Η 24η Δεκεμβρίου 1979 δεν είναι απλώς η ημερομηνία της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν. Είναι και μια ημερομηνία ευρύτερης ιστορικής σημασίας, καθώς η είσοδος του Κόκκινου Στρατού στην χώρα αυτή της Κεντρικής Ασίας σηματοδότησε την απαρχή των εξελίξεων που οδήγησαν σταδιακά στην διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την αφύπνιση του ριζοσπαστικού Ισλάμ, στο μονοπολικό παγκόσμιο σύστημα και στην ισλαμική τρομοκρατία. Ιθύνων νους της εισβολής ήταν o επικεφαλής της KGB Γιούρι Αντρόπωφ. Ο μετέπειτα γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ ήταν υπέρ των δραστικών επεμβάσεων του Κόκκινου Στρατού όπου αμφισβητούνταν η ηγεμονία και η επιρροή της ΕΣΣΔ. Αυτός ήταν ο λόγος που χαρακτηρίστηκε «Χασάπης της Βουδαπέστης» (ονομάστηκε έτσι λόγω των ωμοτήτων που διέταξε ως πρέσβης της ΕΣΣΔ στην Βουδαπέστη κατά την καταστολή της εξέγερσης στην Ουγγαρία το 1956) και που χειρίστηκε ως αρχηγός της KGB την αντιμετώπιση, με την γνωστή σκληρότητα, της Άνοιξης της Πράγας.
Το αφγανικό δράμα που προηγήθηκε της εισβολής ξεκίνησε 20 μήνες νωρίτερα, στις 27 Απριλίου 1978, όταν οι κομμουνιστές (το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν) κατέλαβαν με πραξικόπημα την εξουσία. Ήταν τις πρώτες πρωινές ώρες της ημέρας εκείνης όταν στρατιωτικές μονάδες φίλα προσκείμενες στο ΛΔΚΑ επιτέθηκαν κατά του προέδρου Νταούντ Χαν στο προεδρικό μέγαρο, το αλλοτινό βασιλικό ανάκτορο, στο κέντρο της Καμπούλ. Ο Νταούντ είχε ανατρέψει και αυτός με την σειρά του, αναίμακτα, 5 χρόνια νωρίτερα τον εξάδελφό του Ζαχίρ Σαχ από τον θρόνο, και αφού κατάργησε στις 17 Ιουλίου 1973 την βασιλεία ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος της χώρας. Ο Νταούντ ήλθε σε αντιπαράθεση με το Πακιστάν καθώς εκπαίδευε παραστρατιωτικούς και αυτονομιστές τους οποίους έστελνε σε αποστολές στο Πακιστάν. Η «απάντηση» ήλθε το 1975 από τον Πακιστανό πρόεδρο Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο ο οποίος ενίσχυσε τόσο τους πολέμαρχους και φύλαρχους που μάχονταν την κυβέρνηση (όπως οι μουτζαχεντίν Τζαλαλουντίν Χακάνι και Άχμαντ Σαχ Μασούντ και ο μετέπειτα πρωθυπουργός Γκουλμπουντίν Χεκματυάρ) όσο και τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές οι οποίοι είχαν έλθει σε σύγκρουση με τον στρατό και την αστυνομία.
Εκτός από τα μέτωπα των μυστικών υπηρεσιών του Πακιστάν, των πολέμαρχων και των μουτζαχεντίν, ο Νταούντ άνοιξε μέτωπο και με την Μόσχα με τις συμμαχίες που επεδίωξε με Ιράν και Ινδία.
