
Νίκος Σκαλκώτας (1904 – 1949)
Ο Νίκος Σκαλκώτας έγραφε τον Μάρτιο του 1931 για τους μουσικοκριτικούς: «Η μουσικοκριτική μας βρίσκεται ακόμη εις το στάδιον της επαρχιακής ανταποκρίσεως και της φθηνής φιλολογίας».
Το δημοσίευμα του συνθέτη στο περιοδικό «Μουσική Ζωή» όπου κατέληξε στην παραπάνω διαπίστωση ήταν σκληρό για τους μουσικοκριτικούς, με πολλή ειρωνεία και σε αυστηρό ύφος. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που ο πράος Σκαλκώτας επιτέθηκε με σκληρή γλώσσα στους επικριτές του προκειμένου να απαντήσει στις σφοδρές κατηγορίες που δέχθηκε από τον αθηναϊκό Τύπο ο οποίος αντιμετώπισε δυσμενώς την νεωτεριστική του τεχνοτροπία. Εκείνη την εποχή τα ακούσματα του Αυστριακού συνθέτη Arnold Schönberg, ο οποίος θεμελίωσε την δωδεκαφθογγική τεχνική, μια μέθοδο με ευρύτατη επίδραση στην σύγχρονη κλασική μουσική και του Γερμανού συνθέτη, βιολιστή, βιολονίστα, μουσικοδιδάσκαλου, μουσικολόγου καθώς και διευθυντή ορχήστρας Paul Hindemith, ήταν ακόμη ξένα στην Ελλάδα. Οι μουσικοί κύκλοι της εποχής στην χώρα δεν ήταν ακόμη εξοικειωμένοι με τον δωδεκαφθογγισμό, το ύφος εκείνο που επικρατούσε τότε στην Ευρώπη. Έτσι, ο Τύπος της εποχής έθεσε σε αμφισβήτηση το ταλέντο του Σκαλκώτα και του επιφύλαξε ιδιαίτερα σκληρές και άδικες κριτικές.
Όλα ξεκίνησαν με τις δύο συναυλίες που έδωσε ο 26χρονος τότε συνθέτης στις 23 και στις 27 Νοεμβρίου 1930 κατά την σύντομη παραμονή του στην Αθήνα (ζούσε ακόμη στο Βερολίνο όπου σπούδαζε με υποτροφία του Εμμανουήλ Μπενάκη όντας μέλος στην περίφημη τάξη σύνθεσης του Schönberg στην Ακαδημία Τεχνών). Στην πρώτη συναυλία παρουσίασε το έργο του «Κονσέρτο Γκρόσο» για ορχήστρα πνευστών και στην δεύτερη μουσική δωματίου, το πρώτο και δεύτερο «Κουαρτέτο Εγχόρδων» καθώς και τις πρώτες δύο σονατίνες για βιολί και πιάνο.
Κοινό και κριτικοί αντιμετώπισαν με εχθρική δυσπιστία τα μοντέρνα για την εποχή εκείνη ακούσματα της μουσικής του. Ο μουσικοκριτικός Ιωάννης Ψαρούδας, ο οποίος ήταν 60 ετών όταν άκουσε τα έργα του Σκαλκώτα, σε άρθρο του, για τη συναυλία της 23ης Νοεμβρίου στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα ανέφερε μεταξύ άλλων: «Το κοντσέρτο, για ορχήστρα πνευστών αποτελεί κατόπιν μιας πρώτης ακροάσεως ένα γρίφον, μίαν πρόκλησιν προς την αντίληψιν του κοινού και προς πάσαν καλαισθησίαν και πάντα ορθολογισμόν. Μου φαίνεται ότι είναι δύσκολο να ακούσει κανείς ασχημότερο πράγμα». Είνε δυνατόν… να βρίσκη ευχαρίστησι γράφων, δεν λέγω μόνον ακατανόητη, αλλά και άσχημη μουσική;». Για δε τα έργα του Σκαλκώτα έγραψε μετά την συναυλία της 27ης Νοεμβρίου βασιζόμενος στα όσα πληροφορήθηκε μιας και ο ίδιος δεν παρευρέθηκε, πως «επροξένησαν εις το κοινόν ένα αίσθημα δυσφορίας και απογοητεύσεως».
Αρνητικά σχόλια εξέφρασε και η 52χρονη τότε μουσικοκριτικός και συγγραφέας Σοφία Σπανούδη: «εις ποίαν συνομοταξίαν μουσικών ανήκει το περίεργον αυτό φαινόμενον, το οποίο κατορθώνει ν’ απασχολήση επί δύο ώρας τους ακροατάς του χωρίς να τους πη απολύτως τίποτε… σκεπάζει την στειρότητά του με το πρόσχημα της μοντέρνας τεχνοτροπίας. Ο Σκαλκώτας λοιπόν δεν είναι «φαινόμενον». Είναι απλώς μια περίπτωσις, πολύ συνηθισμένη μάλιστα περίπτωσις στους καιρούς μας του πλήρους μουσικού εκτροχιασμού και της αρνητικής ισοπεδώσεως της τέχνης. Είνε ένας αιρετικός δια την αγάπην της αιρέσεως, και προ παντός δια την άρνησιν της μουσικής ορθοδοξίας… Οι συνθέσεις του κ. Σκαλκώτα ανήκουν στο είδος των μουσικών élucubrations (φληναφημάτων) που δεν έχουν κανένα λόγο υπάρξεως εκτός της επικυρώσεως της ανυπαρξίας των».
