
«Τα Ηλύσια ενώνονται με τα Τάρταρα… Το ένα από το άλλο αδύνατο πια να ξεχωρίσω…».
Αν στο «La caduta degli dei» («Το Λυκόφως των Θεών» ή «Οι Καταραμένοι» όπως ήταν ο τίτλος της ταινίας στην Ελλάδα) καταφέρνει ο Luchino Visconti να παρουσιάσει κινηματογραφικά την διάβρωση των συνειδήσεων της γερμανικής αριστοκρατίας από το δηλητήριο του ναζισμού, ο εβραϊκής καταγωγής Βιεννέζος συγγραφέας Hermann Broch το καταφέρνει τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικά. Στο βιβλίο του «Μη ένοχοι» («The Guiltless») μιλώντας μέσα από τις 11 νουβέλες που το απαρτίζουν -και για την γερμανική αριστοκρατία και για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα- περιγράφει την μετάλλαξη ενός ταπεινωμένου έθνους που κατάντησε με το τέλος του «Μεγάλου Πολέμου» παρίας της Ευρώπης, σε χειροκροτητή του πιο ανελεύθερου σκοταδισμού, με αιτούμενο αντάλλαγμα την αναζήτηση της άδικα στερημένης του αξιοπρέπειας από τους νικητές του.
Την θεατρική παρουσίαση αυτής της μετάλλαξης όπως την κατέγραψε ο Hermann Broch, παρακολούθησα χθες στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας που έχει ειδικευτεί σε πρωτοπόρες παραστάσεις. Και αν Luchino Visconti ξεκινά την περιγραφή της ηθικής καταβύθισης ενός έθνους στους «Καταραμένους» ξεκινώντας από τον εμπρησμό του Reichstag κάπου στην αρχή της ναζιστικής διακυβέρνησης, στο θεατρικό έργο που παρακολούθησα («Η Τσερλίνε και το σπίτι των κυνηγών») η εν λόγω δραματοποιημένη νουβέλα του Hermann Broch διαδραματίζεται στην διάρκεια της δεκαετίας 1923 – 1933 εντός της οποίας συντελέσθηκε η μετάλλαξη.
Κεντρικό πρόσωπο είναι η Τσερλίνε (Μπέττυ Αρβανίτη) μια αδίστακτη υπηρέτρια με «μακιαβελικό μυαλό» η οποία καταφέρνει να αντιστρέψει τους παραδοσιακούς ταξικούς ρόλους, παίζοντας σαν μαριονέτες στα επιδέξια δάχτυλά της που κρύβει κάτω από τα λευκά γάντια, σαν αυτά που βγάζει η πρωταγωνίστρια στο ξεκίνημα της παράστασης, τους «αφέντες» της. Με την διαφορά ότι κινητήρια δύναμη για την δράση της δεν είναι ούτε η πάλη των τάξεων ούτε καν το ταξικό μίσος, αλλά το απόλυτο Κακό ενσαρκωμένο σε μια υπηρέτρια χωρίς ίχνος ανθρωπιάς πάνω της που ο στόχος της εν τέλει που η καταλήστευση της περιουσίας των αφεντικών της φαντάζει δευτερεύων (διάβασα κριτικές για την επιλογή της κας Αρβανίτη να παίξει τον ρόλο με απόλυτα ελεγχόμενο συναίσθημα και απόρησα για την κριτική αυτή, αφού η ηρωίδα –αν θέλουμε να κατανοήσουμε μάλιστα τις συνθήκες μέσα από τις οποίες αντρώθηκε ο Ναζισμός- ήταν υποχρεωμένη να εκφράζεται με απόλυτη αυτοκυριαρχία). Ο ρόλος είναι εν προκειμένω διττός: αφενός έχουμε την αφηγήτρια Τσερλίνε που περιγράφει τα γεγονότα, αφετέρου την υπηρέτρια Τσερλίνε που όχι απλώς τα ζει, αλλά εν πολλοίς τα δημιουργεί κιόλας. Βέβαια, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε η Τσερλίνε να κινεί τα νήματα και στο τέλος να αποκτήσει την περιουσία των αφεντικών της χωρίς το κλίμα νοσηρότητας που προκαλεί ο εκφυλισμός της ίδιας της αριστοκρατικής οικογένειας που υπηρετεί, με έμφαση στην ερωτική αναισχυντία.
Η διασκευή του Στρατή Πασχάλη θέλει σε αντίστιξη με τα ελεγχόμενα συναισθήματα που κινούν την μηχανορραφία, την εξυφαινόμενη προδοσία και την επιβολή της βούλησης της υπηρέτριας στους άλλους, τις παρακμιακές συναισθηματικές εκφράσεις της βαρόνης Ελβίρας (την υποδύεται η Μαρία Κατσιαδάκη) ενώ στην σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβρινού κυριαρχεί ως κλίμα η κατάπτωση της αριστοκρατίας που υπογραμμίζει άλλωστε και το σκηνικό με το παλιό αραχνιασμένο οίκημα, δημιούργημα της σκηνογράφου Ελένης Μανωλοπούλου.
Μοναδικός άνδρας του σπιτιού είναι ο Αντρέας (Κώστας Βασαρδάνης) ακουσίως θύτης και θύμα της πλοκής που είναι ο ενοικιαστής του αρχοντικού όπου ζει και η κακομαθημένη κόρη της βαρόνης, η Χίλντεγκαρντ (Σύρμω Κεκέ). Αυτή έχει ως στόχο να αποκτά αυτό που θέλει, όπως ο Αντρέας. Και το επιδιώκει με κάθε κόστος, ακόμη και όταν αυτό συνεπάγεται τον θάνατο της πέμπτης επί σκηνής ηρώων που είναι η Μελίτα (Εύα Σιμάτου) μοναδικός αθώος ήρωας του έργου σαν την σιωπηρή μερίδα όσων δεν στήριξαν στην ζοφερή περίοδο της μεσοπολεμικής Γερμανίας τον Χίτλερ.
Την ατμόσφαιρα που επιδιώκει να διαμορφώσει η σκηνοθεσία ενισχύουν οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και οι μουσικές επιλογές του Άγγελου Τριανταφύλλου που ταιριάζουν με την ατμόσφαιρα ανόδου του Ναζισμού και των λόγων που την προκάλεσαν, κυρίως με την παρακμή των καλοβολεμένων αστών. Παρακμή που εκφράζεται διαχρονικά και στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην αδιαφορία για τα όσα διαδραματίζονται στον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περίγυρο. Και εν προκειμένω στον μικρόκοσμο ενός παλιού αρχοντικού, μικρογραφία του κόσμου που εξέθρεψε τον ναζισμό και ψευδαίσθηση ασφάλειας παραιτημένων και απογοητευμένων ανθρώπων χωρίς ίχνος ελπίδας και εν τέλει θέλησης για ζωή.
Φράση κλειδί που ακούγεται στο έργο: «Τα Ηλύσια ενώνονται με τα Τάρταρα… Το ένα από το άλλο αδύνατο πια να ξεχωρίσω…».
Κείμενο – φωτογραφία: Zalmoxis
Κατηγορίες:Uncategorized