
Giorgio De Chirico, Le Muse Inquietanti.
Όταν το 1917 ο 29χρονος τότε Giorgio de Chirico συνέθετε πάνω στον μουσαμά την ελαιογραφία «Le Muse Inquetanti» («Ανησυχητικές Μούσες») συμπλήρωνε ήδη 5 χρόνια αφότου είχε αρχίσει να φιλοτεχνεί την περίφημη σειρά του «Ιταλικές πλατείες». Επρόκειτο για μία σειρά εμπνευσμένη από τα κείμενα του Νίτσε για τις μεγάλες πλατείες και τα μνημεία που μοιάζουν να μεταμορφώνονται χάρη στις μακριές σκιές που δημιουργεί ο ήλιος όταν δύει.
Σε πρώτο πλάνο εμφανίζονται σε ένα εντελώς μεταφυσικό περιβάλλον δύο αγάλματα με αινιγματική αρχαϊκή μορφή που όπως αναφέρει ο τίτλος του πίνακα, μάλλον πρόκειται για μούσες. Το ένα, στα αριστερά του πίνακα, απεικονίζεται όρθιο πάνω σε ένα χαμηλό στρογγυλό βάθρο, θυμίζοντας δωρικό κίονα και το άλλο, στην μέση του πίνακα, καθιστό πάνω σε ένα μπλε κουτί. Το κεφάλι του καθιστού αγάλματος μοιάζει να έχει αφαιρεθεί από τη θέση του και να είναι ακουμπισμένο στο έδαφος μοιάζοντας με αφρικανική μάσκα. Τα αγάλματα αυτά αντί για ανθρώπινα κεφάλια φέρουν τις κεφαλές ξύλινων ανδρείκελων.
Πάλι σε πρώτο πλάνο, στην βάση του πίνακα, ο de Chirico έχει ζωγραφίσει ένα πολύχρωμο κουτί και ανάμεσα στα δύο αγάλματα έχει τοποθετήσει μια λεπτή στήλη σαν παιδικό ζαχαρωτό. Οι διφορούμενες απομονωμένες μορφές των αγαλμάτων δημιουργούν αμέσως την εντύπωση ότι πρόκειται για μια αλληγορική σκηνή. Όσον αφορά στην όρθια μορφή με τις καμπυλόγραμμες πτυχώσεις του ρούχου της να πέφτουν άκαμπτες, δε γίνεται εύκολα αντιληπτό στον θεατή αν βλέπει την πλάτη της ή την μπροστινή της πλευρά.
Στην καθιστή μορφή διακρίνονται στα δεξιά της στους μηρούς και στο στήθος κάποιες διακεκομμένες γραμμές, σαν από γαζί, δημιουργώντας εύλογα ερωτηματικά για το υλικό του αγάλματος.
Δεξιά στον πίνακα, βυθισμένα στη σκιά ενός αναγεννησιακού κτιρίου που κλείνει την έξοδο, απεικονίζονται ακόμη ένα βάθρο και, σε χαμηλή βάση, το άγαλμα του Απόλλωνα.
Και οι τρεις μορφές, μαζί με την στήλη, τα βάθρα και τα κουτιά βρίσκονται πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα που έχει στηθεί στην έρημη πλατεία, σαν σκηνικό θεατρικής παράστασης.
Στο βάθος του πίνακα παρουσιάζεται το Castello Estense, «σήμα κατατεθέν» της Φεράρα στην Βόρεια Ιταλία, μισοκρυμμένο από το ανυψωμένο σανίδωμα της εξέδρας. Αριστερά απεικονίζονται εργοστάσια από τα οποία προβάλλουν καπνοδόχοι.
Το κοντράστ του Castello Estense με το σύγχρονο εργοστάσιο χρησιμοποιείται μεταφορικά σαν ένα δυαδικό σχήμα, ενώ ενδιαφέρον έχει η ανυπαρξία καπνού πάνω από τις καπνοδόχους, κάτι που εντείνει την εντύπωση απουσίας οποιασδήποτε ανθρώπινης ενέργειας.
Ο de Chirico φαίνεται να «παίζει» και με τους κανόνες της προοπτικής, καθώς το κουτί στο πρώτο επίπεδο και η σκιά του αντιβαίνουν στους κανόνες της. Επιπλέον, στο βάθος του πίνακα και στα αριστερά διαφαίνεται το χρώμα ενός ηλιοβασιλέματος. Το ερώτημα που προκύπτει συνίσταται στο εάν ο ήλιος δύει στο βάθος του πίνακα, τότε από ποιό φως φωτίζονται οι μορφές και τα αντικείμενα στο πρώτο επίπεδο του πίνακα, έτσι που οι σκιές τους να πέφτουν στα αριστερά της εικόνας.
Μια μη παραδοσιακή απόδοση της προοπτικής χρησιμοποιεί ο ζωγράφος και στο πώς μεταχειρίζεται την αίσθηση του βάθους, αφού δεν αποδίδει την ατμοσφαιρική θόλωση. Αντίθετα, το σχέδιό του παραμένει με έντονα περιγράμματα, σχεδόν γραμμικό, ενώ οι γραμμές της προοπτικής δεν συγκλίνουν σε ένα σημείο διαφυγής.
Η όλη αίσθηση που αποπνέει ο πίνακας είναι μυστηριακή με τον αλληγορικό τόπο που απεικονίζεται με κάτι σαν ένα αίνιγμα να κρύβεται πίσω από όλα αυτά ή έναν βαθύ συμβολισμό που χρήζει ερμηνείας. Ταυτόχρονα όμως αποπνέει και μια έντονη αίσθηση απομόνωσης και ερημιάς.
Κατηγορίες:Uncategorized