Όταν επιστρέφοντας ο Pol Pot από το Παρίσι κατήγγειλε την διεφθαρμένη Δύση και εν γένει την αστική ζωή για να εξαπολύσει ολόκληρη γενοκτονία στην Καμπότζη ή όταν ο Adolf Hitler μιλούσε ως πολιτικός για την παρηκμασμένη Βιέννη που γνώρισε στα νιάτα του υμνώντας και αυτός την απλότητα της αγροτικής ζωής και οι δυο τους δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να αναπαράξουν την κεντρική ιδέα που ανέπτυξε ένα πλήθος θεωρητικών του ολοκληρωτισμού. Ότι αυτό που λέμε αστικός πολιτισμός, αστική ζωή, με τις συμβάσεις της, τις συνθήκες της, τους κανόνες της, αυτό που στην εξέλιξή του μεταμορφώθηκε σε κοινωνία πολιτών, είναι μια παρά φύση εξέλιξη, ένας κοινωνικός εκφυλισμός και εν τέλει μία παρακμή. Στον αντίποδα, ο καπιταλισμός παρουσίασε τα πράγματα εντελώς αντίστροφα. Στο «American Dream» όπως κατ εξοχήν το προέβαλε η κινηματογραφική βιομηχανία των ΗΠΑ, τα αστικά κέντρα, όπως αυτά σταδιακά εξελίχθηκαν σε μεγαλουπόλεις και κάποιες από αυτές σε megacities, αποτελούν «πεδίον δόξης λαμπρόν» για να βρουν διέξοδο και έκφραση οι ικανότητες, οι δεξιότητες και η δημιουργικότητα της κάθε κοινωνικής μονάδας ξεχωριστά. Στο μέσον της δεκαετίας του 1950, η Ινδία ήταν μια τεράστια χώρα, με εξίσου τεράστιες δυνατότητες και προοπτικές στις επιστήμες, στο εμπόριο, στην τέχνη, στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Επιλέγοντας επί Jawaharlal Nehru να ενταχθεί στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, το ΝΑΜ (Non-Aligned Movement) και γενικότερα συνάπτοντας εμπορικές, αμυντικές και πολιτικές σχέσεις και με την Δύση και με το Ανατολικό μπλοκ και με εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και με αυταρχικά καθεστώτα η χώρα βάδιζε τον δικό της δρόμο για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη. Στο δίλημμα μεταξύ των ιδεών του Jawaharlal Nehru για βιομηχανική ανάπτυξη, εκδυτικισμό και αστικοποίηση από την μία πλευρά και του Mahatma Gandhi για αυτάρκεια και αγροτική ανάπτυξη από τη άλλη, η Ινδία επέλεξε την πρώτη πρόταση. Η ραγδαία αστικοποίηση όμως θα είχε και –εν πολλοίς προβλέψιμες- κοινωνικές παρενέργειες. Και με αυτές καταπιάνεται μια από τις ιστορικότερες ταινίες του σινεμά, όπου η πόλη ναι μεν μπορεί να είναι πιο διεφθαρμένη, αλλά χάρη στην προσωπική ηθική υπευθυνότητα του καθενός και τους νόμους μπορεί εξίσου να γεννά ελπίδες για ακόμη καλύτερη κοινωνία. Ο «Shree 420» ή -όπως προφέρεται στην χίντι- «Shree Chaar Sau Bees» («ο κύριος 420») δίκαια θεωρείται ως μία από τις καλύτερες ταινίες όχι μόνο του ινδικού, αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου. Παρότι το στυλ του ήρωα της ταινίας αυτής του 1955 θυμίζει κλώνο του «Charlot» τον οποίο είχε ενσαρκώσει ήδη 41 χρόνια ενωρίτερα ο Charlie Chaplin, εν τούτοις συνάρπασε εκατομμύρια θεατές, από Κίνα και Ινδονησία μέχρι Αφρική, Σοβιετική Ένωση (όπου στα σχολεία διδάσκονταν τραγούδια της ταινίας, όπως το «Ichak Dana Bichak Dana»με ρωσικούς στίχους) και Ισραήλ, ενώ απετέλεσε θέμα κοινωνικών και πολιτικών συζητήσεων για