Το 1871 λειτούργησε στο Άντρον Νυμφών, στις όχθες του Ιλισού, το πρώτο «καφέ σαντάν» στην Ελλάδα, με γερμανίδες χορεύτριες. Παρότι στην Αθήνα συνέρρεαν πλήθη πιστών στα «καφέ σαντάν» για να ακούσουν ευρωπαϊκή μουσική, στα αντίστοιχα καφέ που άνοιξαν στις μεγάλες πόλεις της ελληνικής επαρχίας ακουγόταν κατά βάση ελληνική μουσική. Πάνω κάτω την ίδια εποχή εισήχθη και ο όρος «καφέ σαντούρ» για να περιγράψει τα ωδικά καφενεία ανατολίτικης μουσικής, ενώ το 1886 εισήχθη και ο όρος «καφέ αμάν» όπου ακούγονταν αμανέδες.
Σε μια πόλη της ελληνικής επαρχίας, στο Μεσολόγγι, έζησαν, έπαιξαν και τραγούδησαν στα αντίστοιχα «καφέ σαντάν» της περιφέρειας, μεγάλοι λαϊκοί καλλιτέχνες που δημιούργησαν παράδοση εκείνη την εποχή, όπως ήταν ο Θανάσης ο Μπαταριάς, ο Νικολός ο Σουλεϊμάνης ή ο Χαράλαμπος Μαργέλης.
Ο Μπαταριάς ήταν ένα από τα μουσικά ακούσματα που μπορούσε να έχει ο Παλαμάς ως παιδί στο Μεσολόγγι, όπως αναφέρουν πηγές έξω από τα κείμενά του. Μεταξύ άλλων ανέφερε για παράδειγμα ο Μανώλης Καλομοίρης: «Και είναι ίσως αξιοπρόσεκτον ότι ο περίφημος λαϊκός βιολιτζής και τραγουδιστής Μπαταριάς που τον ύμνησαν ο Παλαμάς και ο Μαλακάσης προέρχεται από το Μεσολόγγι, όπου προ του 1900 ήδρευεν επί μακρά έτη στρατιωτική μουσική από την οποίαν προήλθον οι αδελφοί Καίσαρη και όπου υπηρέτησε και αυτός ο Διονύσιος Λαυράγκας ως στρατιωτικός μουσικός».
Ο Παλαμάς έζησε στο Μεσολόγγι από το 1867 έως το 1875 ενώ στην ίδια πόλη γεννήθηκε το 1869 και πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του νεοελληνικού λυρισμού.
Και ο Παλαμάς και ο Μαλακάσης, έγραψαν ποιήματα για τον Θανάση Μπαταριά. Ο Θανάσης Μπαταριάς πήγε στο Μεσολόγγι, όταν ήταν 35 χρονών και πέθανε εκεί σε βαθιά γεράματα το 1917. Τρεις ποιητές έγραψαν γι αυτόν. Εκτός από τον Παλαμά και τον Μαλακάση έγραψε ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης (γεννήθηκε το 1886 στο Μεσολόγγι και αυτός όπως και ο Μαλακάσης) είχε γράψει: «Η συντροφιά του, που αυτός ήτανε ψυχή, είχε τρία όργανα, λαούτο του Μπαταριά, βιολί του Κατσαρού και κλαρίνο του τσιγγάνου Σουλεϊμάνη. Μα πάνω απ’ όλα τούτα βασίλευε και τρικύμιζε κι ανέβαινε σε ουρανούς από πάθος, το τραγούδι του Μπαταριά. Η φωνή του, που έφτανε αβίαστα τις υψηλές νότες και κατρακυλούσε σκαλί σκαλί με χίλια παιχνιδίσματα, γυρίσματα και τσακίσματα ως τους χαμηλούς τόνους, έπαιρνε όλη τη χάρη και το αίστημα, αφού πρώτα ο τραγουδιστής ερχότανε στο κέφι με κρασί. Η άφταστη επιτυχία του ήταν τα Γιαννιώτικα, τα κλέφτικα και τα ερωτικά λιανοτράγουδα». Κι ο ποιητής Κωστής Παλαμάς στην ποιητική του συλλογή «Καημοί της λιμνοθάλασσας» ύμνησε επίσης τον Μπαταριά .
