
Δημήτρης Ροντήρης:
-«Αν ανέβαζα Αριστοφάνη» θα διάλεγα για ηθοποιούς τον Γκιωνάκη, τον Σταυρίδη και τον Φωτόπουλο».
Κανείς δεν μπορεί να πει αν ο Αