Θέατρο

Ο Σέντζας: τρίπρακτη κωμωδία ή τετράπρακτο δράμα;

Παρασκευή 22 Μαΐου 1925. Ο θίασος Βεάκη – Νέζερ ανεβάζει στο θέατρο «Κεντρικόν» το έργο του Παντελή Χορν «Ο Σέντζας». Έχει προηγηθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα η τεράστια επιτυχία που σημείωσε το «Φυντανάκι» το οποίο έκανε γνωστό στο πανελλήνιο τον συγγραφέα.
Το έργο αναγγέλλεται ως «Κωμωδία εις πράξεις τρεις». Και στις ρεκλάμες των εφημερίδων διευκρινίζεται, με την γλώσσα και την ορθογραφία τη εποχής, ότι «Προς αποφυγήν παρεξηγήσεως ειδοποιούμεν ότι τό έργον ως εκ τής φύσεως αφτού ελευθεριάζει είς τινα σημεία, χωρίς όμως να στηρίξη την επιτυχίαν εις το άσεμνον».
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, παραμένει ακόμη αναπάντητο το ερώτημα, τι ώθησε τους συνθιασάρχες Αιμίλιο Βεάκη και Χριστόφορο Νέζερ που υποδύθηκαν τον Σέντζα και τον πραματευτή αντιστοίχως δίπλα στην συμπράττουσα Μαρία Φιλιππίδου, αλλά και τον σκηνοθέτη Μιχαήλ Κουνελάκη, να ανεβάσουν σε τρεις πράξεις τον «Σέντζα» παραλείποντας την τέταρτη πράξη. Λογοκρισία λόγω του ελευθεριάζοντος λόγου; Αυτολογοκρισία λόγω του ότι στην τέταρτη πράξη θίγεται με ανθρωπιά και όχι με κανιβαλισμό επί σκηνής ένα θέμα ταμπού όπως η ανδρική ανικανότητα; Κομφορμισμός; Εμπορικότητα;

Κόντρα στο πνεύμα της εποχής

Για να μπορέσει να υποθέσει κάποιος τι μεσολάβησε, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του και τον περίγυρο. Στην Κωνσταντινούπολη, τον τόπο όπου δραστηριοποιείται ο κεντρικός ήρωας, η κυβέρνηση έχει απελάσει μερικές εβδομάδες νωρίτερα τον πατριάρχη Κωνσταντίνο ΣΤ’. Τρεις εβδομάδες αργότερα, ο Πάγκαλος κηρύσσει δικτατορία. Την ίδια χρονιά έχουμε το Επεισόδιο του Πετριτσίου. Και ενώ αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί στην χώρα και στην γειτονιά της, αντιλαμβανόμαστε ακόμη περισσότερο το ρεύμα της εποχής λαμβάνοντας υπόψη ότι την χρονιά εκείνη εκδόθηκε και το βιβλίο του Χίτλερ «Ο Αγών μου». Αναδυόμενοι εθνικισμοί, αποθέωση του μικροαστικού συντηρητισμού, φόβοι και φοβίες. Δεν είναι άσχετη εκείνου του περίγυρου η κριτική του Φώτου Πολίτη («έργον απομακρυσμένο από την αλήθεια και συγκρουόμενο με το ηθικό βάθρο… επί του οποίου έχει κατορθώσει να στηρίζεται, καλούτσικα ακόμη, το κοινωνικό μας οικοδόμημα»).

Χορν και Φρόυντ

Όπως και να έχει, όποια και αν είναι η απάντηση, ο τρίπρακτος «Σέντζας» είναι ένα εντελώς διαφορετικό έργο από τον τετράπρακτο. Ενώ ο τρίπρακτος «Σέντζας» θυμίζει κωμωδία ηθών, ο τετράπρακτος, λόγω του φινάλε του, μετατρέπεται σε δράμα με ψυχολογικές προεκτάσεις. Η παράλειψη της τετάρτης πράξεως δεν αδικεί μόνον το ύφος του έργου, αλλά αδικεί και την διεισδυτική ψυχαναλυτική ματιά του Παντελή Χορν στον χαρακτήρα του πρωταγωνιστού αλλά και του νησιωτικού μικρόκοσμου εντός του οποίου εκτυλίσσεται η υπόθεση. Ας μην ξεχνάμε ότι ο εβραϊκής και αυστριακής -μιας και γεννήθηκε το 1881 στην αυστριακή τότε Τεργέστη- καταγωγής Χορν, ήταν από τους πρώιμους θαυμαστές και μελετητές του διασημότερου Εβραίου Αυστριακού της εποχής, του Σίγκμουντ Φρόυντ. Όταν έγραφε τον «Σέντσα» είχε ήδη εκδοθεί το «Πέραν της αρχής της ηδονής» ενώ ο συγγραφέας ήταν τόσο εξοικειωμένος με το έργο του Βιεννέζου ψυχίατρου που στον «Σέντζα» κάνει νύξεις για σκέψεις που θα αναπτύξει διεξοδικά ο Φρόυντ στο «Das Unbehagen in der Kultur» («Ο πολιτισμός ως πηγή δυστυχίας») το οποίο θα εκδοθεί 5 χρόνια αργότερα με θέμα το αξίωμα πως το ενοχικό συναίσθημα κινεί τον πολιτισμό, οδηγώντας όμως παράλληλα και στην απώλεια της ευτυχίας.
Εκεί όπου στις τρεις πράξεις ο «Σέντζας» εμφανίζεται ως ένας ματαιόδοξος πλούσιος τραπεζίτης ο οποίος με τα λεφτά του εξαγοράζει φήμη και δόξα, στην τέταρτη πράξη, αποκαλύπτεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο από ένα θύμα που «εκβιάζεται» από μια υποκριτική κοινωνία πρόθυμη να τον κανιβαλίσει. Πως δεν είναι απλώς ένας ματαιόδοξος άνθρωπος, αλλά και ένας άνδρας με αισθήματα και πως στην ουσία αναγκάζεται να εξαγοράζει την σιωπή όσων γνωρίζουν το μυστικό του για να μην γίνει αντικείμενο κακόβουλων κουτσομπολιών. Ενδιαφέρον επίσης έχει και το ότι όχι μόνο υπάρχει η εκδοχή του τρίπρακτου και του τετράπρακτου, αλλά και ότι υπάρχουν και δύο διαφορετικές τρίπρακτες εκδοχές με διαφορετικό φινάλε.

Στον «Σέντζα» δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χορν καταπιάνεται με το κουτσομπολιό. Αυτό το αντικοινωνικό φαινόμενο της κακογλωσσιάς όπου ο άνθρωπος γίνεται χειρότερος από θηρίο, είναι το κεντρικό θέμα της ηθογραφίας «Γειτόνισσες». Κάτι ανάλογο πράττει και στην φανταιζί κωμωδία «Σκραπ» όπου η ασυνείδητη φλυαρία και μυθοπλασία γύρω από γεγονότα, μπορεί εύκολα να αναστατώσει και να ανατρέψει τις ζωές άλλων ανθρώπων.

Σέντζας – σένσα

Ο «Σέντζας», ως τίτλος, είναι ένα λογοπαίγνιο. Πρόκειται για το ιταλικό «σένσα» που σημαίνει «χωρίς». Ο Σέντζας σε αυτό το «πιραντελλικό» έργο είναι ένας άνδρας «χωρίς» ανδρισμό. Σεξουαλικά ανίκανος. Χάρη στην περιουσία του, πρόκειται για έναν μυστήριο ευπατρίδη τραπεζίτη της Κωνσταντινουπόλεως, εξαγοράζει όσους συμπατριώτες του γνωρίζουν στο αιγαιοπελαγίτικο νησί του -όπου έχει επιστρέψει για να ζήσει από εδώ και πέρα- το μυστικό του προκειμένου να μην το αποκαλύψουν. Και τους δωροδοκεί όχι μόνο για να μην αποκαλύψουν το μυστικό του, αλλά και για να συντηρήσουν τον ψεύτικο μύθο που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του, ότι είναι ένας ακαταμάχητος, αδίστακτος και αμετανόητος γυναικάς με εκατοντάδες επιτυχίες.
Ίσως αυτός ο προβληματισμός και το «πικρό» φινάλε του έργου να θεωρήθηκαν αντιεμπορικά στοιχεία στην Αθήνα του 1925 και έτσι να προτιμήθηκε η κωμική τρίπρακτη εκδοχή ως πιο εμπορική. Ή ίσως ακόμη η «τολμηρή» για τα ερωτικά ήθη της εποχής «θυσία» του πρωταγωνιστή σε συνδυασμό και με τα σκαμπρόζικα λογοπαίγνια Ιουνίου να προκαλούσε σοκ στους θεατές.
Ακριβώς αυτό το θέμα «ταμπού» ήταν ένας από τους λόγους που το έργο, σε συνδυασμό και με τα ουκ ολίγα σεξουαλικά υπονοούμενα των διαλόγων, χαρακτηρίστηκε τολμηρό. Οι κριτικοί θα το κατακεραυνώσουν. Και δεν ήταν το μοναδικό του Χορν που αντιμετωπίσθηκε ως τέτοιο. Το 1906 και ενώ υπηρετούσε στο Πολεμικό Ναυτικό ως ανθυποπλοίαρχος, πέρασε κατόπιν εντολής του υπουργού Ναυτικών της κυβερνήσεως Γεωργίου Θεοτόκη, του Κωνσταντίνου Τρικούπη, υιού του αγωνιστή του 1821 Θεμιστοκλή Τρικούπη, από Ναυτοδικείο με την κατηγορία της προσβολής των ηθών. Ο 26χρονος Χορν θα αθωωθεί, όμως ήδη του έχουν κηρύξει τον πόλεμο οι οπαδοί της καθαρεύουσας, σε αντίθεση με εκείνους της δημοτικής οι οποίοι τον εξυμνούν. Από τις ελάχιστες εξαιρέσεις που υποδέχθηκαν ευνοϊκά το έργο είναι ο Άλκης Θρύλος και ο Κωστής Μπαστιάς. Την ίδια τύχη, της έντονης αποδοκιμασίας εκ μέρους των κριτικών θα γνωρίσει την ίδια χρονιά και ένα ακόμη έργο του που ανεβαίνει, μια «τραγωδία πόθου» όπως θα το ονομάζει ο ίδιος, που καταπιάνεται με το ερωτικό ένστικτο, «Η Φλαντρώ» όπου έναν από τους ρόλους κρατούσε τότε και η νεαρά Γεωργία Βασιλειάδου.

Η παράσταση του 2002

Ευτύχησα να δω την παράσταση που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο τον χειμώνα του 2002-2003. Τόσο ο τόπος, ένα νησί του Αιγαίου, όσο και ο χρόνος, αρχές του 20ου αιώνος, μπορούν εύκολα να προσδιοριστούν από τον θεατή, αμέσως με το που ανεβαίνει η αυλαία. Σε αυτό βοηθούν και η σκηνογραφία της Ρένας Γεωργιάδου η οποία έστησε ένα εύγλωττο σκηνικό με την αυλή και την νησιώτικη σκάλα, αλλά και τα κοστούμια της που παραπέμπουν αμέσως σε συγκεκριμένη εποχή.
Η παράσταση ξεκινά με την φωνή του Πραματευτή να διαλαλεί από νωρίς το πρωί, την ώρα που όλοι -εκτός από την υπηρέτρια, την Μόσχα (Νικολέττα Βλαβιανού) κοιμούνται, την πραμάτεια του. Τον υποδύεται ο Σωτήρης Τζεβελέκος, ο οποίος 34 χρόνια μετά την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στον «Ταρτούφο» του Μολιέρου υποδύεται μια μολιερική φυσιογνωμία, του μέχρι δουλοπρέπειας γαλήφη έμπορου. Η υπόθεση ξεκινά με τον διάλογο της Μόσχας με την Μαρίτσα, την ανύπαντρη αδελφή του προέδρου, η οποία μόλις έχει ξυπνήσει, ο οποίος διανθίζεται με ποιητικό ύφος («σαν να ήπια δέκα κούπες Μοσχάτο κρασί). Μαθαίνουμε ότι της Μαρίτσας της λείπει η αντρική παρουσία και πάνω στην κουβέντα η Μόσχα την φιλάει ερωτικά για να της δείξει πως είναι το φιλί, σκηνή διόλου απίθανο να σοκάρισε το κοινό στο πρώτο ανέβασμα του έργου 77 χρόνια νωρίτερα. Η έλλειψη άνδρα την έχει φέρει σε μια κατάσταση χαμηλής αυτοεκτιμήσεως. «Στην Πόλη ούτε για δούλα δεν θα έκανα» λέει σε μια κρίση υπαρξιακή η οποία κατοπτρίζει και το κοντράστ της αστικής ζωής με την επαρχία.
Την συμπλεγματική στάση των επαρχιωτών απέναντι στον πλούσιο τραπεζίτη της Κωνσταντινουπόλεως φανερώνουν οι διάλογοι μεταξύ τους. Ο Μαθιός, ο οποίος είναι ο πρόεδρος της κοινότητος (τον υποδύεται ο Τάσος Πεζιρκιανίδης) λέει για την αδελφή του «αν ήταν καπάτσα θα τον είχε τυλίξει». Δεν γνωρίζει όμως ούτε ότι η Μαρίτσα είναι κρυφά ερωτευμένη με τον Σέντζα, αλλά ούτε και πως ο Σέντζας είναι και αυτός κρυφά ερωτευμένος με την αδελφή του.
Στην σκηνή εισέρχεται ο αγράμματος τρελλοδάσκαλος, ο οποίος ενημερώνει τον πρόεδρο πως το νησί είναι ανάστατο και ζητά να φύγει ο Σέντζας. «Ατιμάζει τα κορίτσια μας» λένε με αγανάκτηση, και επαναλαμβάνει φωνάζοντας οργισμένα ο δάσκαλος.
Καθώς η κουβέντα έρχεται στην δικαιοσύνη, ο Μαθιός ρωτά «πού την πουλάνε», κάνοντας μια πρώτη νύξη στο κοινό για την διαφθορά η οποία σιγά σιγά, όσο προχωρά η πλοκή, αποκαλύπτεται σε όλη της την έκταση. Στου διαλόγους που θα ακολουθήσουν ανάμεσα στους προύχοντες του νησιού, θα αποκαλυφθεί ότι έχουν βουτήξει χρήματα από εράνους, από κρατική βοήθεια για τους σεισμοπαθείς, από τις εισφορές για την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Και όλοι αυτοί, συστήνουν επιτροπές οι οποίες διαχειρίζονται τα χρήματα των αγαθοεργιών για να πλουτίζουν.
Επόμενος ήρωας που εμφανίζεται στην σκηνή, είναι ο ταμίας της κοινότητος, ο κυρ-Νικολάκης. Αυτός θα πληροφορήσει τον πρόεδρο Μαθιό ότι ο φιλοξενούμενος του που σε τόση υπόληψη τον έχει, δηλαδή ο Σέντζας, είναι όπως διαδίδεται στην Πόλη» «σκάρτος». Ο Μαθιός αρνείται πως μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο και ξεκινούν μεταξύ τους μερικοί παραστατικοί διάλογοι:
«Είναι όλες φςςςςςς (δείχνοντας την κοιλιά υπονοώντας πως έχει αφήσει εγκύους πολλές γυναίκες)…».
«είναι εργοστάσιο παιδοποιίας…».
«όπου ακούς πολλά κεράσια…».
«έχει γεμίσει με μπασταρδάκια όλον τον τόπο…».
-«Να’τος» λένε οι δύο προεστοί βλέποντάς τον να εμφανίζεται «αυτός» όπως τον αναφέρουν, μια λέξη που δείχνει, με τον τρόπο που την προφέρουν, πως θεωρούν τον Σέντζα ταυτόχρονα ανώτερο αλλά και ξένο, απόμακρο και θρύλο.
Στους διαλόγους που ακολουθούν, ο Σέντζας δεν χάνει ευκαιρία, την οποία φροντίζουν επιμελώς να του την παρέχουν συνεχώς οι πεινασμένοι για «πικάντικες» ιστορίες προεστοί, να κομπάζει για τις ερωτικές κατακτήσεις του. Και κάθε τόσο αναρωτιέται υπερηφανευόμενος για την φαυλότητά του «μα είναι κατηγορία να σε αποκαλούν γυναικά;». Για να καταλήγει η συζήτηση σε συμπεράσματα όπως «Έχουμε απαίτηση ο κόσμος, εδώ, να έχει μοντέρνες ιδέες; Στην Πόλη αυτά τα θεωρούν φυσικότατα». Η εξιστόρηση των κατορθωμάτων του συνεχίζεται με τις ίσως και 200 γυναίκες που έχει κατακτήσει, τις 15 γυναίκες που πήρε στο ξενοδοχείο και το πρωί τις βρήκε κατάκοπες και εξαντλημένες («ενώ εγώ όλος φρεσκάδα, σφρίγος και ορμή» εξιστορεί στους προεστούς) με τον ίδιο να συνεχίζει την ολονύκτια περιπέτειά του με την καμαριέρα.
Και όταν η κουβέντα έρχεται στις εγκυμοσύνες των θηραμάτων του, ο Σέντζας εκτοξεύει τις τερατολογίες στα ύψη. «Βάλαμε καμιόνια να κουβαλάνε μαίες από όλες τις πόλεις. Μέχρι και από το Παρίσι».

