Uncategorized

Ματίς και Μυκήνες στην «Μάχη του Ηρακλη με τις Αμαζόνες» του Παρθένη

Κωνσταντίνος Παρθένης: «Η Μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες»

Κωνσταντίνος Παρθένης: «Η Μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες»

Μορφολογία Κρητομυκηναϊκής σφραγιδογλυφίας του 2000 με 1500 π.Χ., Αυστρογερμανικός Ρεσεσισμός τέλους 19ου αιώνα, κυριαρχία των ζωντανών βασικών χρωμάτων του Γαλλικού Μεταϊμπρεσιονισμού και βυζαντινή αγιογραφία, συνθέτουν με τρόπο ενιαίο και συνεκτικό, χωρίς να είναι τα στοιχεία αυτά παράταιρα αλλά ούτε και αμέσως ευδιάκριτα, τον πίνακα του Κωνσταντίνου Παρθένη ((1878-1967) «Η Μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες» (1920-1922). Η ελαιογραφία αυτή που βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας είναι αντιπροσωπευτική της μυθολογικής ενότητας, μιας από τις κυριότερες που χαρακτηρίζουν μαζί με την ιστορική, την θρησκευτική και την αλληγορική, το έργο του Παρθένη.
Η επίδραση του Ιμπρεσιονισμού ίσως να είναι η πλέον φανερή, καθώς κυριαρχούν 2-3 βασικά ζωντανά χρώματα για τον ουρανό, τα δένδρα και τον ήρωα, ανάμειξη χρωμάτων αντί χρήσης μαύρου για τις σκιάσεις (αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό στις αποχρώσεις στα σώματα του Ηρακλή και των πεσμένων Αμαζόνων) και βεβαίως με την θεματολογία εξωτερικού χώρου και σε ένα αντιρεαλιστικά φωτεινό περιβάλλον.
Από τα επιμέρους στοιχεία του πίνακα που μαρτυρούν τις κρητομυκηναϊκές επιρροές του ζωγράφου, είναι η φιγούρα του Ηρακλή και τα δένδρα. Το υπόβαθρο αυτής της πηγής έμπνευσης του Παρθένη έχει αναμφίβολα ενδιαφέρον. Ο μισός αιώνας που μεσολάβησε από το 1876, όταν ο Σλήμαν ανακάλυψε τον ταφικό περίβολο των Μυκηνών ως την δεκαετία του 1930 οπότε ολοκληρώθηκε από τον Άρθουρ Έβανς η κύρια φάση της ανασκαφής στο ανάκτορο της Κνωσού, ήταν από τις πιο συναρπαστικές περιόδους για τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην Ελλάδα και, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν άφησε ανεπηρέαστη την τέχνη της εποχής και κατ’ εξοχήν την ζωγραφική. Ειδικά δε ο 20ος αιώνας ξεκίνησε με μια σπουδαία ανακάλυψη: το 1901 ξεκίνησαν οι ανασκαφές στην Αγία Τριάδα δυτικά της Φαιστού όπου ανακαλύφθηκε από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή, το λεγόμενο «θερινό ανάκτορο» (έπαυλη). Εκεί βρέθηκε μεταξύ άλλων και ένα υπέροχο σφράγισμα που αποτύπωνε έναν πολεμιστή με τεντωμένα και ορθάνοιχτα πάνω στην ένταση της μάχης χέρια και πόδια να νικά τους εχθρούς του, ανάμεσα στα ευρήματα (κάτι ανάλογο που θα χρησιμοποιούσε και στην «Μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες» ο Παρθένης 19 χρόνια αργότερα).
