Uncategorized

5 o’clock Zen: τσάι, αψέντι και aesthetes

Acenti

Παρασκευάζοντας αψέντι στο σπίτι.

Υπάρχει ένα κοινό σημείο αναφοράς μεταξύ του 2ου ορόφου των Harrods στο Λονδίνο και των μπαρ του Παρισιού της Belle Époque. Μεταξύ αρκετών πολυτελών ξενοδοχείων της βρετανικής πρωτεύουσας όπως είναι το Claridges, το Dorchester, το Ritz ή το Savoy και του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού décadentisme. Μεταξύ των θιασωτών του ιαπωνικού wabi-sabi και των φίλων της «πράσινης νεράιδας». Μεταξύ της Anna, 7ης δούκισσας του Bedford και των Vincent Van Gogh, Charles Baudelaire, Paul Marie Verlaine, Guy de Maupassant και Arthur Rimbaud.
Το κοινό όλων αυτών, είναι δύο αγαπημένες συνήθειες των aesthetes: το λονδρέζικο 5 o’clock και το παριζιάνικο 5 o’clock.
Το μεν λονδρέζικο 5 o’clock είναι συνυφασμένο με το τσάι, το δε παριζιάνικο 5 o’clock με το αψέντι.
Είτε πρόκειται πάντως για την μεγαλοπρεπή κομψότητα του tea salon κάποιου ονομαστού λονδρέζικου ξενοδοχείου ή του «Diamond Jubilee tea salon» στον 4ο όροφο των Fortnum & Masons όπου το σερβίρισμα στοιχίζει 45 στερλίνες είτε για την décadence ατμόσφαιρα ενός absinthe bar όπου ένα ποτήρι αψέντι δεν στοιχίζει παρά το ένα δέκατο, κυρίαρχο στοιχείο είναι σε όλα αυτά το ζεν πνεύμα, η τελετουργία και η χαλαρή αναζήτηση της έμπνευσης και ταυτόχρονα της ομορφιάς στην απόλαυση της στιγμής.
Ένα κοινό στοιχείο που έχουν αυτές οι συνήθειες είναι πως το τσάι και το αψέντι συνιστούν για τον λάτρη τους «Μούσα» και όχι διασκέδαση, μέσο έμπνευσης και όχι μόνο απλής φυσικής απόλαυσης. Το τσάι διαφέρει από τα λοιπά αφεψήματα ακριβώς διότι είναι ιεροτελεστία στον υπερθετικό βαθμό, μια ιεροτελεστία που στην Ιαπωνία μπορεί να κρατά και ώρες και η οποία αποτελεί μέσο να εκτιμήσει κάποιος την ομορφιά της απλότητας και να θαυμάσει την τέχνη, την χάρη και τη δεξιοτεχνία στην επαναλαμβανόμενη καθημερινή συνήθεια. Αντίστοιχα, το αψέντι είναι ποτό που πίνουν όσοι αναζητούν την έμπνευση, την εναλλακτική ματιά στα πράγματα, ακόμη και το δέος που προκαλεί το θέαμα μιας αυστηρά υποκειμενικής ματιάς στην τρομερή αντικειμενική «αλήθεια» της στιγμής και όχι απλώς την ευθυμία και την ζαλάδα ενός οποιουδήποτε ποτού, το ευγενές και όχι το ζωώδες. Ο Oscar Wilde έλεγε «After the first glass of absinthe you see things as you wish they were. After the second, you see things as they are not. Finally, you see things as they really are, and that is the most horrible thing in the world». Πρόκειται για ένα ποτό που η παρασκευή του είναι συνώνυμο του ζεν και της τελετουργίας και πάντως κάτι πολύ περισσότερο από απλό σερβίρισμα, ένα ποτό με τα δικά του σύνεργα, την καράφα με το παγωμένο νερό, το διάτρητο κουτάλι, το κύβο της ζάχαρης, το ειδικό ποτήρι, το «σιντριβάνι» που μπαίνει πάνω από το ποτήρι για να πέφτει το παγωμένο νερό, τις βρύσες με τις 2 ή ακόμη και τις 6 κάνουλες…
