
Η Κινέζα Σταχτοπούτα, Γιε Σιεν
Η πρώτη ευρωπαϊκή εκδοχή της Σταχτοπούτας ήλθε το 1634 στην Νάπολι με το αφηγηματικό βιβλίο του Ιταλού Giambattista Basile «Lo cunto de li cunti, ouero lo tratteneniento de’ peccerille» στο πρώτο κεφάλαιο του οποίου αποδίδεται η ιστορία της Σταχτοπούτας που έχει τίτλο «La Gatta cenerentola» («η γάτα η σταχτιάρω»). Μετά από 63 χρόνια δημοσιεύθηκε στην Γαλλία η περίφημη Cendrillon του Charles Perrault μέσα στην κλασσική συλλογή παραμυθιών του «Histoires ou Contes du temps paseé». Και μόλις το 1812, δηλαδή 178 χρόνια μετά το βιβλίο του Basile κυκλοφόρησε στα γερμανικά η συλλογή των αδελφών Grimm με το ίδιο σχεδόν παραμύθι. Ωστόσο, η διήγηση για την Σταχτοπούτα κυκλοφορούσε και στην Κίνα από τον 9ο μ.Χ. αιώνα και την βρίσκουμε στο βιβλίο του Αμερικανού σινολόγου R. D. Jameson «Three Lectures on Chinese Folklore» το οποίο εκδόθηκε το 1932 στο Πεκίνο.
Σύμφωνα με την υπόθεση του παραμυθιού, πολύ πριν την δυναστεία των Κιν (αρχή 3ου αιώνα π.Χ.) ζούσαν οι τρωγλοδύτες Γουντούνγκ. Αρχηγός τους ήταν ο γαιοκτήμονας Γου ο οποίος είχε δύο γυναίκες που η κάθε μια τους είχε μία κόρη. Η μία ήταν η Γιε Σιεν, η οποία ήταν πολύ όμορφη και επιδέξια στην αγγειοπλαστική και την ποίηση και η άλλη ήταν η σκληρή εγωίστρια Τζουν Λι. Όμως πέθανε η καλύτερη γυναίκα του αφήνοντας ορφανή την Γιε Σιεν και σε λίγο καιρό πέθανε και αυτός σε κάποια επιδημία. Η μητριά της Γιε Σιεν την έβαζε να κόβει ξύλα στο δάσος και να κουβαλά νερό και φερόταν καλά μόνο στην νεώτερη, την Τζουν Λι.
Το κορίτσι είδε μια μέρα ένα χρυσό ψάρι το οποίο το ανάθρεψε σε μια λεκάνη με νερό και όταν μεγάλωσε το έριξε στην λίμνη και κάθε μέρα του πήγαινε φαγητό. Η μητριά βρήκε κάποια μέρα την ευκαιρία, πήρε το ψάρι, το οποίο είχε φθάσει τα τρία μέτρα, το μαγείρεψε, το έφαγε και έθαψε τα κόκαλά του στην κοπριά. Το κορίτσι σαν το έμαθε άρχισε να κλαίει απελπισμένα ώσπου ένα πρόσωπο κατέβηκε από τον ουρανό και της είπε να πάρει τα κόκαλα του ψαριού στην κάμαρά της και ό,τι ζητούσε θα το είχε.
Μια μέρα η μητριά και η Τζουν Λι πήγαν στην γιορτή της πρωτοχρονιάς αφήνοντας μόνη της την Γιε Σιεν. Τότε το κορίτσι έτρεξε στην κάμαρά της και ζήτησε από τα ψαροκόκαλα να της δώσουν ένα γαλαζοπράσινο μεταξωτό φόρεμα και χρυσά πασούμια για να πάει και αυτή στην γιορτή της πρωτοχρονιάς.
Αμέσως τα απέκτησε και έτρεξε με χαρά και ανυπομονησία στην γιορτή. Εκεί έκανε σε όλους εντύπωση με την ομορφιά της αλλά φοβούμενη μην την αναγνωρίσουν η μητριά και η αδελφή της, γύρισε γρήγορα σπίτι. Στον δρόμο έχασε το ένα πασούμι και κάποιοι το βρήκαν και το πήγαν στον βασιλιά των νησιών Το Χαν. Ο βασιλιάς θαύμασε το κομψό πόδι και έψαξε να βρει την κοπέλα που το φορούσε. Έφτασε κάποτε και στο σπίτι της Γιε Σιεν, εκείνη φόρεσε τότε το φόρεμά της και ο βασιλιάς την πήρε γυναίκα του, ενώ η μητριά της και η αδελφή της έζησαν στην φτώχεια και σκοτώθηκαν σε μια βροχή από πέτρες.