Επτά χρόνια μετά, το 1908, ξεκίνησαν από τον Αμερικανό αρχαιολόγο R. Seager οι ανασκαφές στον Μόχλο, σημαντικό κέντρο των Μινωιτών όπου αποκαλύφθηκαν μαζικοί τάφοι της Μεσομινωικής περιόδου (2200-2000 π.Χ.) διαδήματα, λίθινα αγγεία, σφραγιδόλιθοι, μια ασημένια κυλινδρική σφραγίδα από τη Μεσοποταμία, με πιο σημαντικό εύρημα, ένα χρυσό δακτυλίδι. Αυτό παρίστανε μια θεότητα γυμνή, με τα χέρια σε στάση αποχαιρετισμού, καθισμένη σε ένα πλοίο με πλώρη σε σχήμα κεφαλής αλόγου και πρύμνη ουράς ψαριού και που άφηνε πίσω ένα μικρό σπίτι μιας βραχώδους ακτής.
Μερικά χρόνια νωρίτερα, το 1876, ο Ερρίκος Σλήμαν είχε φέρει στην επιφάνεια τον ταφικό περίβολο των Μυκηνών, το βασιλικό νεκροταφείο των Μυκηναίων ηγεμόνων του 16ο αιώνα π.Χ. και ανάμεσα στα ευρήματα που ήλθαν στο φως ήταν και ένα χρυσό δακτυλίδι με παράσταση των πολεμιστών που συγκρούονται. Ένα δαχτυλίδι ανάλογης αρχαιολογικής αξίας με ανδρικές μορφές, βρήκε 13 χρόνια μετά ο Χρήστος Τούντας στις ανασκαφές του 1889 στο Βαφειό Λακωνίας.
Οι μορφές, τα περιγράμματα των σωμάτων, τα δένδρα αυτών των δαχτυλιδιών που βρέθηκαν εκείνα τα πρώρα χρόνια του 20ου αιώνα, ενέπνευσαν εικονογραφικά και τον για πολλούς μεγαλύτερο Έλληνα ζωγράφο του 20ου αιώνα, Κωνσταντίνο Παρθένη.
Ο ζωγράφος αφομοίωσε και ενέταξε δημιουργικά μαζί και με άλλους κώδικες, από βυζαντινούς μέχρι μοντέρνους, τα βασικά μορφολογικά στοιχεία της κρητομυκηναϊκής σφραγιδογλυφίας. Ο ιστορικός τέχνης Θανάσης Σωτηρίου σε άρθρο του το 2010 («Η πρόσληψη της Κρητομυκηναϊκής σφραγιδογλυφίας στο έργο του Κώστα Παρθένη») αναφέρθηκε σε τέτοιες επιρροές από Κρητομυκηναϊκά «παραδείγματα» σε έργα όχι μόνο του Παρθένη, όπως η ελαιογραφία «Άρτεμις» ο «Θερισμός» και «Η Μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες» αλλά και άλλων Ελλήνων, όπως ο Φώτης Κόντογλου στην εικονογράφηση της εκλογής παραμυθιών του Γ. Α. Μέγα ή ακόμη και ξένων όπως στην «Σαλώμη» του J. Klinger (1909) και την «Κουλτούρα» του Ο. Wagner (1909).
Το 1920, οπότε ξεκίνησε την ελαιογραφία «Η Μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες» το έργο με το οποίο κέρδισε το χρυσό βραβείο 1937 στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού (Exposition internationale des arts et techniques dans la vie moderne) ο Παρθένης άρχισε να γνωρίζει την καταξίωση. Την χρονιά εκείνη, ένα έτος δηλαδή αφότου του ανατέθηκε εκ μέρους του «Αττικού Συνδέσμου η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο, πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη έκθεσή του στο Ζάππειο με περισσότερους από 240 πίνακες. Την ίδια χρονιά ακόμη βραβεύθηκε με το Εθνικό Αριστείο Τεχνών για την έκθεση που είχε παρουσιάσει στο Ζάππειο δύο χρόνια νωρίτερα.
