Οι Γκαγκαούζοι είναι ένας περήφανος βαλκανικός λαός που αριθμεί περί τα 250.000 άτομα. Περισσότεροι από τους μισούς ή το 60% (150.000) ζουν στην Μολδαβία εκ των οποίων η συντριπτική πλειονότητα (130.000) στην αυτόνομη επαρχία της Γκαγκαουζίας και 4.100 στην Υπερδνειστερία. Άλλοι 32.000 Γκαγκαούζοι ζουν στην Ουκρανία, 14.000 στην Ρωσία, 10.000 στην Βουλγαρία, περί τους 6.000 με 10.000 στην Ελλάδα, κάπου μεταξύ 5.000 και 15.000 υπολογίζονται στην Τουρκία ενώ άλλοι 3.000 ζουν στην Ρουμανία. Είναι Ορθόδοξοι στο θρήσκευμα και η εθνογένεσή τους προσδιορίζεται περί το 1243 με την κατάλυση του Σελτζούκικου κράτους της Μικράς Ασίας από τους Μογγόλους, μετά την μάχη του Κουσεντάγ και εν μέσω μιας μακράς περιόδου μετακινήσεων λαών της Ασίας προς την Μικρά Ασία και την Ευρώπη. Αντιστάθηκαν επίμονα στον βίαιο εξισλαμισμό που επέβαλαν οι Οθωμανοί εκείνη την εποχή και επί Μιχαήλ Ε’ Παλαιολόγου πήραν άδεια εγκατάστασης στα εδάφη της αυτοκρατορίας, με προφανή την σκοπιμότητα εκ μέρους του να προφυλάξουν τα βόρεια σύνορά της από Κουμάνους και Πετσενέκους.
Το 1259 εγκαταστάθηκαν στην Βόρεια Βουλγαρία, στην περιοχή της Βάρνας-Μπάλτζικ και Καβάρνας, όπου δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Καβάρνας με 68 χωριά Γκαγκαούζων. Αυτό διαλύθηκε το 1383 από τους Οθωμανούς Τούρκους και ένα τμήμα πληθυσμού των Γκαγκαούζων εγκαταστάθηκε στα χωριά της Νέας Ζίχνης Σερρών και στα περίχωρα της Βέροιας, ενώ οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν σε Βουλγαρία και Ανατολική Θράκη.
Οι επιδρομές των Οθωμανών και αργότερα των Κιρκάσιων συνεχίστηκαν με μοναδικό σκοπό να τους αλλάξουν τη θρησκευτική πίστη. Η νέα αντίσταση των Γκαγκαούζων στον βίαιο εξισλαμισμό περιγράφεται στο «Αι εν τη κωμοπόλει Καβάρνη και τοις πέριξ ελληνικοίς χωρίοις υπό των Κιρκασίων σφαγαί» έπος που γράφτηκε από τον Δ.Κ. Κραχτόγλου το 1878.
Αργότερα συμμετείχαν στους Ρωσοτουρκικούς πολέμους στο πλευρό των Ρώσων και για τον λόγο αυτό κυνηγήθηκαν από τους Οθωμανούς και διασκορπίστηκαν ξανά σε Βουλγαρία (Πάζαρτζικ, Γιάμπολ) και Ανατολική Θράκη, στην περιοχή Χάψας-Αδριανούπολη, όπου εγκαταστάθηκαν σε 15 χωριά. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός των Γκαγκαούζων ακολούθησε τον Ρωσικό στρατό για να αποφύγει τα αντίποινα των Οθωμανών και εγκαταστάθηκε στη Βεσσαραβία, η οποία σήμερα βρίσκεται λίγο-πολύ στα εδάφη της Μολδαβίας.
Μία από τις πόλεις της αυτόνομης επαρχίας της Γκαγκαουζίας, στην αλλοτινή Βεσσαραβία – νυν Μολδαβία, είναι και η Τσαντίρ Λούνγκα. Το όνομα της πόλης (Ceadîr-Lunga) σημαίνει το «τσαντίρι» (Ceadâr) της «Λούνγκα» (της πόλης στον ομώνυμο ποταμό, 30 χλμ ΝΑ του Comrat και 130 χλμ Νοτίως της πρωτεύουσας Chisinau).
Μία εκδοχή αναφέρει ότι η Ceadir-Lunga ιδρύθηκε το 1819 από έναν ιερέα, τον Iahar Cechirov, ο οποίος ήλθε με το ποίμνιό του από την ΒΑ Βουλγαρία ύστερα από αρκετά χρόνια περιπλάνησης στην Βεσσαραβία.
Η πόλη έγινε γνωστή εκτός συνόρων με τον πίνακα του 1960 «κορίτσια της Ceadâr-Lunga» του Μολδαβού ζωγράφου Mihail Grecu. Ο Grecu γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1916 στην Faraovnika (σήμερα ανήκει στην Ουκρανία) και πέθανε το 1998 στην πρωτεύουσα της Μολδαβίας.
Υπήρξε από τις σημαντικότερες μορφές της Μολδαβίας στον χώρο των τεχνών, ακολουθώντας την ρουμανική παράδοση και εισάγοντας τεχνολογικές καινοτομίες (κολάζ, φθορίζουσες ουσίες, σμάλτο, μεταλλικά χρώματα, κ..λπ.). Μερικοί από τους πιο γνωστούς του πίνακες είναι «Φθινοπωρινή Ημέρα», «Φιλοξενία» «Παλιός Μύλος», «κορίτσια της Ceadâr-Lunga» και άλλοι.
Κατηγορίες:Uncategorized