«Μεταξύ κατεργαραίων, ειλικρίνεια»

Επάνω στην συζήτηση, αποδεικνύεται ότι οι ιστορίες του Σέντζα όχι μόνο παρουσιάζουν αρκετά κενά, αλλά και ταιριάζουν με τις φήμες που κυκλοφορούν πως στην Πόλη ο πατριάρχης έδωσε το διαζύγιο που ζητούσε η γυναίκα του επειδή ήταν ανίκανος. Έτσι, σκαρφίζεται μια ιστορία πως είχε έναν δίδυμο αδελφό ο οποίος ήταν αεροπόρος και κάποια στιγμή εξαφανίστηκε με το αεροπλάνο του. Έκτοτε εκείνος πήρε την θέση του, και δεν ήταν ο ίδιος, αλλά ο δίδυμος αδελφός του ο ανίκανος. «Ο ζωντανός, χαμένος – ο χαμένος, ζωντανός. Ο γερός, σκάρτος – ο σκάρτος, γερός» λέει στο ακροατήριό του. Και καθώς αντιλαμβάνεται ότι δεν γίνεται πιστευτός, ή τουλάχιστον τόσο πιστευτός που να κόψει στους συνομιλητές του κάθε διάθεση αναπαραγωγής των κουτσομπολιών για την «μειονεξία» του, εμμέσως φανερώνει ότι και αυτός γνωρίζει για τις απάτες τους.
-«Αν ήταν να πιστέψω κι εγώ όλα όσα λέγονται για εσένα, θα έλεγα πως έχω μπροστά μου έναν φοβερό λωποδύτη δίδυμο αδελφό» προειδοποιεί τον ταμία κυρ-Νικολάκη.
-«Θα έτρωγα εγώ τα λεφτά της εκκλησίας;» ανταπαντά ο κυρ-Νικολάκης στον Σέντζα.
-«Πάρε λεφτά για την εκκλησία αφού δεν πιστεύεις όσα λέγονται για εμένα» λέει στον κυρ-Νικολάκη ο Σέντζας πληρώνοντάς τον για να εξασφαλίσει την σιωπή του.
Το «λάδωμα» όμως δεν σταματά εδώ. Περιλαμβάνει αμερικάνικα τσιγάρα για τους προεστούς, πούρα Αβάνας, ακόμη και την αγορά ολόκληρης της πραμάτεια του πραματευτή.
Ο πραματευτής συντηρεί τον μύθο του Σέντζα με τις πιο ευφάνταστες προφάσεις. Όπως ότι πούλησε ίσα με 300 φαρδιές πολυτελείς ζώνες στις νησιώτισσες για να κρύβουν την εγκυμοσύνη τους απ τις αγόρασε με δικά του χρήματα. «Αγόρασαν και πέντε – έξι καλόγριες του ΑηΛιά» πληροφορεί την ομήγυρη. Φροντίζει όμως να θυμίσει και αυτός στον Σέντζα πως τον γνωρίζει από την Πόλη. Προσθέτοντας με νόημα πως από αυτόν ψώνιζε η γυναίκα του, εξασφαλίζοντας έτσι όλο και μεγαλύτερες παραγγελίες και οικονομική ενίσχυση από τον πλούσιο τραπεζίτη.