ένα πλήθος λόγων: από τα πολιτικά μηνύματα της ταινίας (ήταν σημειωτέον από τις αγαπημένες του Μάο Τσε Τουνγκ) μέχρι την πολύ καλή χημεία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, του Raj Kapoor και της Νargis. Για τον ρόλο του αυτό, ο Kapoor αποκαλείτο ο «Chaplin της Ινδίας» ενώ στην Τεχεράνη αναγορεύτηκε σε διδάκτορα της κινηματογραφίας. Έναν παρόμοιο ρόλο είχε ενσαρκώσει 4 χρόνια ενωρίτερα ο Kapoor και στην ταινία «Awaara» που στην χίντι σημαίνει «αλήτης» και η οποία στην Ελλάδα είχε παιχτεί στους κινηματογράφους με τον τίτλο «Ο αλήτης της Βομβάης». Η υπόθεση του έργου έχει πάνω κάτω ως εξής: Ένας αλήτης που θυμίζει Charlot, ο Raj (τον υποδύεται ο 31χρονος Raj Kapoor) με λεπτό μουστάκι, τριμμένο κοστούμι, τρύπια παπούτσια, καπέλο και μπαστούνι /δισάκι, ξεκινά για τη Βομβάη να βρει δουλειά. Ο φακός τον σημαδεύει τη στιγμή που διαβάζει μια «σημαδιακή» πινακίδα: «Βομβάη: 420 χιλιόμετρα». Συνεχίζει να περπατά τραγουδώντας ένα κομμάτι που θα γίνει διάσημο: το «Mera Joota KaiJapani»: Mera joota hai Japani Ye pataloon Inglistani Sar pe lal topi Roosi Phir bhi dil hai Hindustani (Τα παπούτσια μου είναι γιαπωνέζικα, το παντελόνι μου είναι εγγλέζικο, το κόκκινο καπέλο μου ρώσικο, μα η καρδιά μου ινδική). Το τραγούδι αυτό ήταν σαφώς πατριωτικό (δεν είχε καν κλείσει δεκαετία ακόμη από την ανεξαρτησία της Ινδίας) και θεωρείται ιδίως μετά την επιτυχία του, ότι επηρέασε πολλούς Ινδούς σκηνοθέτες για πατριωτικά μηνύματα μέσω των ταινιών τους. Άλλωστε και η ίδια η Nargis που πρωταγωνίστησε στην ταινία, ως νεοεκλεγείσα βουλευτής, στις 26 Ιουλίου 1980, έκανε μια ιστορική αγόρευση υπέρ της ανάγκης να δείχνουν οι σκηνοθέτες στη Δύση μέσω των ταινιών τους όχι μόνο την φτώχεια αλλά και την μεταμόρφωση μιας Ινδίας που εκσυγχρονίζεται, παραίνεση η οποία ακολουθείται σχεδόν ευλαβικά από τους περισσότερους γνωστούς δημιουργούς του Bollywood. Το 2006, η 80χρονη τότε ακτιβίστρια και συγγραφέας Mahasweta Devi, στα εγκαίνια της Παγκόσμιας Έκθεσης Βιβλίου στην Φρανκφούρτη, άφησε άφωνο από θαυμασμό και συγκίνηση κοινό και επισήμους, τραγουδώντας το «Mera Joota Ηai Japani» και προσθέτοντας πως αν και τα «Joota» είναι Japani, το «Pataloon» Ιnglistani και το «Topi» Roosi, η «Dil» (καρδιά) ήταν και θα είναι Hindustani, δηλαδή ταυτόχρονα λυπημένη, φτωχή, υπερήφανη, όμορφη, υγρή, ζεστή, κρύα, φωτεινή… Φθάνοντας στην πόλη, οι μόνοι που καταδέχονται να μιλήσουν στον Raj, είναι οι ζητιάνοι. Ρωτά κάποιον από αυτούς επιδεικνύοντας μάλιστα και το πτυχίο του (Β.Α.) καθώς λόγω του ντυσίματός του τον περνούν για αγράμματο, πού μπορεί να βρει δουλειά. Και μόνο στο άκουσμα της ερώτησης αυτής, οι ζητιάνοι ξεσπούν σε γέλια. Του συστήνονται ένας ένας με την ιδιότητά τους, η οποία είναι για όλους κοινή: «άνεργος». Ένας από αυτούς, του εξηγεί με νόημα: -«Εδώ είναι Βομβάη, φίλε μου. Κτίρια από τσιμέντο, καρδιές από πέτρα. Με δουλειά δεν μπορείς να ζήσεις. Ή θα πεινάσεις ή θα γίνεις ένας «Κύριος 420». Και του εξηγεί πως η φράση αυτή προέρχεται ουσιαστικά από τους 420 