φωτογραφίσω το ποτάμι, τις γέφυρες, τα κτήρια και τα ουκ ολίγα αγάλματα και μνημεία, θα είχα φτάσει εκεί σε λιγότερο από 20 λεπτά.

Κάνω μια ημικυκλική πορεία ως τη μοναδική είσοδο του κάστρου, η οποία είναι δωρεάν, και σε 10 λεπτά φτάνω στην κορυφή του βραχώδους λόφου όπου βρίσκεται το φρούριο. Εδώ έχουμε τα πρώτα ευρήματα ανθρώπινης παρουσίας στα Σκόπια, από τη Χαλκολιθική Περίοδο (4η χιλιετία π.Χ.).
Έχοντας πια φτάσει στην κορυφή, διαπιστώνω πως το περπάτημα άξιζε τον κόπο, καθώς η θέα είναι εκπληκτική και περιλαμβάνει την πόλη, τον Βαρδάρη, τις γέφυρες, το κυκλοτερές κτήριο του ταχυδρομείου, την παρόχθια λεωφόρο Βλαχόφ, το στάδιο Τόσε Προέσκι Αρένα, όπως μετονομάστηκε μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών το «Φίλιππος Β» προς τιμήν του αδικοχαμένου τραγουδιστή που αγαπήθηκε σε όλην τη Χερσόνησο του Αίμου και τα γύρω βουνά. Περπατώ πάνω στα τείχη για να απολαύσω καλύτερα τη θέα, ενώ παραδόξως ελάχιστα άτομα βρίσκονται εδώ.
Με τη δύση του ήλιου ανάβουν απέναντι στην κορυφή του όρους Βόντνο τα φώτα του ύψους 66 μέτρων Σταυρού της Χιλιετίας, ενός από τους υψηλότερους στον κόσμο, τον οποίο κατάφεραν να καταστήσουν -και αυτόν- θέμα ντιμπέιτ οι σκληροπυρηνικοί θιασώτες της πολιτικής ορθότητας.
Κατηγορίες:ΤΑΞΙΔΙΑ