
Luca Giordano: «Ο Μιχαήλ και η Πτώση των Αποστατών Αγγέλων».
Λάδι σε καμβά (419 εκ x 283 εκ) 1666.
Kunsthistorisches Museum, Βιέννη.
Ελάχιστοι ζωγράφοι μπορούν να προσωποποιήσουν το ιστορικό για την εξέλιξη της τέχνης χρονικό σημείο της μετάβασης από το baroque στο rococo και μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Ναπολιτάνος Luca Giordano. Ακόμη και ο ελάχιστα «μυημένος» στις βασικές τεχνοτροπίες παρατηρητής, εύκολα διαπιστώνει πως ήταν ένας καλλιτέχνης μάλλον «ελαφρύς» για baroque και σίγουρα «βαρύς» για rococo. Παρά ταύτα, υπήρξε σύμβολο ευελιξίας καθώς όπως φαίνεται και από τα έργα του και την όλη δημιουργική πορεία του, είχε μια σπάνια ικανότητα να αφουγκράζεται τα ρεύματα της εποχής και να τα εκφράζει άλλοτε με πρωτοτυπία και άλλοτε αντιγράφοντας το στυλ διασήμων συναδέλφων του.
Πολύ πριν εξελίξει την τεχνική του σε αυτό που ελεύθερα θα ονομαζόταν πρώιμο rococo, είχε υπηρετήσει μέσα από τους πίνακές του με απόλυτη συνέπεια την προπαγάνδα, του πνεύματος της Αντιμεταρρύθμισης, έχοντας δημιουργήσει baroque αριστουργήματα στα 30 του χρόνια, με εμφανή την βενετσιάνικη επιρροή στα έργα του. Χάρη σε αυτές τους τις δημιουργίες έγινε διάσημος και για τον λόγο αυτό (αλλά και την δεινότητά του στο fresco) προσεκλήθη στην Ισπανία όπου διέμεινε επί μια δεκαετία και ήταν εκεί που χρίσθηκε από τον βασιλιά ιππότης.
Το 1666, προτού κλείσει τα 32 του (γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1634 και πέθανε στις 12 Ιανουαρίου 1705) δημιούργησε ένα από τα baroque αριστουργήματά του που είχα την τύχη να θαυμάσω από κοντά τον Αύγουστο του 2015 στο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης: «Η Πτώση Των Αποστατών Αγγέλων». Μια τεραστίων διαστάσεων (419 εκ x 283 εκ) ελαιογραφία σε καμβά.
Η αποστασία και η συντριβή των αποστατών αγγέλων ήταν από τα αγαπημένα θέματα της Αντιμεταρρύθμισης αφού αναπαριστούσε όχι μόνο την ήττα του Απόλυτου Κακού αλλά και την επιδιωκόμενη από τους Καθολικούς συντριβή των «αιρετικών» και ειδικά των Προτεσταντών.
Αυτός ο απλοϊκός διαχωρισμός Φωτός – Σκότους συνετέλεσε στο να αναπτυχθεί και μια πολύ σημαντική τεχνική του baroque, το λεγόμενο «chiaroscuro» το κοντράστ φωτός – σκότους στον καμβά που δίνει αναμφίβολα ένα πολλαπλάσια δραματικό τόνο στο αποτέλεσμα του πίνακα.
Στο συγκεκριμένο έργο, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ τυλιγμένος σε ένα χρυσό ηλιακό φως κραδαίνει την πύρινη ρομφαία του σχηματίζοντας ένα πεντάκτινο αστέρι που ορίζουν τα δύο πόδια, η κεφαλή και τα φτερά που φαίνονται να αγκαλιάζουν τα χέρια. Μάλιστα, είναι σαφώς μακρύτερα τα λευκά φτερά από τα χέρια του Αρχαγγέλου ώστε να σπάει και ο κανόνας του «Ανθρώπου του Βιτρούβιου» που είχε σχεδιάσει έναν αιώνα νωρίτερα (το 1490) ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, Σε μια σχεδόν όμοια στάση, τα φτερά του Μιχαήλ παύουν να είναι εγγεγραμμένα στον νοητό κύκλο και το τετράγωνο του Βιτρούβιου, σε μια υπέρβαση από τα ανθρώπινα όρια και αναλογίες.
Η φιγούρα του Αρχαγγέλου είναι χορευτική, ίσα που πατά «αέρινα» στον ώμο του Διαβόλου και όμως με αυτό το σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα – πάτημα τον νικά.
Ο Διάβολος στον συγκεκριμένο πίνακα με την στάση του σώματος που του έχει αποδώσει ο Luca Giordanο απεικονίζεται ως μια αντανάκλαση του Μιχαήλ. Ανοιχτά πόδια, ανοιχτή αριστερή παλάμη, κλειστή σε γροθιά η δεξιά, αλλά οι αναλογίες σταματούν εδώ. Τα φτερά του Διαβόλου δεν είναι λευκά αλλά σκούρα και σε σχήμα νυχτερίδας. Το περιβάλλον του δεν είναι φωτεινό αλλά σκοτεινό και φωτίζεται μόνο από το Πυρ της Κολάσεως. Τα πόδια είναι ελαφρώς παραμορφωμένα, ειδικά δε το δεξί του θυμίζοντας και λίγο σχήμα ζώου. Και σε αντίθεση μα την γαλήνια σιγουριά και αυτοπεποίθηση του αρχαγγέλου, το σώμα του Διαβόλου βρίσκεται σε πλήρη ένταση. Ακόμη μεγαλύτερη είναι δε η ένταση στα πρόσωπα των δαιμόνων που τον ακολούθησαν στην αποστασία καθώς ζουν την στιγμή της συντριβής. Η απόγνωση στον δαίμονα της κάτω δεξιάς γωνίας του πίνακα αποδίδεται αριστουργηματικά. Παραμορφωμένο στόμα σε στάση κραυγής, χέρια μαζεμένα σε στάση απόγνωσης, κόκκινο στο χρώμα του αίματος και της φωτιάς της Κόλασης το μισό πρόσωπο, ωχρό το άλλο μισό. Δύσμορφες, με ζωώδη χαρακτηριστικά (π.χ. μυτερά αυτιά και κέρατα) οι φυσιογνωμίες των υπολοίπων δαιμόνων.
Νομίζω όμως ότι «φιλοσοφικά» τουλάχιστον, αν όχι και «θεολογικά» το κυριότερο κοντράστ Μιχαήλ και Διαβόλου στον πίνακα είναι η αέρινη/ουράνια ελευθερωτική δύναμη της Άνωσης που παριστάνεται στην στάση σώματος του πρώτου και η γήινη/καταχθόνια καθηλωτική δύναμη της Βαρύτητας που συντρίβει τον δεύτερο. Επιβλητικό το αποτέλεσμα και δεν ήταν τυχαίο ότι ο συγκεκριμένος πίνακας ήταν από τους 5-6 στους οποίους εκείνη την ημέρα αφιέρωσα στο Kunsthistorisches Museum τον περισσότερο χρόνο να τον παρατηρήσω και να τον θαυμάσω.
Κατηγορίες:Uncategorized