διαφορετικές απάτες με τις οποίες μπορεί κάποιος να πλουτίσει και τυπικά από το άρθρο 420 του ινδικού ποινικού κώδικα για τους απατεώνες. Στη συνέχεια, ο σκηνοθέτης θα δείξει κάποια στερεότυπα αστεία του βωβού κινηματογράφου, όπως οι πτώσεις των περαστικών από πεταμένες μπανανόφλουδες όχι για να προκαλέσει γέλιο, αλλά για να «φιλοσοφήσει», πάλι μέσα από τα λόγια του ίδιου ζητιάνου: «Εδώ είναι Βομβάη, φίλε μου. Όλοι γελούν με τα παθήματα των άλλων». Η εξαχρείωση που αποτυπώνεται στον κόσμο των πλουσίων, έχει αρχίσει να αγγίζει και τους φτωχότερους. Καθώς ο Raj ετοιμάζεται να ξαπλώσει για να κοιμηθεί στο πεζοδρόμιο, ένας από τους υπόλοιπους ζητιάνους απαιτεί νοίκι: 1,5 ρουπία! Επεμβαίνει όμως η πλανόδια γριά μανάβισσα στην οποία ο Raj θυμίζει τον γιο της και αναγκάζει τους μετανιωμένους ζητιάνους να τον αποδεχτούν. Στη συνέχεια, ο Raj γνωρίζει μια φτωχή δασκάλα, την Vidya. Θα πρέπει να σημειωθεί πως τα ονόματα των πρωταγωνιστών δεν είναι τυχαία. Raj σημαίνει βασιλιάς, κάτι που στη συνέχεια της ταινίας θα παίξει και το ρόλο του (Raj Kumar θα τον αποκαλούν οι πλούσιοι στους κύκλους τους, καθώς τους συστήνεται ως αριστοκράτης. Έχει «ιστορικό» ενδιαφέρον το ότι Raj Kumar ονομαζόταν ένας από του σταρ του Bollywood εκείνης της εποχής, ενώ «Raj Kumar» ήταν ο τίτλος δύο ταινιών που θα έπαιζαν δεκαετίες αργότερα οι απόγονοι του Raj Kapoor, ο Shammi Kapoor το 1964 και ο Anil Kapoor το 1995). Vidya, το όνομα της δασκάλας στη βραχμανική φιλοσοφική παράδοση σημαίνει «γνώση», ενώ η διαφθαρμένη γυναίκα που θα εμφανιστεί στη συνέχεια ονομάζεται Μaya, δηλαδή εξαπάτηση / παραίσθηση. Με πολλή επιμονή, ο Raj κατορθώνει να βρει δουλειά σε ένα καθαριστήριο ρούχων. Ένα Σάββατο πηγαίνει να μιλήσει στην Vidya για το ραντεβού τους της αυριανής ημέρας. Όμως, ξεχνά αναμμένο το σίδερο και προκαλεί φωτιά την οποία πάντως προλαβαίνουν οι υπόλοιποι να σβήσουν. Για «τιμωρία», το αφεντικό τον αναγκάζει να εργαστεί και την επόμενη ημέρα παρότι είναι Κυριακή και να παραδώσει «κατ’ οίκον» τα σιδερωμένα ρούχα. Αυτό του αλλάζει απότομα τη ζωή, καθώς ένα από τα σπίτια είναι και της Maya, μιας «κυρίας 420» («Shrimati 420» θα μπορούσαμε να πούμε σε ελεύθερη απόδοση). Τον ρόλο της Maya ενσαρκώνει η Nadira, μια 23χρονη πανέμορφη vamp, ινδή εβραϊκής καταγωγής (Irfat/Florence Ezekiel) που είχε γίνει γνωστή 3 χρόνια ενωρίτερα από την ταινία «Aan» και η οποία πέθανε το 2006 σε νοσοκομείο της Βομβάης όπου και ζούσε μόνη της, καθώς οι περισσότεροι συγγενείς της είχαν μεταναστεύσει στο Ισραήλ. Καθώς ο χαρτοπαίκτης με τον οποίο στήνει παιχνίδια είναι μεθυσμένος από το χθεσινοβραδινό πάρτι, ενθουσιάζεται με τα κόλπα που κάνει με την τράπουλα στο σαλόνι ο Raj ο οποίος αγνοεί πως η «κυρία 420» τον παρακολουθεί. Του υπόσχεται κέρδη καθώς διαπιστώνει πως μπορεί να γίνει καλός χαρτοκλέφτης και πράγματι, το ίδιο βράδυ, ένας Raj αγνώριστος μέσα στο νοικιασμένο πολυτελές του σμόκιν, παίρνει στο πόκερ το ένα κόλπο μετά το άλλο. Ένας από τους παίκτες όμως τον υποψιάζεται. Αυτός, δεν είναι