Σκηνή και πλατεία

Στην κορύφωση του έργου, ο Σέντζας απευθύνει ένα δριμύ κατηγορώ σε όσους προσποιούνται ότι είναι κάτι σημαντικό και σαν να μην έφθανε αυτό, κομπάζουν κιόλας. Στο σημείο αυτό, οι ρόλοι της θεατρικής παράστασης αντιστρέφονται. Ο Σέντζας με επιβλητική φωνή εξηγεί, απευθυνόμενος τόσο στους ήρωες του έργου όσο και -κυρίως- στο κοινό πως «Όλα εδώ, κατά μία έννοια, είναι ένα θέατρο. Μια κοροϊδία. Ποιος θα γελάσει τον άλλον. Κι οι θεατρίνοι, κι αυτοί ακόμη παριστάνουν τον σπουδαίο. Πιο θεατρίνοι είναι εκείνοι που κάθονται στην πλατεία. Αυτοί που τρώνε τα ψέματα». Και εννοεί ασφαλώς πως υποκριτές είναι όλοι αυτοί που γελάνε με τα πάθη του έργου ενώ στην πραγματικότητα τα πάθη τα συναντάμε στην ζωή, στην καθημερινότητα.
Η τρίτη πράξη τελειώνει με τον πραματευτή να αφήνει στο τραπέζι μερικά τονωτικά χάπια του ανδρισμού που του έχει ζητήσει ο Σέντζας «για έναν φίλο του». Και μόνο που τα ζητά, παρότι στην κουβέντα που γίνεται με τον γιατρό και την παρέα τους συμφωνούν πως πρόκειται για απάτη που απλώς ενισχύουν την αυθυποβολή, δείχνει πόσο απελπισμένος αισθάνεται. Η αδελφή του Μαθιού που τον έχει βάλει στο μάτι και τον περιμένει για να τον ξελογιάσει, νομίζει πως τα χάπια είναι ηρεμιστικά όπως της έχει πει ο πραματευτής και παίρνει μερικά διότι αισθάνεται νευρική. Καθώς όμως ο Σέντζας την απορρίπτει (αφού δεν θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς για να μην αποκαλυφθεί η αναπηρία του) υπό την επήρεια των χαπιών καλεί στο δωμάτιό της τον μόνο άνδρα που είναι διαθέσιμος εκείνη την στιγμή, τον πραματευτή. Ο αδελφός της ανακαλύπτει πως στο δωμάτιο η Μαρίτσα βρίσκεται εκείνη την στιγμή με τον εραστή της και πιστεύοντας πως πρόκειται για τον Σέντζα πανηγυρίζει που θα τον κάνει γαμπρό του. Η δε σκηνή όπου παρακαλουθεί την αδελφή του από την κλειδαρότρυπα, ήταν εκείνη που είχε εξαγριώσει τους κριτικούς στην παράσταση του 1925. Αλλά και οι θεατές εκείνης της παραστάσεως είχαν σοκαριστεί, καθώς ένα σφύριγμα στην πλατεία έδωσε το σύνθημα για μαζική αποδοκιμασία, ευτυχώς όμως εκείνη την στιγμή εμφανιζόταν στην σκηνή ο Βεάκης και με την καλλιτεχνική του επιβολή ανάγκασε τον κόσμο να σωπάσει.

