Ελάχιστοι καλλιτέχνες κατάφεραν να επιβιώσουν και να επιστρέψουν από τον «Τελευταία Κύκλο» της Δαντικής Κόλασης έχοντας την ευκαιρία να τον παραστήσουν, μεταφέροντας την αγωνία και την φρίκη του, μέσα από την τέχνη τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Λευκορώσος ζωγράφος Μιχαήλ Σαβίτσκυ. Σε ηλικία 20 χρονών, τον Ιούλιο του 1942, συνελήφθη τραυματισμένος από τους Γερμανούς στις βραχώδεις ακτές ενός ακρωτηρίου της Κριμαϊκής Χερσονήσου αφού πρώτα του τελείωσαν οι σφαίρες και οι προμήθειες κατά την προάσπιση της Σεβαστούπολης.
Και σαν να μην έφθαναν η πολιορκία 9 μηνών από ξηρά και θάλασσα και ο τραυματισμός του, ο Σαβίτσκυ γνώρισε τα επόμενα 3 χρόνια διαδοχικά τα στρατόπεδα μεταγωγής αιχμαλώτων πολέμου του Μπαχτσισαράι και του Νικολάεφ, τις φυλακές της Συμφερόπολης, ένα στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων στο Ντίσελντορφ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ και του Μίττελμπαου-Ντόρα, ανακρίσεις στην Θουριγγία, κελιά απομόνωσης και, τέλος, το Νταχάου. Εκεί, μπαίνοντας στις 29 Απριλίου 1945 οι σύμμαχοι, απελευθέρωσαν μεταξύ άλλων και έναν ημιθανή, σε σχεδόν αναίσθητη κατάσταση φυλακισμένο, τον 32815 που ήταν ο αριθμός κρατουμένου του Σαβίτσκυ. Ο Λευκορώσος ζωγράφος ευτύχησε να ζήσει ως τα 88 του χρόνια (γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1922 και πέθανε στις 8 Νοεμβρίου 2010) ζωγραφίζοντας πολλούς πίνακες που είχαν θέμα τα κολαστήρια των Ναζί: τα έργα του κύκλου δημιουργιών «Φιγούρες στην καρδιά», «Η Μαντόνα του Μπίρκεναου», «Ο Χορός με τους Πυρσούς», «Ελευθερία», «Κρατούμενος 32815», «Κατάρα» και άλλοι.
Ο πιο διάσημος πίνακάς του με θέμα την ναζιστική φρίκη που βίωσε η Ευρώπη είναι «Η Αντάρτισσα Μαντόνα».
Την πρώτη « Αντάρτισσα Μαντόνα» την ολοκλήρωσε το 1967 και βρίσκεται στην πινακοθήκη Τρετυάκοφ της Μόσχας. Το 1978 συνέθεσε ένα παρόμοιο (αν και με διαφορές στην όλη απεικόνιση, τις στάσεις, τους χρωματικούς τόνους, κ.λπ.) έργο: «Η Αντάρτισσα Μαντόνα (του Μινσκ)» ειδικά για το Κρατικό Μουσείο Τέχνης της ΕΣΣΔ (σήμερα Εθνικό Μουσείο Τέχνης της Λευκορωσίας).
Στον δεύτερο αυτόν πίνακα, μια ελαιογραφία διαστάσεων 207,5 ×142,3 απεικονίζεται μια «καθημερινή» Λευκορωσίδα, ξυπόλυτη, να κρατά στην αγκαλιά της ένα μωρό. Η ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της αγωνία για το παιδί της θυμίζει στο βλέμμα και την έκφραση διάσημες «Μαντόνες» προηγούμενων μεγάλων ζωγράφων, όπως μεταξύ άλλων του Ραφαήλ ή του Ντα Βίντσι αλλά και Ρώσων ζωγράφων. Ακόμη και τα χρώματα που φορά η Λευκορωσίδα, η πτυχογραφία, το κράτημα του μωρού τύπου «αριστεροκρατούσα» παραπέμπουν ευθέως στην ορθόδοξη αγιογράφηση.
Σε δεύτερο πλάνο, στο βάθος δεξιά, μια ομάδα ανταρτών βαδίζει κάτω από μαύρα σύννεφα προς το άγνωστο, σαν να εξέρχεται από το κάδρο, πιθανότατα μια αλληγορία θανάτου στην μάχη. «Παραστάτες» δεξιά και αριστερά της Αντάρτισας Μαντόνας, καθήμενοι, μια γυναίκα με μαντήλι στο κεφάλι και ένας ασπρομάλλης γενειοφόρος ένοπλος σε στάση επιφυλακής, αμφότεροι μεγαλύτερης ηλικίας με στάση σώματος που δηλώνουν επίγνωση και κατανόηση των πραγμάτων.
Μινσκ, Ιούλιος 2015.
Κατηγορίες:Uncategorized