άλλος από τον «ευυπόληπτο» Seth Sonachand. Με μία ευρηματική μπλόφα ο Raj κερδίζει και τον Sonachand. Όταν η Maya ρίχνει στη μοιρασιά τον Raj, ο Sonachand ως αρχιαπατεώνας έχει «μυριστεί» ότι κάτι συμβαίνει με τον Raj και τον ανακαλύπτει στο καθαριστήριο. Εκεί του δίνει μια γερή προκαταβολή για να τον δελεάσει να δουλέψει για εκείνον. Ο Raj διαπιστώνοντας πως οι 45 ρουπίες που παίρνει για μισθό δεν του αρκούν για να σκεφτεί έστω να ανοίξει σπίτι με την Vidya, υποκύπτει. Συν τω χρόνω, οι απάτες στις οποίες μπλέκεται πληθύνονται. Ανοίγει στο όνομά του χρηματιστηριακό γραφείο, το Raj, Raj & Raj Co και κάνει εγγραφές για μετοχές της «Tibet Gold» μιας εταιρίας που υποτίθεται πως θα έκανε εξορύξεις σε μεταλλεία χρυχού στο Θιβέτ. Κάποια στιγμή όμως το κόλπο παρατραβά. Τυπώνονται παντού αφίσες που καλούν τους εύπιστους φτωχούς οι οποίοι ζουν σε τρώγλες να αποκτήσουν σπίτι με μόλις 100 ρουπίες! Εμφανίζονται στον Raj οι πρώην φίλοι του άστεγοι, άνεργοι, ζητιάνοι, μεροκαματιάρηδες, κ.λπ. και του εμπιστεύονται τις οικονομίες τους. Κάποιοι εξαργυρώνουν ακόμη και τα κοσμήματα από τον γάμο τους, όπως και ο ίδιος είχε εξαργυρώσει σε έναν σαράφη ερχόμενος στη Βομβάη ένα «μετάλλιο τιμιότητας» που του είχε απονεμηθεί. Σε λίγο διάστημα, έχουν εγγραφεί 144.557 ενδιαφερόμενοι. Μέχρι και ο θυμόσοφος ζητιάνος που του έλεγε «Εδώ είναι Βομβάη…» του μετρά 98 ρουπίες, 6 annas και 2 quarters (το μετρικό σύστημα που είχαν κληρονομήσει από τους Άγγλους). Ο Raj εναντιώνεται στον Seth Sonachand και τους συνεργάτες του «420άρηδες» και με μία ακόμη μπλόφα τους στέλνει στα χέρια της αστυνομίας. Στο τέλος της ταινίας, καλεί τους φτωχούς να συνεταιριστούν, καθώς με το ένα εκατομμύριο ρουπίες που έχουν μαζέψει μπορούν πιο εύκολα να αποκτήσουν κατοικίες απ΄ όσο με 100 ρουπίες ο καθένας μόνος του και καθώς φεύγει από την πόλη συναντά την Vidya, η οποία προηγουμένως του έχει κάνει δώρο το μετάλλιο τιμιότητας που ο ίδιος είχε πουλήσει στο ενεχυροδανειστήριο. Ενδιαφέρον έχει επίσης, πως πάλι στο τέλος της ταινίας, η κάμερα σημαδεύει το δικαστικό μέγαρο της Βομβάης (εκεί όπου οδηγούνται οι ευυπόληπτοι «κύριοι 420») το ίδιο μέγαρο με το οποίο ξεκινά η ταινία «Awaara» .Μερικές από τις φράσεις που ακούγονται στην ταινία είναι: Raj: -«Κάποια μέρα, θα αγοράσω τη Βομβάη». Ζητιάνος: -«Κάποια μέρα θα σε αγοράσει η Βομβάη με 40 ρουπίες». Raj” – «Ο άνθρωπος προέρχεται από τους πίθηκους και χάρη στο χρήμα οδεύει προς τους σκύλους». – «Η σκληρή εργασία είναι η προκοπή του έθνους» (μότο το οποίο ακούγεται ακόμη και σήμερα στην Ινδία). – «Αφήστε τους πολιτικούς να λένε. Εμείς θέλουμε ψωμί. Αλλά για να το έχουμε πρέπει να μπορούμε να το μασήσουμε. Και για να το μασήσουμε θέλουμε γερά δόντια. Και για να έχουμε γερά δόντια απαιτείται καλή οδοντόκρεμα» (ο Raj μιμούμενος με εμφανή ειρωνεία το ύφος και τη ξύλινη γλώσσα των πολιτικών σε ομιλία του σε χώρο όπου συνήθως μαζεύονται πολιτικοί να απευθυνθούν στο λαό για να διαφημίσει –πριν βρει δουλειά ως καθαριστής- οδοντόκρεμα)! -«Δεν πουλάω