Το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Του βιολιτζή του Μπαταριά το εγκώμιο» από τη συλλογή Οι καημοί της λιμνοθάλασσας (1912) έχει ως εξής:
Γεια σου, καημένε Μπαταριά, της δοξαριάς τεχνίτη
κι αφέντη του βιολιού!
Με εσένα Ρούμελη πλατιά το στριμωμένο σπίτι
και ξάγναντο από ψήλωμα του ολόδροσου Ζυγού.
Γεια σου, καημένε Μπαταριά, τρανός είν’ ο καημός μου,
και πιο τρανός εσύ·
με το βιολί σου ξύπνησες τη λεβεντιά του κόσμου
κ’ η Ρωμιοσύνη, μια φωτιά, μέσ’ στο βιολί σου ζη.
Από τους μώλους τους ρηχούς ώς τα βαθιά κανάλια,
γυμνά, αρμυρά νησιά,
πουλιά της λιμνοθάλασσας, βοριάσματα, μαϊστράλια,
τέτοια φωνή δοξάστε την και τέτοια δοξαριά.
Γεια σου, καημένε Μπαταριά. Και σα σβυστής θ’ αρπάξη
μέσ’ στα τσεγγελωτά
νύχια του το βιολί σου αϊτός και θα το πάη ν’ αράξη
στα Μέτσοβα, στις Λιάκουρες, κι ακόμα πιο ψηλά.
Το ποίημα του Μιλτιάδη Μαλακάση «Ο Μπαταριάς» έχει ως εξής:
«Ένα Σαββάτο βράδυ
μια Κυριακή πρωί …
Ο Μπουκουβάλας ο μικρός κι ο Κλης του Τσαγκαράκη
κι ο Νίκος του Βρανά,
Σάββατο βράδυ, κάποτε, το ‘ριχναν στο μεράκι,
στου Βλάχου κουτσοπίνοντας κρυφά.
Κι ως ήσανε αρχοντόπουλα κι οι τρεις, στο κέφι απάνω,
στέλναν για τα βιολιά,
και μες σε λίγο βλέπανε τον Κατσαρό τον Πάνο,
και πίσω το Θανάση Μπαταριά.
Κι αμέσως με το βιολιτζή και με το λαουτέρη,
και μ’ έναν πιφιρτζή,
για το βιλούχι κίναγαν του Κώστα Καλιαντέρη,
που σίγουρα τον έβρισκαν εκεί.
Κι ο Κώστας λαγοκοίμητος, πάντα με την ποδιά του,
τους δέχονταν ορθός,
και το τραπέζι ετοίμαζε προς τ’ αρμυρίκια κάτου,
στης άπλας λιμνοθάλασσας το φως.
Κι ως να στρωθεί και να σιαχτεί, και να συγκαιριστούνε
τ’ άργανα, σιγαλά
τα λιανοτράγουδα άρχιζαν, τα γιαρεδάκια, οπού ‘ναι
καθώς τα προσανάμματα στη στια.
Μα στο τραπέζι ως κάθουνταν, κι άνοιγεν η φωνή σου,
μεγάλε Μπαταριά!
στο τρίτο κρασοπότηρο, πουλιά του Παραδείσου
ξυπνούσανε κι αηδόνια στα κλαδιά.
Και λίγο λίγο ως γύριζες μες στο τραγούδι, ω θάμα!
παλικαριές, καημούς,
Τ’ αρματολίκι ανέβαζες και την αγάπη αντάμα,
στ’ αστέρια, στο φεγγάρι, στους Θεούς.
Κι εκείθε, που δεν έφτανε κανένας, κι η ανάσα,
πιάνονταν ως κι αυτή,
κι εκείθε αλέγρα παίζοντας σκαλί σκαλί τα μπάσα,
κατέβαινε η γαλιάντρα σου η φωνή.
Κι όπως ετύχαινε συχνά σε τέτοια γλέντια να ‘ναι
καλοκαιριού χαρά,
και ο κόσμος έξω, τα νερά και οι κάμποι να ευωδάνε
κι όλα μαζί να σπρώχνουν δυνατά,
και την πιο λίγο ανάθαρρη, παρέκει να πατήσει,
ν’ ακούσει και να δει, –
δεν έμεινε εικοσόχρονη που να μην ξεπορτίσει,
και χήρα νια στο δρόμο να μη βγει.
