O Chaim Soutine ανήκει στην μακρά σειρά των ζωγράφων που γεννήθηκαν προπολεμικά στην σημερινή Λευκορωσία έχοντας κοινό σημείο αναφοράς την εβραϊκή τους καταγωγή (Meyer Axelrod, Peter Blumem, Marc Chagall, Michel Kikoine, Pinchus Kremegne, Joseph Solman, Anatoly Kaplan, Chaim Soutine και άλλοι). Μάλιστα, ο ίδιος γεννήθηκε σε ένα «shtetl» όπως ονομάζονταν οι κωμοπόλεις της Ανατολικής Ευρώπης οι οποίες ήδη από τον Μεσαίωνα φιλοξενούσαν εβραϊκές κοινότητες, το Smilavich, στην περιφέρεια του Minsk το οποίο ήταν γνωστό στην εβραϊκή παράδοση ως Smilovitz.
Παρότι το εβραϊκό στοιχείο αρκετών από αυτούς τους ζωγράφους που γεννήθηκαν στα εδάφη της σημερινής Λευκορωσίας (αν και ορισμένοι αναφέρονται και ως Λιθουανοί, όπως λ.χ. ο Soutine, λόγω των ανά καιρούς ανασχεδιασμών των συνόρων) είναι ευδιάκριτο στην θεματολογία τους (όπως λ.χ. οι λιθογραφίες που φιλοτέχνησε ο Anatoly Kaplan για εξώφυλλα δίσκων παραδοσιακών εβραϊκών τραγουδιών την εποχή της ΕΣΣΔ ή ο «Fiddler» του Chagall, το έργο που θα ενέπνεε μισό αιώνα αργότερα το μιούζικαλ «Fiddler on the Roof» / «Βιολιστής στην Στέγη») δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Chaim Soutine. Και αυτό, παρότι ορισμένοι κριτικοί έσπευσαν να εντοπίσουν με ψυχολογικούς και ψυχαναλυτικούς κώδικες την «εβραϊκότητά» του, όπως συνέβη με το περιβόητο έργο του «Carcass of Beef».
Το «Βόειο Πτώμα» προκάλεσε σοκ προτού καν εκτεθεί στα μάτια κριτικών και κοινής γνώμης. Θρυλείται πως όταν ο Soutine δημιουργούσε το 1925 τον εν λόγω πίνακα στο ατελιέ του επί της Rue Mont St Gothard, στο Παρίσι όπου είχε μεταναστεύσει σε ηλικία 20 ετών το 1913, οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία παραπονούμενοι για την μυρωδιά που έβγαζε το κρέας (ένα τεράστιο σφαγμένο βόδι που χρησιμοποιούσε ο ζωγράφος για μοντέλο που έβγαζε αποπνικτική οσμή καθώς αποσυντίθετο). Όταν έφθασε, όπως λέγεται, η αστυνομία, ο Soutine τους έκανε μια κανονική διάλεξη για τις θυσίες που απαιτεί η Τέχνη καθώς και ότι η τελευταία είναι υπεράνω των όποιων υγειονομικών κανόνων, με τέτοιο πειστικό τρόπο ώστε τόσο αυτοί όσο και οι γείτονες που παρακολουθούσαν συμφώνησαν μαζί του.
Σε αυτόν τον πίνακα «νεκρής φύσης» ο Soutine παρουσιάζει το πτώμα του βοδιού ανοιγμένο στα δύο. Οι ειδικοί βλέπουν αφενός επίδραση από Rembrandt και αφετέρου έμπνευση από τον ιουδαϊσμό και την αντίληψη «από την ανάποδη» περί κοσέρ τροφής. Ως προς την επίδραση από τον Rembrandt, τον οποίον θαύμαζε ο Soutine, αυτή είναι ολοφάνερη. Και τούτο καθώς θυμίζει πολύ ένα άλλον πίνακα «νεκρής φύσης», το «Σφαγμένο βόδι», την ελαιογραφία που δημιούργησε το 1655 ο μεγάλος Ολλανδός ζωγράφος και σήμερα βρίσκεται στο Λούβρο το οποίο επισκεπτόταν συχνά ο Λευκορώσος (μία ακόμη εκδοχή του ίδιου έργου, η οποία θεωρείται δημιούργημα είτε του ίδιου του Rembrandt είτε –το πιθανότερο- από μαθητή του, βρίσκεται στο Kelvingrove Art Gallery and Museum της Γλασκώβης). Σε αντίθεση με το δημιούργημα του Rembrandt, ο Soutine απομόνωσε το θέμα του και επέλεξε μια πολύ περίεργη μέθοδο εργασίας: ζήτησε να του μεταφέρουν από το γειτονικό κρεοπωλείο ένα ολόκληρο πτώμα βοδιού. Μόλις το εγκατέστησε στο ατελιέ, πήρε μαζί του έναν βοηθό στον οποίο είχε αναθέσει ανά 2-3 ημέρες να προμηθεύεται αίμα από τον χασάπη και να καταβρέχει με αυτό το πτώμα για να κρατά το έντονο γυαλιστερό κόκκινο χρώμα της σάρκας. Ταυτόχρονα, ο ίδιος βοηθός είχε λάβει και διάφορες ακόμη πρωτότυπες οδηγίες, όπως από το να κρύβεται πίσω από το πτώμα χωρίς να φαίνεται και να διώχνει τις μύγες που μαζεύονταν, μέχρι να εξαερίζει διαρκώς τον χώρο για να μην αντιληφθούν οι περίοικοι από την δυσοσμία της αποσύνθεσης την παρουσία αυτού του ιδιότυπου «μοντέλου».
Οι «ειδικοί» διαπιστώνουν στην σχέση σφαγίου – τροφής, όχι μόνο του συγκεκριμένου έργου αλλά και ανάλογων ακόμη εκδοχών του, την προσπάθεια του ζωγράφου να αρνηθεί τις οδηγίες της εβραϊκής «kosher» διατροφής. Στο shtetl όπου μεγάλωσε, τα ζώα έπρεπε να θανατωθούν με την τελετουργική σφαγή «shokhet» με την χρήση μιας λεπτής λεπίδας και ακολούθως έπρεπε να στραγγιστεί όλο το αίμα. Το αντίθετο δηλαδή από το θέαμα που επέλεξε ο Soutine με το διαρκές κατάβρεγμα του –τεντωμένου όπως ο καμβάς πάνω στον οποίον το αποτύπωνε (αναλογία που επίσης έχει απασχολήσει τους αναλυτές του έργου του) – πτώματος με αίμα. Κάτι που ερμηνεύθηκε και ως αντίδραση στα δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια.
Άλλοι πάλι διακρίνουν μια αφαιρετική ανθρωπομορφική παρουσίαση του βόειου πτώματος (σε μία από τις παραλλαγές του ίδιου θέματος αυτή είναι περισσότερο αισθητή) βλέποντας ως εκ τούτου μια κοινωνική, φιλοσοφική, αλλά και μεταφυσικού χαρακτήρα αλληγορία με συνισταμένη την έννοια του «Μαρτυρίου». Αναγνωρίζοντας δηλαδή στην συγκεκριμένη ελαιογραφία και μια καθαρά θρησκευτική διάσταση συμβατή με την «εβραϊκότητα» του 32χρονου τότε καλλιτέχνη.
Κατηγορίες:Uncategorized