Uncategorized

Η «Φωνή του Αίματος» του Magritte

René Magritte «La voix du sang»

René Magritte «La voix du sang»

Πολλαπλοί συνδυασμοί δάσους, ερήμου και βουνών για τοποθεσία, ημέρας και νύχτας για χρονική στιγμή και αστικού και φυσικού τοπίου για περιβάλλον, πλέκονται αρμονικά στον πίνακα του René Magritte «La voix du sang» («Η φωνή του αίματος») δίνοντας ένα ιδιαίτερο και αινιγματικό αποτέλεσμα.
Ένα τεράστιο δένδρο ορθώνεται το φθινόπωρο, με τα φύλλα του σε χρώμα βουργουνδί, στην μέση ενός ερημικού τοπίου, με βουνά στο φόντο του. Το επάνω μέρος του πίνακα είναι νυχτερινό, στο σκούρο μπλε του μεσονυχτίου, ενώ το κάτω μέρος απεικονίζεται με το φως που επικρατεί κατά την διάρκεια της ημέρας. Έτσι, ο χρόνος φαίνεται και σαν να τοποθετείται στο μεταίχμιο μεταξύ ημέρας και νύχτας είτε κατά το λυκαυγές είτε κατά το λυκόφως. Το πιο παράδοξο πάντως στοιχείο της εικόνας είναι το ίδιο το δένδρο, το οποίο απεικονίζεται με τρεις πόρτες χαμηλά, η μία πάνω από την άλλη που οδηγούν σε ένα άλλον κόσμο, πόρτες που φαίνεται να μαγνητίζουν και το φως της ατμόσφαιρας.
Η κάτω πόρτα δείχνει ένα αλλόκοτα φωτισμένο με «φλεγόμενα» φώτα σπίτι που φαίνεται σαν να «επιπλέει» μέσα στο δένδρο.
Η μεσαία πόρτα δείχνει ένα αυγό σαν μία σφαίρα που φαίνεται να αιωρείται μέσα στο δένδρο.
Η επάνω πόρτα παραμένει κλειστή.
Ο πίνακας είναι μια ελαιογραφία διαστάσεων 115×89  που ολοκλήρωσε ο René Magritte το 1960. Αποτελεί δε ένα από τα έργα της σειράς που δημιούργησε με την χρήση της λεγόμενης «Kombinatorik» ήτοι της «συνδυαστικής» μεθόδου. Τα αντικείμενα είναι ζωγραφισμένα με φωτογραφική ακρίβεια, απελευθερωμένα από τις πραγματικές τους λειτουργίες και συνδυασμένα με νέους, ασυνήθιστους τρόπους, συνθέτουν μεταξύ τους κάτι σαν ένα «παζλ». Αυτοί οι λεγόμενοι «σκεπτόμενοι πίνακες» θέτουν αινίγματα στον θεατή που καλείται να τα λύσει αποσυμβολίζοντας τα αντικείμενα με την βοήθεια των ερμηνειών των συμβόλων.
Ο τίτλος του συγκεκριμένου έργου δεν φαίνεται πάντως να έχει κάποια άμεση σχέση με τα αντικείμενα και μάλλον συσκοτίζει παρά διαφωτίζει τον θεατή. Ταυτόχρονα παραπέμπει και στην φράση του ζωγράφου «Αυτοί που ζητούν συμβολικά νοήματα χάνουν την ποίηση και το μυστήριο που βρίσκεται στον πίνακα». Επίσης, στον πίνακα αυτόν φαίνεται να αναζητά έμπνευση, όπως και ο σουρεαλιστές (χωρίς ο ίδιος πάντως να ακολουθεί το δόγμα του Μπρετόν για τους «ονειρικούς πίνακες») στα όνειρα. Το «La voix du sang» δεν είναι η αναπαράσταση ενός ονείρου αλλά χρησιμοποιεί τους ίδιους κώδικες αποσυμβολισμού των ονείρων καθώς και συνδυαστικούς μηχανισμούς του ασυνείδητου προκειμένου να πλάσει μια νέα πραγματικότητα. Οδηγεί δε τον θεατή σε έναν κόσμο όπου τα πάντα γίνονται αντιληπτά μέσω ειδώλων.
Μια φράση κλειδί του René Magritte που βοηθά στην αποκωδικοποίηση του πίνακα είναι: «Οι λέξεις που υπαγορεύθηκαν σε εμάς μέσω του αίματος μας φαίνονται μερικές φορές ξένες. Φαίνεται να θέλουν να μας διατάξουν να ανοίξουμε μαγικά πλούτη μέσα στα δένδρα».
Το 1957 ο Magritte  θα χρησιμοποιήσει ένα ίδιο δένδρο με ανάλογο φωτισμό και χρώματα για τον πίνακα «Le Seize Septembre».

Κατηγορίες:Uncategorized

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s