Το ζεν είναι συστατικό στοιχείο στην προετοιμασία, το σερβίρισμα και την κατανάλωση του τσαγιού. Στην Ιαπωνία έχουν τον όρο «Chanoyu» ή «Sado» ή «Chado» για να περιγράψουν την ιεροτελεστία του τσαγιού και τον όρο «otemae» για να αποδώσουν την τέχνη της εξάσκησής της. Η ιεροτελεστία του τσαγιού είναι βασικό στοιχείο του βουδιστικού ζεν στα μοναστήρια όπως στοιχεία «ζεν» έχει και η ιεροτελεστία του τσαγιού σε κάποιο tea salon κάποιου πολυτελούς ξενοδοχείου χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά τους.
Στην Ιαπωνία, ο αριθμός των καλεσμένων, ο χρόνος άφιξής τους, η αίθουσα αναμονής, η υπόκλιση του οικοδεσπότη και του φιλοξενούμενου, το πλύσιμο του στόματος και των χεριών, το ανυπόδητον, η προετοιμασία, η κουβέντα, το συνοδευτικό γεύμα, το συνοδευτικό ποτό, τα σύνεργα (η τσαγιέρα, η κούπα, το βάζο του τσαγιού, το αναδευτήρι), τα είδη του τσαγιού, το σερβίρισμα, το συμμάζεμα των σκευών, το πλύσιμό τους ενώπιον όλων, η σωστή τοποθέτησή τους, το ξεπροβόδισμα, όλα αυτά συνθέτουν μια ζεν τελετουργία η οποία εκφράζεται μέσα από μια ιδιαίτερη αισθητική που βασίζεται στην αναζήτηση της έμπνευσης και της ομορφιάς, κυρίως δε της ομορφιάς της μινιμαλιστικής απλότητας.
Το απογευματινό τσάι πάλι, θεωρείται αγγλική συνήθεια, αν και αρκετοί θεωρούν ότι η μανία του τσαγιού στην Αγγλία και τη υπόλοιπη Ευρώπη εισήχθη από την Γαλλία. Η Madame de Sévigné έγραφε τον 17ο αιώνα για την πριγκίπισσα του Τάραντα που έπινε 12 κούπες τσάι την ημέρα, τον de Landgrave που έπινε 40 κούπες κάθε πρωί, την  μαρκησία de la Sablière που συνήθιζε να βάζει γάλα στο τσάι της… Το απογευματινό τσάι όμως είναι ασφαλώς βρετανική συνήθεια η οποία εισήχθη το 1740 από την Anna, 7η δούκισσα του  Bedford. Το δείπνο στην οικία της σερβιριζόταν μετά τις 8 το βράδυ και έτσι υπήρχε απόσταση μεταξύ γεύματος και δείπνου. Έτσι, καθώς κατά τις 4 το απόγευμα άρχιζε να πεινάει, ζητούσε να της ετοιμάσουν τσάι με ψωμί και βούτυρο, καθώς και κέικ (λίγο καιρό νωρίτερα είχε καθιερωθεί και το σάντουιτς) που συνέθεταν ένα ελαφρύ γεύμα το οποίο έπαιρνε μαζί με φίλους της και αποτελούσε ευκαιρία για συζήτηση με ελαφρά διάθεση .
Ενάμιση αιώνα μετά, γύρω στο 1880, το απογευματινό τσάι είχε γίνει πια ολόκληρη ιεροτελεστία στην Αγγλία. Καθιερώθηκε να πίνουν οι Άγγλοι μεταξύ 4 μμ και 5 μμ το τσάι τους, Ινδίας ή Κεϋλάνης, συχνά σερβιρισμένο από ασημένια τσαγιέρα σε πορσελάνινα φλιτζάνια, οι δε κυρίες της υψηλής κοινωνίας προσέρχονταν με τα εντυπωσιακά καπέλα και γάντια, για να γευθούν το τσάι μαζί με σάντουιτς, κέικ, μπισκότα, γλυκά, μαρμελάδα και βούτυρο.
Αυτά ως προς το τσάι. Ως προς το αψέντι, το πιο συναρπαστικό μέρος στην τελετουργία του, είναι το θέαμα που οι Γάλλοι ονομάζουν «Le louche», δηλαδή «συννέφιασμα» το οποίο είναι γνωστό και ως «ouzo effect» από το χρώμα του γάλακτος που παίρνει το ούζο όταν αναμιχθεί με νερό, καθώς το νερό απελευθερώνει τα αιθέρια έλαια. Αυτό το φαινόμενο εμφανίζεται στην διάρκεια που πέφτει σιγά σιγά το παγωμένο  το νερό μέσα από το διάτρητο κουτάλι με τον κύβο της ζάχαρης τοποθετημένο πάνω του και που καθώς λιώνει πέφτει από τις τρύπες του κουταλιού στο ποτήρι με το αψέντι, στο στόμιο του οποίου είναι τοποθετημένο