Ήδη από τριετίας, όταν το 1917 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και πήρε την ελληνική υπηκοότητα (είχε γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από Έλληνα πατέρα και Ιταλίδα μητέρα) είχε αποφασίσει να ταράξει τα ήρεμα νερά του συντηρητικού ακαδημαϊσμού που εξακολουθούσε να δεσπόζει στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης, ιδρύοντας μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα και άλλους ζωγράφους την Ομάδα «Τέχνη», ως αντίβαρο στον συντηρητισμό αυτόν. Η μορφοπλαστική του ελευθερία η οποία αποτυπώνεται έκδηλα και στον πίνακα με τον Ηρακλή και τις Αμαζόνες, τον έκανε στόχο του καλλιτεχνικού κατεστημένου και το 1947, δηλαδή 18 χρόνια αφότου με παρέμβαση του Ζαχαρία Παπαντωνίου, του Παπαναστασίου αλλά και του Βενιζέλου, διορίσθηκε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και παρότι κοντά του σπούδασαν σπουδαίοι μετέπειτα έλληνες ζωγράφοι (Γ. Τσαρούχης, Ν. Εγγονόπουλος, κ.λπ.) παραιτήθηκε από την καθηγητική έδρα μη μπορώντας να ανεχθεί τον συντηρητισμό της σχολής.
Στο έργο που ξεκίνησε την χρονιά ορόσημο για την αναγνώρισή του (1920) και ολοκλήρωσε δύο χρόνια αργότερα, ο Παρθένης έχει δομήσει το προσωπικό του ύφος έχοντας πίσω του ένα σπουδαίο κοσμοπολίτικο υπόβαθρο: σπουδές στην Βιέννη και μουσική παιδεία που τον έφεραν κοντά στον γερμανικό συμβολισμό, τον μοντερνισμό και ειδικά τον σεσεσιονισμό των Γερμανών και Αυστριακών avant-garde καλλιτεχνών της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα (Gustav Klimt, κ.λπ.).
Στον πίνακα αυτόν κυριαρχούν λαμπερά και εξαϋλωμένα χρώματα μιας εξιδανικευμένης Ελλάδας.
Στον πίνακα, ο Παρθένης αποδίδει ένα υποβλητικό δασώδες τοπίο με ελεύθερη πινελιά, το οποίο σε αντίθεση άλλους πίνακές του, δεν περιέχει ψηλά μακρόστενα κυπαρίσσια (μυστικιστικό σύμβολο θρησκευτικής ενατένισης για τον Παρθένη) αλλά κλαδιά με φυλλώματα που γέρνουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν είναι δείγμα της Χριστιανικής ενότητας του καλλιτέχνη ο πίνακας, αλλά της μυθολογικής, άρα και με κώδικες ηρωικής έντασης, αγωνίας και δράσης και όχι αναζήτησης της γαλήνης.
Ο ήρωας, ο Ηρακλής, μπορεί μεν μορφολογικά να παραπέμπει σε κρητομυκηναϊκή σφραγιδογλυφία, αισθητικά όμως, με την «αέρινη» στάση του παραπέμπει και στον Ματίς, το έργο του οποίου –όπως και του Πικάσο- γνώρισε στην περίοδο που έζησε στο Παρίσι (1909-1911). Ο πίνακας, με «ελληνικό» μπλε ουρανό έχει άλλωστε και αρκετούς κυβιστικούς συμβολισμούς. Μεταξύ αυτών και τα τρίγωνα που σχηματίζονται αφενός από τους κορμούς των δένδρων που συγκλίνουν για πλευρές και το βραχώδες έδαφος για βάση και αφετέρου με τον ίδιο τον ήρωα στην κορυφή και τις τρεις πεσμένες Αμαζόνες στην βάση.
Ο πίνακας αυτός είναι χαρακτηριστικό δείγμα όχι μόνο καλλιτεχνικής αξίας αλλά και της ουσίας των δηλώσεων του Τσαρούχη ότι ο Παρθένης έδωσε στην ελληνική ζωγραφική την Πειθαρχία στον «τόνο» και στη «σύνθεση» και του Ζογγολόπουλου «Θεωρούσαμε τον Παρθένη ένα στήριγμα της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα».

Κατηγορίες:Uncategorized

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s