
Ο Ινδός ποιητής και δραματουργός Καλιντάσα
«Αν κάποιος δεν είναι σοφός, δεν μπορεί να είναι ποιητής» έλεγε ο Καλιντάσα, ο μεγάλος αυτός Ινδός δραματουργός και ποιητής που θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί και ο εθνικός ποιητής της Ινδίας. Και πράγματι, όσον αφορά στον ίδιο, η σοφία του και η λογοτεχνική του δεινότητα έφθασαν σε υψηλές σφαίρες.
Ο Καλιντάσα έζησε τον 4ο και 5ο αιώνα και έγραψε στην σανσκριτική, στην λεγόμενη χρυσή εποχή της ινδικής λογοτεχνίας. Μιας λογοτεχνίας, τα πρωιμότερα έργα της οποίας ήσαν προφορικά, ήδη από το 1200 π.Χ. με τα δε σανσκριτικά έπη Ραμαγιάνα και Μαχαμπαράτα να εμφανίζονται προς το τέλος της 1ης χιλιετίας π.Χ.
Είναι άγνωστο το πού και το πότε γεννήθηκε, πιθανό είναι να έζησε στην ευρύτερη περιοχή των Ιμαλαΐων την οποία περιγράφει με λεπτομέρειες, ενώ τουλάχιστον άλλοι 2 τόποι «ερίζουν» για την καταγωγή του (το Ουτζαίν στην Βόρεια Ινδία και το βασίλειο Καλίνγκα στην Ανατολική, στον Κόλπο της Βεγγάλης). Νεώτερες μελέτες θέλουν να κατάγεται από το Κασμίρ, την χλωρίδα του οποίοι αναφέρει με λεπτομέρειες τόσες και τέτοιες που μόνο οι ντόπιοι θα μπορούσαν να γνωρίζουν.
Το όνομά του περιβάλλεται με μεγάλη αίγλη στην Ινδία, όπου θεωρείται ως ο μεγαλύτερος Ινδός συγγραφέας όλων των εποχών, που εξύψωσε την ινδική ποίηση αποκληθείς και «Σαίξπηρ της Ινδίας».
Ο Καλιντάσα ήταν άνθρωπος βαθύτατα καλλιεργημένος, πολυταξιδεμένος και λάτρευε τη φύση. Διέθετε μεγάλο ταλέντο, η δε δημιουργική του φαντασία εξέφραζε το τρυφερό συναίσθημα, και τίποτα το άγριο ή το βίαιο δεν διατάραζε την αρμονία της ποιητικής του έκφρασης. Στα έργα του, ο έρωτας ποτέ δεν ξεπερνά τα αισθητικά πλαίσια, ποτέ δε διογκώνεται σε άγρια ζήλεια ή μίσος, και τα βάσανα της θλίψης εκφράζονται με τόνους βαθειάς μελαγχολίας.
Από τα θεατρικά έργα του Καλιντάσα, τρία μόνο έχουν μέχρι σήμερα διασωθεί:
Το Βικραμορβάσι ή «Η κατάκτηση της Ουρβάσι από ένα γενναίο» (Βικραμορβασίγια) με θέμα τον έρωτα ενός θνητού, του βασιλιά Βικραμαμαντίγια, για μιαν ουράνια νύμφη.
Το δεύτερο έργο του «Μαλαβικαγκνιμίτρα» ή «Μαλαβίκα και Αγκνιμίτρα» είναι μια ρομαντική κωμωδία με θέμα τον βασιλιά Αγκνιμίτρα ο οποίος ερωτεύεται την εικόνα μιας εξόριστης υπηρέτριας, της Μαλαβίκα με την βασίλισσα να την φυλακίζει και τελικά να νομιμοποιείται η σχέση της με τον βασιλιά μόλις ανακαλύπτεται η ευγενική της καταγωγή.
Το πιο σημαντικό όμως και πιο ώριμο έργο του Καλιντάσα είναι η «Σακούνταλα» ή «Αμπιτζνανασακούνταλα» («Η αναγνώριση της Σακούνταλα»). Το θέμα είναι εμπνευσμένο από τον αρχαίο επικό κύκλο της Μαχαμπαράτα. Είναι ένα ρομαντικό θεατρικό έργο σε πέντε πράξεις, που εξιστορεί τον έρωτα του βασιλιά της Ινδίας Ντουσυάντα , οποίος αποπλανεί τη θετή κόρη ενός σοφού ερημίτη, την εγκαταλείπει όμως εξαιτίας κάποιας κατάρας, υπερνικά αργότερα την κατάρα και ξανασμίγει στον ουρανό με τη γυναίκα του και το γιο του, καρπό του έρωτά τους.