Το παραμύθι απηχεί αρχαίες παραδόσεις της Κίνας, όπως για παράδειγμα ότι η νεώτερη αδελφή έχει περισσότερα προνόμια από την μεγαλύτερη. Όπως και το έθιμο να βρίσκουν οι νεαρές κοπέλες τους μέλλοντες συζύγους τους στην γιορτή της Πρωτοχρονιάς.
Ενδιαφέροντες είναι και οι συμβολισμοί, όπως το ψάρι που συμβολίζει την ευτυχία, το ψαροκόκαλο που συμβολίζει την γονιμότητα (και ειδικά μαζί με την κοπριά γίνεται «λίπασμα») και γίνεται ο καταλύτης για μια μαγική αλχημική μετάλλαξη αφού είναι ο «πυρήνας» του χρυσού που χαρακτήριζε ως στοιχείο το ίδιο το χρυσό ψάρι. Ή ακόμη και η ουράνια τιμωρία της βροχής από πέτρες που σκοτώνει την αδελφή και την μητριά της Γιε Σιεν.
Σε παραλλαγές του μύθου η αδελφή και η μητριά της Γιε Σιεν έγιναν οι θεότητες των «Μετανιωμένων Γυναικών» που χαρίζουν πλούτη, ενώ σε άλλη παραλλαγή στο τέλος ξέσπασε στάση των υπηκόων του και έτσι ο βασιλιάς και σύζυγος της Γιε Σιεν έψαξε το ψαροκόκαλο που είχε θάψει στην παραλία για να τους μοιράσει πλούτη. Όμως το κύμα το παρέσυρε στην θάλασσα και έτσι η τύχη του βασιλιά παρέμεινε άγνωστη.
Αλλά και ο 9ος αιώνας της κινεζικής αυτής παραλλαγής μπορεί να χαρακτηριστεί πρόσφατος αν ληφθεί υπόψη η πληροφορία του Στράβωνος (1ος αιώνας π.Χ.) για την μυθική παράδοση της Αιγύπτου όπου βρίσκεται το μοτίβο του χρυσού παπουτσιού και της εκλογής της νύφης του βασιλιά. Πρόκειται για την σκλάβα Ροδώπιν (που θα πει «ροδομάγουλη») η οποία είχε γίνει γυναίκα του φαραώ Ψαμμήτιχου (6ος αιώνας π.Χ.).
Το αφεντικό της Ροδώπιδος την εκτιμούσε και της είχε χαρίσει ένα ζευγάρι σανδάλια με πλούσια διακόσμηση. Οι άλλες σκλάβες ζήλευαν την Ροδώπιν και την κακομεταχειρίζονταν βάζοντάς της να κάνει τις βαρύτερες δουλειές. Μια ημέρα ενώ η Ροδώπις λουζόταν, ένας αετός άρπαξε ένα από τα σανδάλια της και το άφησε να πέσει στα πόδια του βασιλιά. Ο Ψαμμήτιχος, εντυπωσιασμένος από την κομψότητα του υποδήματος και πιστεύοντας πως ήταν ένα σημάδι από τον θεό Ώρο ζήτησε από τους ανθρώπους του να βρουν την κάτοχό του έχοντας την πεποίθηση ότι θα ανήκε μόνο σε μια πολύ όμορφη γυναίκα. Οι άνθρωποί του βρήκαν την Ροδώπιν, την παρουσίασαν στον βασιλιά και αυτός την πήρε για σύζυγό του. Σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου από τον Κλαύδιο Αιλιανό («Varia Historia, XII 33»), η Ροδώπις (την οποία ο Αίσωπος ανέφερε ότι είχε γνωρίσει) ήταν πραγματικό πρόσωπο και ήταν μια εταίρα από την Θράκη η οποία είχε ακολουθήσει ως ερωμένη τον Χάραξο, αδελφό της ποιήτριας Σαπφούς κατά την βασιλεία του φαραώ Άμασι (570 – 536 π.Χ.)
Κατηγορίες:Uncategorized
ΣταχτοΜπούτα!!
Και τα δύο είναι δόκιμα