Με αφορμή την δολοφονία στις 19 Απριλίου 1978 ενός ιδρυτικού στελέχους του κομμουνιστικού κόμματος, του Μιρ Άκμπαρ Χάιμπερ, ηγέτη των μετριοπαθών κομμουνιστών Παρτσάμ, της μιας από τις δύο φράξιες του κομμουνιστικού κόμματος, ξέσπασαν διαδηλώσεις που οργανώθηκαν από τον Μοχάμμαντ Νατζιμπουλλάχ, μετέπειτα αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών και στην συνέχεια έμπιστο των Σοβιετικών πρόεδρο του Αφγανιστάν επί των ημερών του οποίου αποχώρησε από την χώρα ο Κόκκινος Στρατός. Κάποιοι έκαναν λόγο για δολοφονία του από το ισλαμικό κόμμα του Χεκματυάρ (το «Χέμπζι Ισλάμι») και άλλοι για προβοκάτσια που οργάνωσε για λογαριασμό των κομμουνιστών ο σκληροπυρηνικός Χαφιζουλλάχ Αμίν από την φράξια των ριζοσπαστών «Χαλκ».
Στις 27 Απριλίου οργανώθηκε το πραξικόπημα κατά του Νταούντ και την 1η Μαΐου ανέλαβε πρόεδρος και πρωθυπουργός ο Νουρ Μουχάμμαντ Ταράκι.
Οι «Χαλκ» που στην πάστο σημαίνει «Λαός» αποτελούσαν την ριζοσπαστική πτέρυγα του κόμματος που είχε ερείσματα στους μη προνομιούχους Παστούν και στην επαρχία. Η άλλη κύρια πτέρυγα ήταν οι «Πάρτσαμ» (ονομασία που σημαίνει «Σημαία») που ήταν υπέρ της σταδιακής ειρηνικής μετάβασης στον σοσιαλισμό και στηρίζονταν κυρίως στην μεσοαστική τάξη της πρωτεύουσας. Επτά μέλη των «Πάρτσαμ» είχαν αναλάβει αρχικά υπουργικά πόστα στην κυβέρνηση Νταούντ αλλά στην συνέχεια απομακρύνθηκαν. Πλάι σε αυτές τις δύο πτέρυγες υπήρχαν και οι κινεζόφιλοι Μαοϊκοί.
Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Νουρ Μουχάμμαντ Ταράκι από την πλευρά των «Χαλκ». Πρώτος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ανέλαβε από την πλευρά των «Πάρτσαμ» ο Μπαμπράκ Καρμάλ και υπουργός εξωτερικών ο Χαφιζουλλάχ Αμίν, επίσης από τους «Χαλκ». Η σύμπνοια όμως «Χαλκ» και «Πάρτσαμ» αποδείχθηκε βραχύβια και στις αρχές Ιουλίου ανέλαβαν σχεδόν όλες τις κυβερνητικές θέσεις οι «Χαλκ». Ο Καρμάλ εστάλη ως πρέσβης στην Τσεχοσλοβακία και τον Αύγουστο ο Ταράκι και ο Αμίν επικαλέστηκαν σχέδιο «συνωμοσίας» για να φυλακίσουν και να εκτελέσουν μέλη της κυβέρνησης, περιλαμβανομένου και του στρατιωτικό επικεφαλής του πραξικοπήματος Αμπντούλ Καντίρ.
Ο Ταράκι υπέγραψε στις 5 Δεκεμβρίου 1978 ένα 20ετές Σύμφωνο Φιλίας με την Σοβιετική Ένωση. Την 1η Ιανουαρίου 1979 εγκαινίασε πρόγραμμα αναδιανομής γαιών, κατάργησης των αγροτικών χρεών και των υποθηκών αγροτικών εκτάσεων, το οποίο όμως συνάντησε τις αντιδράσεις των γαιοκτημόνων. Νομοθέτησε μέτρα υπέρ της γυναίκας όπως της συμμετοχής της στα κοινά, κατά του υποχρεωτικού γάμου και της άμεσης καταπολέμησης του αναλφαβητισμού και εν γένει μέτρα που έρχονταν σε αντίθεση με τις απαρχαιωμένες παραδόσεις και το ισχυρό θρησκευτικό συναίσθημα των πληθυσμών στις επαρχίες. Η κυβέρνηση ξεκίνησε ακόμη αντιθρησκευτικό πόλεμο. Αντίτυπα του Κορανίου καίγονταν στην πυρά, ενώ θρησκευτικοί ηγέτες και αξιωματούχοι συλλαμβάνονταν. Αποτέλεσμα ήταν να ενταθούν οι αντιδράσεις κατά της κυβέρνησης και να ξεκινήσει εμφύλιος πόλεμος.