το κουτάλι, για να δώσει γλυκύτητα στο πικρό αυτό ποτό, αποσταγμένο από αψιθιά, γλυκάνισο, μάραθο και άλλα βότανα ποτό. Και με την διαδικασία αυτή το παγωμένο νερό βάφει από φυσικά χρωματισμένο πράσινο το αψέντι σε γαλακτώδες. Αυτή η τελετουργία είναι το «ζεν» μέρος που συναρπάζει τους λάτρεις του αψεντιού και που συνδέεται με ένα ιδιαίτερο life style το οποίο συνδυάζει την αγάπη για την τέχνη, την εναλλακτική ματιά στα πράγματα, την πρωτοτυπία και το «old-style elegance».
Το αψέντι, το οποίο επινοήθηκε το 1797 ήταν ως το μέσον του 19ου αιώνα αγαπημένο ποτό της αριστοκρατίας και στην συνέχεια της αστικής τάξης και το κατ εξοχήν το αγαπημένο ποτό των μποέμ της Belle Époque που του απέδιδαν αφροδισιακές και ναρκωτικές ιδιότητες. Αλλά ακόμη και οι γυναίκες της μεγαλοαστικής και της μεσοαστικής τάξης έπιναν αψέντι. Το παριζιάνικο 5 o’clock ήταν δημοφιλές και στις γυναίκες. Τον 19ο αιώνα, οι κυρίες της μεσαίας τάξης, καλοντυμένες, καθώς πρέπει, σοβαρές, συνοδεύονταν στο Παρίσι και σε άλλες γαλλικές πόλεις από τους συζύγους τους για το apéritif της 5ης απογευματινής. Ήταν μια ευκαιρία για να ανταλλάξουν κουβέντες, να πληροφορηθούν για τα ρεύματα της εποχής, να εκφράσουν ακόμη πτυχές της προσωπικότητά τους.
Από την δεκαετία του 1860 και για πολλά χρόνια, στα μπιστρό, τα καφέ και τα καμπαρέ του Παρισιού, αστοί και πάρα πολλοί καλλιτέχνες συγκεντρώνονταν στις 5 το απόγευμα γι αυτήν την τελετουργία και γενικότερα για να πιουν αψέντι (εκατομμύρια λίτρα έπιναν ετησίως οι Γάλλοι τέλος του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα) και για τον λόγο αυτό η συγκεκριμένη ώρα ονομάστηκε «L’ heure verte», η «πράσινη ώρα», από το χρώμα της «Πράσινης Νεράιδας» όπως ονομάζουν πολλοί το αψέντι. Η τόνωση της έμπνευσης, η ενίσχυση της λειτουργίας του εγκεφάλου, η αφροδισιακή δράση, και οι αποδιδόμενες ψυχοδραστικές του ιδιότητες, όλα αυτά σε βαθμό πολλαπλάσιο άλλων ποτών,  συμπυκνώνονται στον λεγόμενο «αψεντισμό» που προσήλκυσε πολλούς aesthetes.
Ένας διάσημος ποιητής η οποίος έγραφε στο εβδομαδιαίο έντυπο «Le Courrier français» του Jules Roques που εκδίδετο μεταξύ του 1884 και του 1914, ο Raoul Ponchon, έγραψε ένα ποίημα, το «Five O’clock Absinthe». Το ποίημα περιγράφει αυτήν την ιεροτελεστία του αψεντιού που ανακατεύεται με το παγωμένο νερό. Όπως αναφέρει ο ποιητής δεν είναι μια ρουτινιάρικη υπόθεση χωρίς συναίσθημα. Το παγωμένο νερό είναι που κάνει εύγευστο το αψέντι, το ζεστό νερό θυμίζει ούρα γαιδάρου(«…pissat d’âne…»).
Ο Arthur Rimbaud έβλεπε σύμφωνα με τους βιογράφους του το αψέντι ως αλχημικό στοιχείο, ως καλλιτεχνικό εργαλείο που αποδιοργάνωνε τις αισθήσεις του για να το παρουσιάσει μια νέα πραγματικότητα.
Το 1915 το αψέντι κατηγορήθηκε ότι οδηγεί σε ψυχώσεις και απαγορεύθηκε σε Γαλλία, Ελβετία, ΗΠΑ και τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, για να ξαναγίνει στο τέλος του 20ου αιώνα παρακμιακό σημείο αναφοράς στο Σαν Φρανσίσκο και την Νέα Ορλεάνη.

Κατηγορίες:Uncategorized

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s