Η τέταρτη πράξη

Στην τέταρτη πράξη η κωμωδία μετατρέπεται μετά από ένα κρεσέντο διαρκείας σε δράμα. Ο Σέντζας δέχεται να πάρει για σύζυγό του την αδελφή του Μαθιού. Και μετά, προσλαμβάνει τον πραματευτή για σωφέρ του. Όταν μένουν οι δύο τους, ο Σέντζας και η Μαρίτσα, της λέει πως αν και θα την πάρει για γυναίκα του, δεν πρόκειται ποτέ να την αγκαλιάσει καθώς νιώθει αηδιασμένος που θα πάρει γυναίκα «από δεύτερο χέρι». Η Μαρίτσα αισθάνεται ταπεινωμένη και του ζητά να την συγχωρέσει. Αυτός γίνεται ακόμη σκληρότερος και όσο αυτός γίνεται σκληρότερος, τόσο πιο άσχημα αισθάνεται αυτή. Βλέποντας το πόσο έκανε την Μαρίτσα να υποφέρει και εντυπωσιασμένος που δεν θέλει τα λεφτά του αλλά τον ίδιο, την αγάπη και την εκτίμησή του, πέφτει στην αγκαλιά της αποκαλύπτοντάς την αλήθεια. Της υπόσχεται πως θα την αγαπά και θα φροντίσει να μην της λείψει τίποτε. Εκείνη θλιμμένη τον ρωτά τι να τα κάνει τα πλούτη όταν δεν θα νιώθει γυναίκα. Ο Σέντζας της απαντά πως θα φροντίσει και για αυτό. Η Μαρίτσα τον ρωτά πώς θα καταφέρει κάτι τέτοιο. Ο Σέντζας δεν της απαντά. Εκείνη την στιγμή ακούγεται η φωνή του πραματευτή καθώς διαλαλεί την πραμάτεια του. Καταλαβαίνει τι εννοεί ο μέλλων σύζυγός της και τον αγκαλιάζει με αγάπη και στοργή.

Ο πραματευτής ως alter ego του τραπεζίτη

Ο Σέντζας είναι και ήρωας και αντιήρωας. Από μια γελοιογραφία ή καρικατούρα των τριών πράξεων, μεταμορφώνεται σε ένα πάσχον τραγικό πρόσωπο, το περίγραμμα του οποίου συμπληρώνεται από τις ιδιότητες ενός άλλου δραματικού χαρακτήρα, του «Πραματευτή». Ο Σέντζας κυνηγά τις γυναίκες προβάλλοντας την υπερσεξουαλική του ταυτότητα (θυμίζοντας έναν άλλον ήρωα, τον Δον Ζουάν) για να κρύψει την σεξουαλική του ανεπάρκεια, ενώ διαμετρικά αντίθετα στέκεται ο «Πραματευτής» ο οποίος προβάλλει μια δήθεν σεξουαλική ανικανότητα για να χαίρεται τις ερωτικές του περιπέτειες χωρίς να κινεί υποψίες. Στην ουσία, το alter ego του τραπεζίτη δεν είναι μόνον η «πιραντελλική» μάσκα του δήθεν ακαταμάχητου γυναικοκατακτητή που απολαμβάνει την φήμη του, αλλά και ο διεφθαρμένος ερωτύλος πραματευτής. Και η μάσκα του δεν είναι μάσκα εξαπατήσεως των άλλων, αλλά μάσκα εξαπατήσεως του εαυτού του. Και όχι μόνα ως άνδρα αλλά και ως χαρακτήρα. Πρόκειται για έναν τρυφερό άνδρα με κυνικό προσωπείο.