σπίτια, εμπορεύομαι όνειρα» (Seth Sonachand). Αστυνομικός (βλέποντας τον Taj να κάνει στην παραλία γιόγκα με το κεφάλι κάτω στην άμμο και τα πόδιοα ψηλά στο αέρα): -«Τι κάνεις εκεί»; Raj: -«Ό,τι και οι πολιτικοί: βλέπω τα πράγματα ανάποδα απ΄ ότι είναι»! -«Η ζωή η ίδια είναι “420”». Η ταινία αυτή θα μπορούσε να είναι και μια αλληγορία για τον Τρίτο Δρόμο των Αδεσμεύτων και ακόμη περισσότερο για την Ινδία του Nehru, την συγκριτικά δεξιόστροφή/»αστική» πλευρά του κινήματος αυτού μαζί με την Κύπρο του Μακάριου: ένας καπιταλισμός μπολιασμένος με σοσιαλιστικές ηθικές αξίες όπως αυτές όλες οι έννοιες γίνονταν αντιληπτές εκτός Πρώτου και Δεύτερου Κόσμου στην δεκαετία του 1950. Και δυο λόγια για τον μεγάλο Ranbir Raj Kapoor: Γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1924 στην Peshawar (στο σημερινό Πακιστάν) και πέθανε στις 2 Ιουνίου 1988 στο Δελχί. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους αστέρες που ανέδειξε το Bollywood, ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός. Ήταν γιος του Prithviraj Κapoor, ο οποίος είχε παίξει και στο σινεμά τον ρόλο του πατέρα του, στην ταινία Awaara. Ξεκίνησε την καριέρα του το 1935 με την ταινία Inquilab («Επανάσταση»). Έπαιξε με την Madhubala το 1947 στην ταινία Neel Κamal και το 1948 ίδρυσε δικό του στούντιο παραγωγής, την εταιρία «R. K. Films» και έγινε ο νεαρότερος σκηνοθέτης στην ιστορία του ινδικού κινηματογράφου. Το 1949 έπαιξε στο Andaz του Mehboob Khan. Πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης, παραγωγός και πρωταγωνιστής ήταν το «Aag» το 1948, δίπλα στην Nargis με την οποία συνδέονταν ερωτικά. Πάλι ως σκηνοθέτης, ως παραγωγός ως πρωταγωνιστής ή και όλα μαζί, έπαιξε ακόμη το 1949 στο Barsaat, το 1956 στο Chori Chori (στο ρόλο ενός δημοσιογράφου που συνοδεύει μια πλούσια κοπέλα που το σκάει από το σπίτι της, θέμα γνώριμο και από τον ελληνικό κινηματογράφο) το 1960 στο Jis Desh Men Ganga Behti Hai, πάντα στον ρόλο του καλόψυχου αλήτη, όπως και στο Awaara το 1951. Το 1961 πρωταγωνίστησε και σκηνοθέτησε την πρώτη του έγχρωμη ταινία ως παραγωγός, το Sangam. Το 1970 σκηνοθέτησε τη φιλόδοξη παραγωγή Mera Naam Joker («το όνομά μου είναι Joker») η οποία «αναγνωρίστηκε» αρκετά χρόνια μετά. Ακολούθως σκηνοθέτησε τις ταινίες Satyam Shivam Sundaram (1978 ) Prem Rog (1982) Ram Teri Ganga Maili (1985). Την τελευταία του εμφάνιση έκανε ως ηθοποιός του κινηματογράφου με το Vakil Babu το 1982 ενώ εμφανίστηκε και στην ταινία «Kim» για την αγγλική τηλεόραση το 1984. Βραβεύτηκε ως καλύτερος ηθοποιός με τις ταινίες Anari (1959) Jis Desh Men Ganga Behti Hai (1961) καλύτερος σκηνοθέτης για τις ταινίες Sangam (1964) Mera Naam Joker (1971) Prem Rog (1982) και Ram Teri Ganga Maili (1985) αλλά και για καλύτερη ταινία το 1985 με το Ram Teri Ganga Maili. Πέθανε το, 1988 σε ηλικία 63 ετών από επιπλοκές του άσθματος που τον ταλαιπωρούσε και ενώ γύριζε την ταινία Henna την οποία ολοκλήρωσε το 1991 ο γιος του, Randhir Kapoor. Zalmoxis, 03.08.2008
Κατηγορίες:Uncategorized