
Η Μάχη του Caseros, στις 3 Φεβρουαρίου 1852, είχε ως κατάληξη την ήττα του Στρατού του Buenos Aires του Juan Manuel de Rosas (Φεντεραλιστές) από τον Μεγάλο Στρατό (Ejército Grande) υπό τον «Ενωτικό» κυβερνήτη του Entre Ríos, τον Justo José de Urquiza. Η έκβαση της μάχης σήμανε το τέλος της 33χρονης δικτατορίας του πρώτου και ένα χρόνο αργότερα έφερε το πρώτο Σύνταγμα της Αργεντινής.
Ένα από τα πιο βαθειά φιλοσοφικά, ψυχαναλυτικά και –βεβαίως- πολιτικά (αν απουσίαζαν αυτά θα ήταν -το λιγότερο- παράδοξο) νοήματα που μπορούμε να βρούμε στο έργο του Αργεντινού συγγραφέα Jorge Luis Borges, το έχω εντοπίσει στις «Ιστορίες» του. Το έργο εκείνο το οποίο το δούλεψε επί 8 χρόνια, κουβαλώντας σε όλο αυτό το διάστημα τον θάνατο του πατέρα του το 1938 και την επιδείνωση της υγείας του από την οποία κινδύνευσε και η ζωή του.
Στο «Ficciones» που εκδόθηκε το 1944, αναθεωρήθηκε το 1956 για να πάρει στα αγγλικά το 1970 ως «The Aleph and Other Stories, 1933–1969» την τελική του μορφή, αναφέρει μια πολύ σύντομη –πλην άκρως διδακτική- ιστορία, σε μόλις 679 λέξεις (μαζί με τον τίτλο στο ισπανικό πρωτότυπο) και ακολουθεί μια μετάφραση που επιχείρησα σήμερα, 21 Νοεμβρίου 2015, ταυτόχρονα από 2 γλώσσες, από τα Ισπανικά και από τα Αγγλικά.
Το θέμα του είναι μια απλή πλην επώδυνη απόφαση ενός ανθρώπου την οποία ποτέ δεν μπορούμε να κατανοήσουμε έστω και αν αυτή όχι απλώς του αλλάζει την ζωή, αλλά του την καταστρέφει.
Το διήγημα έχει στα ελληνικά (στην οποία γλώσσα αυτήν το πρωτοδιάβασα πριν ένα τέταρτο του αιώνα, ένα μεσημέρι υπηρετώντας την θητεία μου στην Πολεμική Αεροπορία στον Βύρωνα, από την εκδόσεις «Ερμής» σε μετάφραση της Κάτιας Γουίλσον) ως ακολούθως:
Πέδρο Σαλβαδόρες
Θέλω να αφηγηθώ γραπτώς (ίσως μάλιστα να είμαι και ο πρώτος που το επιχειρεί) ένα από τα πλέον παράξενα και ζοφερά συμβάντα στην ιστορία της Αργεντινής. Για να το καταφέρω όμως, θα πρέπει να επέμβει κάποιος όσο το δυνατόν λιγότερο στην αφήγηση και να αποστασιοποιηθεί από τυχόν γραφικές λεπτομέρειες ή κάποιες προσωπικές εικασίες.
Ένας άνδρας, μία γυναίκα και η βαριά σκιά ενός δικτάτορα πάνω τους είναι οι τρεις χαρακτήρες της υπόθεσης.
Ο άντρας λεγόταν Πέδρο Σαλβαδόρες. Ο παππούς μου Ακεβέδο τον είδε ημέρες ή εβδομάδες μετά την πτώση του δικτάτορα στη μάχη του Κασέρος. Ο Πέδρο Σαλβαδόρες μπορεί να μην διέφερε από οποιονδήποτε άλλον της εποχής του, αλλά τα χρόνια που έζησε και η μοίρα του τον κάνουν να ξεχωρίζει.
Ήταν κατά βάση ένας κύριος, όπως και πολλοί άλλοι κύριοι της εποχής του. Είχε στην ιδιοκτησία του (ας υποθέσουμε) μια φάρμα και είχε ταχθεί αντίθετος με την τυραννία (σ.σ. των Φεντεραλιστών) καθώς ανήκε στην παράταξη των Ενωτικών. Η σύζυγός του ήταν το γένος Πλάνες και οι δυό τους ζούσαν στην οδό Σουιπάχα στην σημερινή καρδιά του Μπουένος Άιρες. Το σπίτι όπου συνέβη η ιστορία αυτή ήταν όμοιο με κάθε άλλο σπίτι της περιοχής, με την χαρακτηριστική αυλόπορτα , με να μακρύ θολωτό διάδρομο στην είσοδο, διάφορα δωμάτια και 2-3 μπαλκόνια στην σειρά.
Ο δικτάτορας (σ.σ. το 3ο πρόσωπο της ιστορίας) ήταν, φυσικά, ο Ρόχας.