Εμπνεόμενος από τον Crommelynck

Το έργο θυμίζει το «Knock ou le Triomphe de la médicine» του Jules Romain που ανέβηκε για πρώτη φορά στις 15 Δεκεμβρίου 1923 στο Théâtre des Champs-Èlysées» του Παρισιού με θέμα την υποχονδρίαση, ειδικά δε στο σημείο όπου οι προεστοί λένε «Η χώρα μας πάσχει από υγεία». Και το λένε αυτό για να δικαιολογήσουν το ότι οι γυναίκες μένουν διαρκώς έγκυοι παρότι οι άντρες τους «λείπουν στην Αμερική». Το ίδιο έργο ανέβηκε το 1932 στο Peacock Theatre του Δουβλίνου με σκηνογραφία του 16χρονου τότε Orson Welles. Όπως θυμίζει ακόμη το «Le Cocu magnifique» («Ο Μεγαλοπρεπής Κερατάς») του Βέλγου θεατρικού συγγραφέα Fernand Crommelynck το οποίο κυκλοφόρησε το 1921, στο οποίο ο χωρικός Μπρούνο ο οποίος υποφέρει από μανιακή ζήλεια για την νεαρή, όμορφη και αφοσιωμένη σύζυγό του Στέλλα, πείθει τον εαυτό του πως για να ξεπεράσει την βασανιστική αβεβαιότητα για το αν τον απατά η γυναίκα του, θα πρέπει να βεβαιωθεί πως αυτή τον απατά, και για αυτό παρακινεί φίλους και τους νεαρούς συγχωριανούς του να ριχτούν στην σύζυγό του. Το έργο αυτό, το οποίο μετέφρασε ο Χορν, ανέβηκε το ίδιο καλοκαίρι από τον θίασο της Κυβέλης με τον τίτλο «Ένας ζηλιάρης σύζυγος».

Οι συντελεστές

Το Εθνικό όφειλε να ανεβάσει αυτήν την παράσταση το λιγότερο ως φόρο τιμής στους Έλληνες συγγραφείς που έγραψαν την δική τους ιστορία στο ελληνικό θέατρο. Και τα κατάφερε. Και με την σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου που είχε συνεχή ρυθμό, χωρίς χάσματα, και με τα σκηνικά και κοστούμια και με την διανομή των ρόλων. Ιδανικός και πειστικός Σέντζας ο Τάκης Χρυσικάκος, χωρίς υπερβολές και αχρείαστο στόμφο, με χιούμορ αλλά και βγάζοντας απίστευτο συναίσθημα στην τελευταία σκηνή. Το ίδιο υποδειγματικοί και ο Τάσος Πεζιρκιανίδης και ο Σωτήρης Τζεβελέκος. Πειστικοί στον ρόλο τους ήταν ο Τρύφων Παπουτσής (ιατρός) ο Γιάννης Δεγαΐτης (κυρ-Νικολάκης) ο Περικλής Καρακωνσταντόγλου (δάσκαλος), η Νικολέτα Βλαβιανού (Μόσχα), η Βάσω Ιατροπούλου (Ζαφείρα) η Κλαίρη Μανιάτη (Μυρσίνη) η Αλεξάνδρα Παντελάκη (Περμαθούλα) και η Ελευθερία Βιδάκη (Μαρίτσα).

Φωτογραφία: Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s