Τον Μάρτιο του 1979 σφαγιάστηκαν 1.700 ενήλικες και παιδιά στο χωριό Κέραλα. Η χώρα είχε μεταβληθεί σε μια απέραντη φυλακή όπου συγκεντρώνονταν αντικαθεστωτικοί. Οι εκτελέσεις και οι βομβαρδισμοί προκάλεσαν 100.000 θανάτους και δημιούργησαν 500.000 πρόσφυγες. Στις 15 με 20 Μαρτίου 1979 πραγματοποιήθηκε εξέγερση στην πόλη Χεράτ από πολέμιους των σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων που είχαν συρρεύσει και από άλλες περιοχές, μουλάδες και τσιφλικάδες, και τότε ο Ταράκι ζήτησε για πρώτη φορά την συνδρομή των Σοβιετικών. Η αρχή της εξέγερσης των ισλαμιστών ήταν πλέον γεγονός, και τα επόμενα χρόνια χιλιάδες φανατικοί Μουσουλμάνοι από άλλες χώρες θα συνέρρεαν στο Αφγανιστάν για να πολεμήσουν ενάντια στους «άπιστους κομμουνιστές» της Καμπούλ και τους Σοβιετικούς εισβολείς. Οι Σοβιετικοί ωστόσο αρνήθηκαν ως την εισβολή του Δεκεμβρίου να επέμβουν παρά τα επανειλημμένα αιτήματα του Αφγανού προέδρου. Ύστερα από πιέσεις της αφγανικής κυβέρνησης, δέχτηκαν να στείλουν μερικούς στρατιωτικούς συμβούλους και υλικό. Αντίθετα, οι μαχητές «μουτζαχεντίν» ενισχύθηκαν στον πόλεμο κατά της κυβέρνησης από την κυβέρνηση του Πακιστάν η οποία τους διέθεσε κέντρα εκπαίδευσης, ενώ οι ΗΠΑ, προκειμένου να αναχαιτίσουν την σοβιετική επιρροή, προσέγγισαν άμεσα τις πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες και στήριξαν και αυτοί τους Αφγανούς ισλαμιστές.
Στο μεταξύ, η φιλία των άλλοτε συντρόφων Ταράκι και Αμίν είχε δώσει την θέση της στην αντιζηλία για τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων και μετατράπηκε σε ρήξη όταν ο Ταράκι παρέμεινε πρόεδρος παραχωρώντας την πρωθυπουργία στον Αμίν από την οποία όμως είχε αφαιρέσει πολλές δικαιοδοσίες για να ενισχύσει το προεδρικό αξίωμα.
Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα του Ταράκι να δολοφονήσει τον Αμίν, ο τελευταίος με την συγκατάθεση των Σοβιετικών τον ανέτρεψε στις 14 Σεπτεμβρίου 1979 και τον σκότωσε.
Ο Αμίν θα διατελούσε πρόεδρος για τις επόμενες 104 ημέρες.
Οι Σοβιετικοί δεν τον εμπιστεύονταν και φοβούνταν ότι θα στρεφόταν προς τους Αμερικάνους για βοήθεια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να οργανώσει ο Σοβιετικός πρέσβης στην Καμπούλ μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Αμίν και ο τελευταίος να αποπειραθεί να προσεγγίσει Πακιστάν και ΗΠΑ, στρεφόμενος ακόμη και κατά των Σοβιετικών πολιτών που ζούσαν στο Αφγανιστάν.
