Μακάριος ο εκπληρώσας τον άθλο του,
μακάριος ο που τον αποζητά,
μακάριος ο που τον βλέπει!
Mακάριος ο που τον αναγνωρίζει,
μακάριος ο που τον αγγίζει!
Mακάριος ο που ξεθάβει για εκείνον τον πέλεκυ,
μακάριος ο που του κρατά τον δαυλό,
μακάριος ο που του ανοίγει την θύρα.
(Der ist selig, der seine Tat zu tun kommt,
selig der, der ihn ersehnt,
selig der ihn erschaut!
Selig, wer ihn erkennt,
selig, wer ihn berührt!
Selig, wer ihm das Beil aus der Erde gräbt,
selig, wer ihm die Fakkel hält, selig,
selig, wer ihm öffnet die Tür).
Με την δραματική αυτή άρια, η σοπράνο – Ηλέκτρα της ομώνυμης όπερας του Richard Strauss, δεν μιμείται απλώς την «Επί του Όρους Ομιλία», τους γνωστούς «Μακαρισμούς». Δίνει τον τόνο μιας ιδιότυπης (ίσως για κάποιους και βλάσφημης λόγω της μίμησης των «Μακαρισμών») «λειτουργίας» σε μια σκηνή επέχουσα ρόλο λιτανείας για τον εορτασμό της ηρωίδας και της επίκλησης στους θεούς με την επιστροφή του Ορέστη και για την εκδίκηση που έρχεται. Με ζητούμενο μια πολυεπίπεδη κάθαρση στον οίκο, στο βασίλειο και στους ηθικούς νόμους.
Η Ηλέκτρα θεωρούσε νεκρό τον αδελφό της, τον οποίον αγαπά όσο και τον πατέρα της. Στην ουσία τους ταυτίζει, το λάιτ μοτίφ της αναφοράς στον Αγαμέμνονα ακούγεται και με τον Ορέστη, ενώ έρχεται και η μακάβρια ταύτιση από την Ηλέκτρα αυτών των δύο, απαντώντας «ο Αγαμέμνων» στο ερώτημα του Αίγισθου ποιός είναι αυτός που επιχειρεί να τον δολοφονήσει. Η Ηλέκτρα απευθύνεται στον Ορέστη όπως μια γυναίκα απευθύνεται στο εραστή της (προσεύχεται να μην τον χάσει ποτέ) σε μια μετάθεση, ψυχαναλυτικά, του ερωτικού αντικειμένου του λεγόμενου «Συνδρόμου της Ηλέκτρας» από τον νεκρό πατέρα στο ζώντα αδελφό. Έτσι ερμηνεύεται και διαφορετικά ο «μακαρισμός» όχι μόνο με την Χριστιανική ερμηνεία, αλλά και με την αρχαιοελληνική αφού οι μακαρισμοί αποδίδονταν είτε σε τεθνεώτες είτε σε ερωτευμένους. Για δε τον Αγαμέμνονα θα πάρουν μαζί εκδίκηση σκοτώνοντας τους δολοφόνους του, την συζυγοκτόνο μητέρα τους και τον τύραννο και εραστή της Αίγισθο.