Μια νύχτα, κάπου γύρω στα 1842, ο Σαλβαδόρες και η σύζυγός του άκουσαν έναν υπόκωφο ήχο από καλπασμούς αλόγων έξω στον δρόμο που όλο και δυνάμωνε, με τους μεθυσμένους καβαλάρηδες να κραυγάζουν εναλλάξ ιαχές για τον Ρόχας και απειλές κατά των αντιπάλων του. Αυτή τη φορά όμως, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε ως τότε, οι μπράβοι του Ρόχας δεν προσπέρασαν την οικία τους και ήλθαν με επαναλαμβανόμενα χτυπήματα στην πόρτα ενώ οι άνδρες άρχισαν να την παραβιάζουν . Ο Σαλβαδόρες ίσα που πρόλαβε να τραβήξει το τραπέζι της τραπεζαρίας στην άκρη, να σηκώσει το χαλί, και κρυφτεί κάτω στο κελάρι. Η σύζυγός του έσυρε το τραπέζι ξανά στη θέση του. ΟΙ μακελάρηδες έψαξαν όλο το σπίτι να συλλάβουν τον Σαλβαδόρες. Η γυναίκα είπε ο σύζυγός της είχε φύγει για Μοντεβιδέο. Οι τραμπούκοι δεν την πίστεψαν. Την μαστίγωσαν, έσπασαν όλες τις μπλε πορσελάνες (μιας και μπλε ήταν το χρώμα των Ενωτικών) έψαξαν όλο το σπίτι, αλλά ούτε που σκέφτηκαν καν να ανασηκώσουν το χαλί. Τα μεσάνυχτα έφυγαν ορκίστηκαν όμως ότι σύντομα θα επιστρέψουν.
Και εδώ αρχίζει ουσιαστικά η ιστορία του Πέδρο Σαλβαδόρες . Έζησε εννιά χρόνια στο κελάρι. Όσο και να μιλάμε για χρόνια και ημέρες του χρόνου ως αριθμούς και ότι εννέα χρόνια είναι μια αφηρημένη έννοια, η ιστορία είναι ωστόσο φρικιαστική. Υποθέτω ότι στο σκοτάδι, που τα μάτια του με κάποιο τρόπο είχαν μάθει να βλέπουν, δεν είχε συγκεκριμένες σκέψεις, ούτε καν το μίσος ή τον φόβο του κινδύνου που διέτρεχε. Ζούσε απλά εκεί, στο κελάρι, ακούγοντας την βουή της καθημερινότητας του κόσμου από τον οποίο είχε αποκοπεί: μερικές φορές έφθαναν από ψηλά ήχοι όπως τα βήματα της συζύγου του, από τον κουβά που ανέβαζε νερό από το πηγάδι, από τις σταγόνες μιας ξαφνικής μπόρας στην αυλή. Κάθε μέρα της έγκλειστης ζωής του θα μπορούσε, όπως γνώριζε, να ήταν η τελευταία.
Η γυναίκα του έδιωξε το προσωπικό για να μην μαρτυρήσει το μυστικό και στο σόι της είπε ότι ο Πέδρο Σαλβαδόρες ζούσε στην Ουρουγουάη. Εν τω μεταξύ, κέρδιζε τα προς το ζην και για τους δύο ράβοντας στολές για το στρατό. Στην πορεία γέννησε δύο παιδιά και οι δικοί της την απομόνωσαν νομίζοντας ότι είχε έναν εραστή. Μετά την πτώση του τυράννου, την παρακάλεσαν στα γόνατά να τους συγχωρέσει.
Ποιος ήταν ο Σαλβαδόρες; Ήταν ο φόβος του, η αγάπη του, η αόρατη αίσθηση του Μπουένος Άιρες, ή τέλος πάντως η συνήθεια που τον κρατούσε φυλακισμένο;
Για να τον κρατήσει μαζί της, η σύζυγός του, κατασκεύαζε ειδήσεις για μυστικές συνωμοσίες και φημολογούμενες νίκες. Ίσως πάλι αυτός να ήταν ένας δειλός και εκείνη ως πιστή σύζυγος του έκρυβε ότι είχε καταλάβει την δειλία του.
Τον φαντάζομαι στο κελάρι του, ίσως χωρίς κερί, χωρίς ένα βιβλίο. Σε ένα σκοτάδι που πιθανότατα τον βύθιζε σε λήθαργο. Τα όνειρά του, από την αρχή, είχαν να κάνουν πιθανώς με εκείνην την ξαφνική νύχτα, όταν η λεπίδα του διώκτη αναζητούσε τον λαιμό του, με τους δρόμους που ήξερε τόσο καλά, με τις ανοικτές πεδιάδες. Καθώς όμως τα χρόνια περνούσαν θα ήταν ανίκανος πια να ξεφύγει ακόμη και στον ύπνο του. Ό,τι και να ονειρεύτηκε θα ελάμβανε χώρα στο κελάρι. Τον πρώτο καιρό μπορεί να ήταν ένας άνθρωπος κυνηγημένος, ένας άνθρωπος που είχε μπει σε κίνδυνο η ζωή του. Αργότερα (αυτό όμως ποτέ δεν θα το μάθουμε με βεβαιότητα) έγινε ένα εξημερωμένο ζώο στο λαγούμι του ή ένα είδος μικρού θεού.
Όλο αυτό συνεχίστηκε έως εκείνη μέρα του καλοκαιριού του 1852, όταν ο Ρόχας εγκατέλειψε τη χώρα. Ήταν μόνο τότε που ο άνθρωπος – φάντασμα βγήκε στο φως της ημέρας. Ο παππούς μου μίλησε μαζί του. Πλαδαρός, υπέρβαρος, ο Πέδρο Σαλβαδόρες είχε το ωχρό χρώμα του κεριού και δεν μπορούσε να μιλήσει παρά μόνο χαμηλόφωνα. Ποτέ δεν πήρε πίσω τα κατασχεμένα χτήματά του. Νομίζω ότι πέθανε μέσα στη φτώχεια.
Όπως και με τόσα πολλά άλλα συμβάντα, η μοίρα του Πέδρο Σαλβαδόρες μας φαίνεται ως ένα σύμβολο κάποιου πράγματος που είμαστε κοντά στο να το καταλάβουμε, αλλά ποτέ να το κατορθώσουμε αυτό απολύτως.
Μετάφραση σε ελεύθερη απόδοση: Zalmoxis.
Κατηγορίες:Uncategorized