Η υπόθεση σε γενικές γραμμές έχει ως εξής: η νύμφη Μένακα κατεβαίνει στη γη και αφήνει το μωρό της μέσα στο δάσος, όπου το βρίσκει ένας σοφός ερημίτης και το μεγαλώνει σαν να ήταν δικό του παιδί. Η νεαρή Σακούνταλα, γνωρίζει τη γλώσσα των ζώων και των πουλιών. Ο βασιλιάς Ντουσυάντα την πετυχαίνει στο δάσος, τη γνωρίζει, την ερωτεύεται και την παντρεύεται, προσφέροντάς της ένα δαχτυλίδι, με το οποίο θα πάει να τον συναντήσει στο παλάτι του. Συνεπαρμένη από τις ερωτικές της σκέψεις, η Σακούνταλα δεν περιποιείται όπως πρέπει έναν περαστικό σοφό, τον Ντουρβάσα, που θυμώνει την καταριέται.
Έτσι, εγκαταλείπει το δάσος για να πάει στο παλάτι του Ντουσυάντα, αλλά στο δρόμο χάνει το δαχτυλίδι της σε ένα ποτάμι. Στο παλάτι, ο βασιλιάς δεν την αναγνωρίζει, κι έτσι επιστρέφει στο δάσος θλιμμένη, και αφοσιώνεται στο μεγάλωμα του γιού της του Μπάρατα. Μιά μέρα, ένας ψαράς φέρνει στο παλάτι ένα ψάρι, και μέσα στα σπλάχνα του βρίσκουν το δαχτυλίδι. Μόλις το βλέπει ο βασιλιάς, τα μάγια λύνονται, θυμάται τη γυναίκα του, πηγαίνει στο δάσος όπου συναντά πρώτα τον γιό του και έπειτα εκείνην. Τους παίρνει μαζί του και η ιστορία τελειώνει αίσια.
Η ιστορία της Σακούνταλα υπήρχε ήδη στο έπος της Μαχαμπάρατα, αλλά πιο περιεκτική και χωρίς την ποιητική φαντασία του Καλιντάσα ο οποίος την ολοκλήρωσε σε ποιητικό αριστούργημα.
«Η Σακούνταλα παντρεύτηκε την άνοιξη της νιότης με τους καρπούς που επιφέρει η δύση της», είπε ο Γκαίτε. Και ο νομπελίστας Ραμπουντανάθ Ταγκόρ συμπλήρωσε: «η Σακούνταλα εκφράζει την ιστορία της εξέλιξης, την εξέλιξη του ανθού σε καρπό, της γης σε ουρανό, της ύλης σε πνεύμα. Την ανύψωση της αγάπης από το επίπεδο της παρερχόμενης φυσικής ομορφιάς στης σφαίρα της αιώνιας ομορφιάς των εσωτερικών αξιών».
Η Σακούνταλα έτυχε θερμής υποδοχής από το θεατρικό κοινό και τους αναγνώστες του έργου στη Δύση, θυμίζοντας τα τελευταία έργα του Σαίξπηρ. Το έργο άσκησε ακόμη επιρροή και στο ευρωπαϊκό δράμα, όταν μεταφράστηκε στα αγγλικά και πρωτοπαρουσιάστηκε στη Δύση το 1789, ως ένα νέο είδος ρομαντικής φαντασίας και ως μια αντίδραση στους συμβατικούς και καθιερωμένους μέχρι τότε κλασικούς θεατρικούς κανόνες.

Ράτζα Ραβί Βάρμα (1848-1906): «Η Σακούνταλα γυρίζει να κοιτάξει τον Ντουσυάντα»
Η Σακούνταλα θεωρείται το τελειότερο επίτευγμα της κλασικής ινδικής λογοτεχνίας και κατά τον Γκαίτε ένα από τα καλύτερα της παγκόσμιας δραματουργίας. Ο Γκαίτε τόσο πολύ μάλιστα θαύμαζε το έργο αυτό του Καλιντάσα, ώστε έγραψε κι ένα ένθερμο ποίημα για το ποιητικό αυτό αριστούργημα.
Ακόμη, ενέπνευσε τον Φραντς Σούμπερτ να γράψει το 1820 μια δίπρακτη όπερα που φέρει όνομά της αλλά που έμεινε ημιτελής για να συμπληρωθεί σε 3 διαφορετικές εκδοχές μία από τους Fritz Racek (1η παράσταση στην Βιέννη στις 12 Ιουνίου 1971) και δύο από τον Karl Aage Rasmussen σε μία ηχογράφηση στις 4 Οκτωβρίου 206 και σε μια παράσταση με πρεμιέρα στις 27 Μαρτίου 2010.
Ο Καλιντάσα έγραψε ακόμη 2 έπη: την Ραγκουβάμσα (επικό ποίημα για την δυναστεία των Ράγκου) και Κουμαρασαμπάβα για την θεά Παρβάτι και τον γάμο της με τον θεό Σίβα.
Κατηγορίες:Uncategorized