Τότε ο αρχηγός της KGB Γιούρι Αντρόπωφ οργάνωσε το πραξικόπημα κατά του Αμίν. Έτσι, στις 24 Δεκεμβρίου 1979 ο σοβιετικός στρατός εισέβαλε στο Αφγανιστάν και με την επιχείρηση «Σίφουνας 333» 3 ημέρες αργότερα κατέλαβε με 700 άνδρες ντυμένους με αφγανικές στολές τα κυβερνητικά κτίρια και το ανάκτορο Τάτζμπεγκ. Εκεί σκότωσαν τον Αμίν τον οποίον αντικατέστησαν με τον Μπαμπράκ Καρμάλ, μια μαριονέτα της Μόσχας ανίκανη όμως να κυβερνήσει και να κατευνάσει τους μουτζαχεντίν.
Μέσα στο 1979 υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν 90.000 αντιφρονούντες, ενώ η εισβολή προκάλεσε την κατακραυγή της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Οι ΗΠΑ μποϊκοτάρισαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980 και o OHE ζήτησε την απόσυρση των Σοβιετικών. Οι Αμερικανοί βρήκαν την ευκαιρία που έψαχναν για να πλήξουν την Σοβιετική Ένωση, στέλνοντας όπλα και βοήθεια στους μουτζαχεντίν. Τα όπλα, τα οποία ήταν κυρίως αμερικανικής, αλλά και αιγυπτιακής, κινεζικής, ακόμη και τσεχοσλοβακικής προέλευσης, έφταναν μέσω του Πακιστάν, με το οποίο συνεργάζονταν οι ΗΠΑ και το οποίο φρόντιζε να εφοδιάζει τις ομάδες των μουτζαχεντίν. Αποτέλεσμα ήταν ένας από τους καλύτερα εκπαιδευμένους και εξοπλισμένους στρατούς στον κόσμο να μην μπορέσει να αντιμετωπίσει τον ανταρτοπόλεμο των μουτζαχεντίν στα άγνωστα και δύσβατα μέτωπα του πολέμου, παρότι διέπραξε αρκετά εγκλήματα πολέμου με τοξικά αέρια, ναπάλμ και φώσφορο, ισοπεδώνοντας ολόκληρα χωριά και προχωρώντας σε μαζικές εκτελέσεις αντιποίνων. Το Αφγανιστάν αποδείχθηκε το «Βιετνάμ» της ΕΣΣΔ. Οι μουτζαχεντίν πολεμούσαν με φανατισμό και οι δυνάμεις τους αυξάνονταν συνεχώς με νέους μαχητές και από το εξωτερικό.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το ηθικό των στρατιωτών της ΕΣΣΔ είχε πέσει κατακόρυφα, η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση είχε χαθεί και η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα υλικό, ηθικού και κύρους. Η Μόσχα αναγκάστηκε να κρύβει από τους πολίτες την αλήθεια για τους χιλιάδες νεκρούς και τους στρατιώτες που είχαν εθιστεί στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά για να αντέξουν τη φρίκη του πολέμου. Η διαφθορά έπληξε τον σοβιετικό στρατό στο Αφγανιστάν σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι μουτζαχεντίν, με χρήματα των Αμερικανών, να αγοράζουν από τους Σοβιετικούς όπλα με τα οποία θα τους πολεμούσαν. Κάποιοι στρατιώτες αυτοακρωτηριάζονταν για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, άλλοι παρουσίασαν σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και άλλοι έμειναν στο κοινωνικό περιθώριο.
Το 1985, με την άνοδο του Γκορμπατσόφ στην εξουσία, άρχισε μία νέα περίοδος για τους Σοβιετικούς. Ο νέος σοβιετικός ηγέτης ήθελε να αποσυρθεί η ΕΣΣΔ από το Αφγανιστάν, καθώς το κόστος σε ζωές, εξοπλισμό και χρήματα ήταν δυσβάσταχτο. Δεν ήταν όμως δυνατό όμως να αποδεχτεί την ήττα και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία. Αυτή ήρθε τον Απρίλιο του 1988 με τη Συμφωνία της Γενεύης, όπου η Σοβιετική Ένωση υποσχέθηκε να αποσύρει τον στρατό της από το Αφγανιστάν. Πολλοί πολιτικοί αναλυτές χαρακτήρισαν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν ως την αρχή του τέλους για τη Σοβιετική Ένωση, καθώς την αποδυνάμωσε και οδήγησε στη διάλυσή της.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1989 ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των σοβιετικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Στα 9 χρόνια πολέμου, σκοτώθηκαν 15.000 σοβιετικοί στρατιώτες και 50.000 τραυματίστηκαν, αλλά ο εμφύλιος μεταξύ Μουτζαχεντίν και αφγανικής κυβέρνησης συνεχίστηκε για χρόνια.
