
Η Μάντρα του Αττίκ
Μέσα από τρία διαδοχικά κύματα μεταξύ 1945 και 1960 κατάφερε το λαϊκό τραγούδι να εκτοπίσει το ελαφρό στην Ελλάδα ύστερα από τρεις δεκαετίες κυριαρχίας του τελευταίου.
Το πρώτο κύμα ξεκίνησε με την «νομιμοποίηση» του λαϊκού τραγουδιού μέσω του ραδιοφώνου την εποχή του εμφυλίου, το δεύτερο με την αστυφιλία των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων και το τρίτο με την «αγιοποίηση» του ρεμπέτικου και του λαϊκού γενικότερα από τον Χατζηδάκη και τον Θεοδωράκη.
Η διαμάχη του ελαφρού με το λαϊκό τραγούδι ξεκίνησε προπολεμικά και συνεχίστηκε και μέσα στην κατοχή. Χαρακτηριστική ήταν η σειρά άρθρων που δημοσιεύθηκαν στον Ριζοσπάστη την περίοδο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 1944 που κήρυξαν ιδεολογικό πόλεμο κατά του ρεμπέτικου. Το ρεμπέτικο πάντως είχε αρχίσει να διώκεται ήδη από την μεταξική δικτατορία και τις κατοχικές κυβερνήσεις με αφορμή τα ναρκωτικά και τις θεματικές του. Νωρίτερα δε, τα μουσικά σωματεία είχαν προτείνει στο υπουργείο Παιδείας να λάβει αυστηρά μέτρα για να σταματήσει η διάδοση του ρεμπέτικου και των λαϊκών τραγουδιών εν γένει.
Έως και τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, οι Έλληνες άκουγαν ελαφρό τραγούδι. Η επιθεώρηση, η ανάπτυξη της δισκογραφίας, η εισβολή του αμερικανικού κινηματογράφου και τέλος τα εγκαίνια των ραδιοθαλάμων του Ζαππείου το 1938, είχαν συντελέσει από την δεκαετία του 1930 στην διάδοση του ελαφρού τραγουδιού που μονοπώλησε τα ακούσματα του πολέμου και της κατοχής. Κατά την διάρκεια της κατοχής έγραψαν στιχουργοί της προπολεμικής περιόδου όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Κώστας Κοφινιώτης, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Ασημάκης Γιαλαμάς και ο Ρένος Τάλμας ενώ από τους συνθέτες συνέχισαν το έργο τους ο Νίκος Γούναρης, ο Κώστας Γιαννίδης, ο Γιώργος Μυρογιάννης, ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης και ο Γιώργος Μυρογιάννης μαζί με νεώτερους συνθέτες όπως ο Κώστας Καπνίσης, ο Γιάννης Σπάρτακος και ο Μιχάλης Σουγιούλ.
Η αρχή της «νομιμοποίησης» του λαϊκού τραγουδιού και της επαφής ενός ευρύτατου κοινού που ως τότε άκουγε ελαφρό τραγούδι μαζί του, ήλθε με τους σταθμούς των Ενόπλων Δυνάμεων ανά την επικράτεια. Στις 12 Ιουνίου του 1945 ιδρύθηκε ο πρώτος ραδιοσταθμός που ελεγχόταν από τον στρατό με επίσημη ονομασία Κεντρικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων στην Μακρόνησο. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους άρχισε να εκπέμπει ο επίσημος σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων της Αθήνας από τα μεσαία και τα βραχέα κύματα ο οποίος χρησιμοποίησε τις εγκαταστάσεις της Ζαλοκώστα 3 που είχαν χρησιμοποιήσει νωρίτερα οι Γερμανοί.
Αυτοί οι σταθμοί του στρατού, κεντρικός και περιφερειακοί, προσπαθώντας να κρατήσουν ψηλά το ηθικό και το φρόνημα των στρατιωτών του Εθνικού Στρατού που πολεμούσαν κατά του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά και των τραυματιών των μαχών, καθώς και του κοινού, εγκαινίασαν καθημερινές πολύωρες μουσικές εκπομπές όπου ακούγονταν αφιερώσεις των ακροατών. Οι επιθυμίες ενός μέρους του κοινού για λαϊκό τραγούδι οδήγησε τους υπευθύνους των ραδιοφωνικών σταθμών των Ενόπλων Δυνάμεων να κάνουν μέχρι και ζωντανές εκπομπές σε μαγαζιά με λαϊκούς συνθέτες και τραγουδιστές που ως τότε, και από την εποχή του Μεταξά, ήταν αποκλεισμένοι από τις μεταδόσεις.
