
Νίκου Νικολάου: «Καφενείο Ζαχαράτου» (1945).
Από το 1937, όταν φιλοτέχνησε το σχέδιο για το Φετιχιέ τζαμί στην Πλάκα, ο ζωγράφος Νίκος Νικολάου (1909 – 1986) απεικόνιζε σε σχέδια και ελαιογραφίες απόψεις της Αθήνας. Το 1945 δούλεψε κατά βάση το σχεδιαστικό έργο για την ελαιογραφία του σε μουσαμά με το ιστορικό «Καφενείο Ζαχαράτου». Το Ζαχαροπλαστείο του Ζαχαράτου βρισκόταν στο ισόγειο της Οικίας Βούρου, επί της Βασιλέως Γεωργίου Α’ και Σταδίου 2, στην Πλατεία Συντάγματος.
Τον Δεκέμβριο του 1888, ο Σπύρος Ζαχαράτος αποφάσισε να επεκτείνει τις δραστηριότητές του από την Ομόνοια όπου διατηρούσε ένα μεγάλο καφενείο στην πλατεία Συντάγματος. Αρχικά το άνοιξε στο ισόγειο της οικίας Γιαννοπούλου, στην πλατεία Συντάγματος. Νοίκιασε το καφενείο Γιαννόπουλου με την επιμήκη ισόγεια αίθουσα για κυρίως καφενείο και το πατάρι για σφαιριστήριο. Η επίπλωσή του ήταν κομψή και πλούσια με μαρμάρινα στρογγυλά τραπεζάκια, παραπετάσματα, πλήθος εφημερίδων, πολυελαίους, καναπέδες και καθρέφτες στους τοίχους. Τακτικοί θαμώνες του ήταν ο Ροΐδης, ο Δροσίνης, ο Παλαμάς, ο Ψυχάρης, ο Ξενόπουλος, ο Σουρής, ο Παράσχος, ο Μαλακάσης, στρατιωτικοί και πολιτικοί. Το καφενείο επισκεπτόταν καθημερινά στο πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα και ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Λόγω των πολιτικών που σύχναζαν και των πολιτικών συζητήσεων που καθημερινά γίνονταν εκεί είχε χαρακτηριστεί από τον Γεώργιο Παπανδρέου ως «το δεύτερον και πιο ελεύθερον κοινοβούλιο». Στο σφαιριστήριό του σύχναζαν εκτός των άλλων και διάσημοι καλλιτέχνες όπως ο ζωγράφος Ιακωβίδης, που έπαιζε με τον επίσης ζωγράφο Χατζόπουλο και τον Λύτρα ξαπλωμένο στον βελούδινο καναπέ να τους παρακολουθεί. Η παρουσία δημοσιογράφων, στρατιωτικών, πολιτικών στου Ζαχαράτου ήταν μια εγγύηση για την καριέρα τους αφού το καφενείο ήταν ο «εντός των τειχών» μικρόκοσμος της Ελλάδας. Το 1895 η επιχείρηση επεκτάθηκε στην Οικία Βούρου, εκεί που βρισκόταν το καφεζαχαροπλαστείο Χαραμή. Το μέγαρο αυτό είχε κτιστεί από Γάλλο αρχιτέκτονα το 1880. Η αρχοντική οικογένεια το 1899 αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσκολίες αποφάσισε να μετατρέψει τις αίθουσες υποδοχής του ισογείου σε καταστήματα για ενοικίαση. Ένα λοιπόν από αυτά το νοίκιασε ο Σπύρος Ζαχαράτος και το έκανε ζυθοπωλείο. Πουλούσε όμως και είδη ζαχαροπλαστικής (σπεσιαλιτέ του ήταν τα παγωτά, τα κοκ και η πάστα «Κοπεγχάγη») καθώς και καφέδες διαθέτοντας συνολικά 650 καθίσματα για μπύρα και 400 για το καφενείο. Δέκα σερβιτόροι περιφέρονταν στα καθίσματα της μπύρας και άλλα τόσα στα καθίσματα του καφενείου, το οποίο φιλοξενούσε και πιανίστα.
Από το 1906 άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα για τον επιχειρηματία και καταργήθηκε το σφαιριστήριο. Μειώθηκε μεν το ενοίκιο όμως το καφενείο είχε ήδη παρακμάσει. Το ζυθοπωλείο που λειτουργούσε απέναντι συγκέντρωνε εκλεκτή πελατεία, η οποία δαπανούσε αρκετά χρήματα. Αντίθετα στου Ζαχαράτου συγκεντρώνονταν κατά το πλείστον ηλικιωμένοι που έκαναν μικρή κατανάλωση.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες το παλιό καφενείο έκλεισε την 8η Ιανουαρίου 1910 και έμεινε μόνο το υπό την οικία Βούρου κατάστημα. Στα χρόνια του εθνικού διχασμού (1915 – 1917) τα τραπεζάκια του στο πεζοδρόμιο αντιστοιχούσαν προς τις πτέρυγες της Βουλής. Μαζεύοντας πολλούς πολιτευτές που επέκριναν τα κακώς κείμενα είχε ονομαστεί «Γερουσία του Ζαχαράτου».
Οι βενιζελικοί κατελάμβαναν αυτά που βρίσκονταν προς την σημερινή «Μεγάλη Βρετανία», ενώ οι βασιλικοί τα τοποθετημένα προς την οδό Βουκουρεστίου. Τελικά το καφενείο Ζαχαράτου κατεδαφίστηκε το 1960. Όταν είχε ανακοινωθεί νωρίτερα το κλείσιμο, ο Παύλος Παλαιολόγος έγραφε στο Βήμα: «Ένα καφενείο κατεδαφίζεται στο τετράγωνό μου. Από τα τελευταία. Πόσα τάχα απομένουν; Αν ανήκα στους χορηγούς θα εμπιστευόμουν στην Ακαδημία Αθηνών την απονομή επάθλου για την συγγραφή της ιστορίας του καφενείου που πεθαίνει…».
Κατηγορίες:Uncategorized