Κι όσες ακόμα, οι άπλερες δε βόλιε να φτερίσουν
σε μάντρες και σε αυλές,
τα κοχυλάκια αυτάκια τους στύλωναν να γρικήσουν,
τα μάτια τους να ρίξουν σαϊτιές.
Και τα τραγούδια, αέρηδες δροσιάς μαζί και λαύρας,
– ο δόλιος ο σεβντάς!
πότε τις φλόγες έφερναν και πότε μιας ανάβρας
το ράντισμα στα φύλλα της καρδιάς.
Μα εκεί που πέλαγο η φωνή σάλευε πια τα φρένα,
κι ο πλανταγμένος νους,
πού πήγαινε, δεν ήξερε, με τα φτερά χαμένα,
σ’ αναθυμιές και πόθους ωκεανούς,
καθώς η νύχτα εθάμπιζε, και της αυγής η χάρη
σπίθιζ’ αντικρινά,
ξάμωνε ο Μπαταριάς με μιας και πέταε το δοξάρι,
με το στερνό του βόγκο στα νερά.
Και ασηκωμένος γνεύοντας να ετοιμαστούν και οι άλλοι
και σκύβοντας στους τρεις
νιόβγαλτους καλεστάδες του, που ‘χανε το κεφάλι
γεμάτο από καπνούς αποβραδίς
τους έλεγε, ξενέρωτος, πως δεν ήταν η τάξη,
πρωί και Κυριακή,
να δουν παιδιά που τα ‘χανε μη βρέξει και μη στάξει,
μπλεγμένα στα βιολιά και στο κρασί.
Κι ενώ τους έλεγεν αυτά, κι οι γύρω παρωρίτες,
σα σ’ υπνοφαντασιά,
παίρναν το δρόμο του γιαλού, οι απανωπαζαρίτες,
κι οι κάτω τα ντερσέκια τα στενά,
μέσα στ’ ανάφλογο το φως, άρχιζαν κι οι καμπάνες,
που φάνταζαν χρυσές,
και τα κορίτσια εμπαίνανε να κοιμηθούν κι οι μάνες
ξαλλάζανε να παν στις εκκλησιές…».
Για να γίνει πιο κατανοητό το ποίημα του Μαλακάση θα πρέπει να επεξηγηθούν κάποιες φράσεις και λέξεις, όπως:
ένα… πρωί: στίχος από δημοτικό τραγούδι για την Έξοδο.
πιφιρτζής: αυτός που παίζει πίφερο (είδος μικρού φλάουτου).
βιλούχι: εδώ: είδος εξοχικού κέντρου της εποχής, συνήθως ήταν χτισμένο με καλάμια.
γιαρεδάκια: (λ. τουρκ.)· τραγουδάκια, σκοποί.
αλέγρα: γοργά.
γαλιάντρα φωνή: φωνή που γοητεύει.
ανάθαρρος: θαρρετός.
άπλερος: αυτός που ακόμα δεν έχει τελείως διαπλαστεί.
δε βόλιε: (διαφορετικός τύπος παρατατικού του βολεύω)·δε μπορούσαν.
φτερίζω: πετώ.
σεβντάς: (τουρκ. λέξη)· ο έρωτας, η αγάπη.
πλανταγμένος: αυτός που πάει να σκάσει (να πλαντάξει) από πάθος.
Ξάμωνε με μιας: ορμούσε, σηκωνόταν απότομα.
ξενέρωτος: ξεμέθυστος.
δεν ήταν η τάξη: δεν ήταν σωστό, δεν ταίριαζε.
παρωρίτης: ο ξενύχτης (αυτός που μένει πέρα από την κανονική ώρα έξω από το σπίτι του).
απανωπαζαρίτης: αυτός που μένει στην περιοχή που ήταν το πάνω παζάρι.
κι οι κάτω: εννοεί οι κατωπαζαρίτες.
ντερσέκι: (τουρκ. λέξη)· γωνιά του δρόμου.
ξαλλάζω: βγάζω τα καθημερινά ρούχα και φορώ τα γιορτινά.
Κατηγορίες:Uncategorized