Όταν τα σοβιετικά στρατεύματα που είχαν φθάσει ακόμη και τους 200.000 άνδρες χωρίς ωστόσο να ελέγξουν πάνω από το 20% της χώρας (παρά μόνον τις μεγάλες πόλεις και τα εδάφη με σιτηρά και ενεργειακούς πόρους) αποχώρησαν ηττημένα από τα εδάφη του Αφγανιστάν, η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Καμπούλ ανατράπηκε και στην χώρα άρχισε να επικρατεί χάος. Λίγο αργότερα εγκαταστάθηκε το σκοταδιστικό καθεστώς των Ταλιμπάν οι οποίοι το βράδυ της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 συνέλαβαν και στην συνέχεια ευνούχισαν, περιέφεραν πίσω από ένα Toyota pick-up στους δρόμους της Καμπούλ και τέλος κρέμασαν τον Μοχάμεντ Νατζιμπουλάχ, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος από τις 30 Σεπτεμβρίου 1987 έως τις 16 Απριλίου 1992.
Ο πόλεμος μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Αφγανιστάν κράτησε 9 χρόνια στην διάρκεια των οποίων οι ΗΠΑ έχρισαν το πολιτικό Ισλάμ σύμμαχο στον αγώνα κατά των Σοβιετικών. Κεντρικός στρατηγικός στόχος έγινε η ανάπτυξη ενός διεθνούς ισλαμικού αντικομμουνιστικού κινήματος. Προκειμένου να υποστηριχθούν οι Αφγανοί μουτζαχεντίν, η CIA και η πακιστανική ISI συνεργάστηκαν για τη στρατολόγηση ριζοσπαστών ισλαμιστών. Σύντομα η περιοχή κατακλύστηκε από ακραιφνείς αντικομμουνιστές ισλαμιστές από όλον τον κόσμο, ακόμη και από ΗΠΑ και Βρετανία, οι οποίοι συνέρρεαν σε κέντρα εκπαίδευσης στο Πακιστάν. Υπολογίζεται πως, κατά τη διάρκεια του πολέμου, πάνω από 100.000 μουσουλμάνοι πέρασαν από τα κέντρα εκπαίδευσης και ισλαμικής κατήχησης του Πακιστάν. Τότε ήταν που η CIA στράφηκε στον Οσάμα Μπιν Λάντεν, γόνο μίας πάμπλουτης κοσμοπολίτικης οικογένειας με μεγάλη παράδοση στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.
Μέσα από αυτό το ισλαμικό κίνημα, αναδείχτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ένα ρεύμα μέσω του οποίου εξαπλώθηκε η τζιχάντ σε όλον τον κόσμο με όχημα την Αλ Κάιντα και εμπνευστή τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Με τη λήξη του πολέμου στο Αφγανιστάν, χιλιάδες καλά εκπαιδευμένοι και εμπειροπόλεμοι ισλαμιστές διασκορπίστηκαν ανά την υφήλιο εξαπολύοντας τρομοκρατικά χτυπήματα τα οποία κορυφώθηκαν με την επιχείρηση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Στην προσπάθειά τους να αποδυναμώσουν τη Σοβιετική Ένωση, οι ΗΠΑ γέννησαν ένα τέρας το οποίο απέκτησε στην συνέχεια πολλά κεφάλια.
Κατηγορίες:Uncategorized