Ένα ανυπόγραφο άρθρο στο φύλλο της 30ής Νοεμβρίου του 1930 της εφημερίδας «Καθημερινή» ήλθε να προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες αρνητικές κριτικές. Σ’ αυτό το άρθρο η μουσική του Σκαλκώτα χαρακτηρίστηκε ως «εισβολή των βαρβάρων την οποία αρνούμεθα να παρακολουθήσωμεν μετά τινος σοβαρότητος και παραιτούμεθα παντός άλλου σχολίου επί του τερατουργήματός του».
Πιο ουδέτερος ο Μανώλης Καλομοίρης που είχε εκφράσει θετικά σχόλια στην προηγούμενη εμφάνιση του Σκαλκώτα το 1928, υπήρξε επιφυλακτικός για τις συναυλίες του 1930. Παρ’ ότι αναγνώρισε το μεγάλο ταλέντο του, βρήκε δυσκολία στο να κατανοήσει τη μουσική του, γράφοντας στην εφημερίδα Έθνος: «Δυστυχώς, από το έργο το κ. Σκαλκώτα ομολογώ πως δεν κατάλαβα τίποτε. Ίσως να μην φταίη ο κ. Σκαλκώτας, αλλά να φταίη η δική μου μουσική αντίληψη. Τα ζητήματα της μουσικής είνε τόσο περίεργα, ώστε δεν θα μου φαινότανε περίεργο αν μετά είκοσι χρόνια είχαμε τόσο συνηθίση στην τεχνοτροπία του κ. Σκαλκώτα, ώστε η μουσική του να φαίνεται ανώδυνη μπρος στη μελλοντική μουσική των διαδόχων του… Γι’ αυτό κι εγώ δεν μπορώ να είμαι κατηγορηματικός και δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να καταδικάσω απόλυτα μια μουσική για μόνο το λόγο πως δεν την κατάλαβα… Αυτά τα γράφω γιατί ο κ. Σκαλκώτας ασφαλώς δεν είναι τυχαίος μουσικός. Φαίνεται απολύτως κύριος όλων των μυστικών της τεχνικής του και είνε κρίμα να χάση η ελληνική μουσική τέχνη ένα λαμπρό μουσικό για να αποκτήση η Γερμανία έναν επί πλέον απομιμητή των εξωτερικών τύπων της τέχνης του Σένμπεργκ ή του Χίντεμιτ».
Η απάντηση του Σκαλκώτα στους επικριτές του ήλθε μετά από μερικούς μήνες, τον Μάρτιο του 1931, μέσω του περιοδικού Μουσική Ζωή, όπου ανέφερε μεταξύ άλλων: «…Μεταξύ των καλών ξένων καλλιτεχνών υπάρχει μία κρυφή παροιμία, που λέγει ότι σχεδόν, κάθε κριτικός της μουσικής είναι κι’ ένας αποτυχών μουσικός. Η παροιμία αυτή κρύβει πολλάς αληθείας. Μία πρόχειρη ματιά εις τον κατάλογον όλων των καλών ξένων κριτικών της μουσικής, φέρει εις την επιφάνεια το εξής περίεργο φαινόμενον: τα ¾ των κριτικών αυτών αποτελούνται από αποτυχόντας συνθέτας και μουσικούς. (Νομίζω, ότι επίσης και εις την Ζωγραφικήν και Φιλολογίαν, αι καταστάσεις δεν διαφέρουν πολύ). Οι μουσικοί αυτοί είναι συχνά καλά κατηρτισμένοι, δεν χάνουνε την ευκαιρία αν σπουδάσουν μονομερώς εις το σχολείον την στοιχειώδη αρμονία, αντίστιξι, μορφολογία και να μάθουν κάπως κι’ ένα όργανο. Είναι ερασιτέχναι μουσικοί και καλοί, αλλ’ όχι βέβαια απαραίτητοι!
Αποτυγχάνουν στην καρριέρα τους και καταφεύγουν εις το σπήλαιον της αισθητικής και αρχίζουν τον αγώνα- την εκδίκισιν… μουσικοκριτικής. Εκεί οπλίζονται με βιβλία, γνώσεις…Η μουσικοκριτική μας βρίσκεται ακόμη εις το στάδιον της επαρχιακής ανταποκρίσεως και της φθηνής φιλολογίας…».
Ούτε μετά το 1933, όταν η κακή οικονομική του κατάσταση τον υποχρέωσε να γυρίσει στην Ελλάδα, βρήκε την αποδοχή που του έπρεπε. Για βιοπορισμό εργαζόταν ως βιολιστής στις τότε συμφωνικές ορχήστρες, την Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών (μετέπειτα Κρατική) και αργότερα του Ραδιοφώνου και της Λυρικής Σκηνής. Θιγμένος μάλιστα για το ότι, παρά τα εξαίρετα προσόντα του ως βιολιστή, δεν του δόθηκε θέση εξάρχοντος στα βιολιά της ορχήστρας, αποφάσισε και καθόταν πάντοτε στο τελευταίο αναλόγιο. Άρχισε πάλι να συνθέτει. Όμως, ο δραστήριος νέος μουσικός των χρόνων του Βερολίνου είχε μεταμορφωθεί οριστικά σε χαρακτήρα εσωστρεφή και απρόσιτο.
Κατηγορίες:Uncategorized