Ακολούθησε ο Χατζιδάκις. Σε μία διάλεξη – συναυλία του στο «Θέατρο Τέχνης» στις 31 Ιανουαρίου του 1949, ο Μάνος Χατζιδάκις έδωσε το έναυσμα για την αναγνώριση του ρεμπέτικου και την ανάδειξη των λαϊκών ήχων. «Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα να συνδυάζει το λόγο, την μουσική και την κίνηση. Απ’ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, με ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές, σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία» είχε πει ο Χατζιδάκις στην περίφημη αυτή διάλεξη.
Το επόμενο κύμα όχι απλώς «νομιμοποίησης» αλλά εξάπλωσης του λαϊκού τραγουδιού ήλθε με την ερήμωση της υπαίθρου λόγω των συνεπειών του εμφυλίου. Ο πληθυσμός της υπαίθρου, κυρίως αγροτικός που συνέρεε σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα είχε τον δικό της τρόπο ψυχαγωγίας. Αναγκασμένος να βρει «καταφύγιο» στις πόλεις και από τον φόβο να επιβιώσει και να μην αφανιστεί θα αγκαλιάσει το λαϊκό τραγούδι που δεν είναι χαρούμενο, δεν μιλάει για έρωτες, δεν παρασύρει την φαντασία του ακροατή, αλλά απλά του υπενθυμίζει τα βάσανά του ταυτιζόμενο το κοινό με αυτά.
Η εμφάνιση σε τελευταία φάση των ήχων του Θεοδωράκη και Χατζιδάκι σε ευρεία κλίμακα στο τέλος της δεκαετίας του 1950 με αρχή της δεκαετίας του 1960 θα δώσει και την ισχυρότερη ώθηση στο λαϊκό τραγούδι. Το 1960 ήταν μια καθοριστική χρονιά, καθώς χαρακτηρίστηκε από διακρίσεις και βραβεία στον Χατζιδάκι. Του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο στο Β’ Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του ΕΙΡ για το «Κυπαρισσάκι» και την «Τιμωρία» με την Νάνα Μούσχουρη, απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο «Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έγραψε τα «Τα Παιδιά του Πειραιά» για το «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν, που έκαναν το γύρο του κόσμου αποδίδοντας στον συνθέτη και το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού την επόμενη χρονιά, και επίσης συνέθεσε μουσική για πολλές ταινίες. Ανάμεσά τους οι: «Μανταλένα», «Η Αλίκη στο ναυτικό», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η κυρία δήμαρχος», «Το κλωτσοσκούφι», «Ραντεβού στην Κέρκυρα», κ.λπ.
Το 1960 επίσης, ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε τη μουσική για τα Επιφάνεια, σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, και συνέθεσε δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρήκαν βαθύτατη απήχηση στον ελληνικό λαό. Οπότε, όχι τυχαία, το 1960 θεωρείται στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και της μουσικής η χρονιά ορόσημο όπου το λαϊκό τραγούδι παίρνει τα πρωτεία από το ελαφρό. Τρία χρόνια αργότερα, το 1963, θα είχε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία ο Σταύρος Ξαρχάκος με την μουσική που έγραψε για την κινηματογραφική ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Κόκκινα Φανάρια».
Σύντομα, αριστουργήματα όπως τα «Λες και ήταν χτες» και «Πάμε σαν άλλοτε» του Κώστα Γιαννίδη, το «Νινέτα, Νανίνα, Νινόν» του Χρήστου Χαιρόπουλου, «Ας’ τα τα μαλλάκια σου» και «Για μας κελαϊδούν τα πουλιά» του Μιχάλη Σουγιούλ, «Παπαρούνα» και «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες» του Αττίκ, «Λόντρα, Παρίσι, Αθήνα» του Λεό Ραπίτη, «Γύρισε» του Γιάννη Βέλλα, «Ήρθες σαν την άνοιξη» του Τάκη Μωράκη, «Βίρα τις άγκυρες» και «Ένας φίλος» του Γιώργου Μουζάκη και εκατοντάδες ακόμη ελαφρά τραγούδια θα αντιμετωπίζονταν από το ευρύ κοινό σαν μουσειακό είδος. Σύντομα δε, το λαϊκό τραγούδι θα εκφυλιζόταν και αυτό για να μπούμε σε μια μακρά στείρα περίοδο από πλευράς αξιοσημείωτης δημιουργικότητας η οποία συνεχίζεται στις μέρες μας.
Κατηγορίες:Uncategorized