Ο «μακάριος» όπως και στην την Επί του Όρους Ομιλία διαθέτει όλα τα γνωρίσματα του αφυπνισμένου, εκείνου που έχει υπερβεί τον κοινό άνθρωπο, μέσα από μια διαδικασία κάθε άλλο παρά ευχάριστη και ανώδυνη. Η Ηλέκτρα, όπως στον Σοφοκλή, έτσι και στον Strauss (αν και με τους δύο αυτούς να δίνουν διαφορετικό βάρος ο καθένας σε κάποιες αξίες) υπερασπίζεται την ευνομία και την ελευθερία απέναντι στην στυγνή τυραννία του Αίγισθου, υπερασπίζεται το αίμα της απέναντι στον σφετεριστή, υπερασπίζεται την «καθαρότητα του αίματος» του βασιλικού οίκου απέναντι στον μιαρό παρείσακτο, υπερασπίζεται το δίκαιο απέναντι στο άδικο και εν τέλει υπερασπίζεται έναν άνδρα που αγαπούσε απέναντι σε αυτόν που επιχειρεί να σπιλώσει την μνήμη του έχοντας για ερωμένη την δόλια και φαύλη μητέρα της Κλυταιμνήστρα. Και για να καταδειχθεί περισσότερο η αφύπνισή της, τόσο ο χαρακτήρας όσο και η προσωπικότητά της παρουσιάζονται ως διαμετρικά αντίθετα με της αδελφής της, της Χρυσοθέμιδος. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία και ειδικά στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή, η Χρυσόθεμις επιχειρεί διαρκώς να νουθετήσει την αδερφή της και τη συμβουλεύει να μην αντιστέκεται στον Αίγισθο (και γενικά στους άρχοντες) ώστε υπάκουη και υποταγμένη, να ζει ανενόχλητη. Ο Σοφοκλής την παρουσιάζει δειλή και αδύναμη, με στόχο να γίνει εμφανέστερος ο ηρωισμός της Ηλέκτρας, κατά τον ίδιο τρόπο που η δειλία της Ισμήνης δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο θάρρος και το ήθος της Αντιγόνης στην ομώνυμη τραγωδία.
Το λιμπρέτο του Hugo von Hofmannsthal στην όπερα του Strauss, απηχεί εκτός από τους Χαιρετισμούς και τις προσευχές του Αισχύλου στις «Χοηφόρους» όπου Χριστός, Απόλλων, αυτοθυσία και εκδίκηση -όλα αυτά υποταγμένα σε έναν ανώτερο σκοπό- γίνονται ένα.
Είναι το αίμα της θυσίας που θα δώσει τέλος μέχρι και στους εφιάλτες της Κλυταιμνήστρας που ως «αμνός» προσφέρεται στους θεούς για να βρει την γαλήνη από τους εφιάλτες τθης («Ich habe keine guten Nächte» δηλαδή «δεν έχω πια ήσυχες νύχτες» εξομολογείται στην κόρη της).
Η σοπράνο (η Anna Maria Krull, ήταν η Ηλέκτρα στην πρεμιέρα της 25ης Ιανουαρίου 1909 στην Sächsische Staatsoper Dresden, την Κρατική Όπερα της Σαξωνίας στην Δρέσδη) ψάλλει το δικό της «Αλληλούια» προστάζοντας τον Ορέστη να χτυπήσει ξανά με τον πέλεκυ την μητέρα τους όχι όμως μόνο παραμένοντας παραπλανητικά ψύχραιμη και νηφάλια αρκετά για να προσποιηθεί καλές προθέσεις στον Αίγισθο καθώς τον οδηγεί συνοδεία του χορού -που υποδηλώνει μια ιεροτελεστία- στον θάνατο, αλλά και με μια βακχική μανία. Μανία που υποδηλώνεται καθώς χορεύει κρατώντας τον αναμμένο δαυλό ενώ οδηγεί τον δολοφόνο του πατέρα της στην θυσία. Και η μανία της κορυφώνεται με την απάντηση «Ο Αγαμέμνων!» που δίνει φωναχτά στην ερώτηση του Αίγισθου «Υπάρχει κάποιος να με ακούσει;» και την κραυγή του «Helft! Mörder!» («Βοήθεια! Δολοφόνος!») καθώς βλέπει τον εκδικητή Ορέστη να τον πλησιάζει.
Ο Σοφοκλής καθαγιάζει την όλη πράξη βάζοντας τον χορό όχι μόνο να παροτρύνει τα δύο αδέλφια να αποδώσουν δικαιοσύνη, αλλά και να κλείνει το έργο εγκωμιάζοντας την άρτι αποκτηθείσα ελευθερία προκαλώντας συνειρμούς για τους δύο τυραννοκτόνους αδελφούς των Αθηνών, Αρμόδιο και Αριστογείτονα.
Οι Richard Strauss και Hugo von Hofmannsthal σε πολύ ιδιαίτερες ιστορικά εποχές αναδεικνύουν επίσης και τον εθνικισμό του ευγενικού αίματος που ζητά εκδίκηση, σε μια καθαρώς νιτσεϊκή ανάγνωση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Κατηγορίες:Uncategorized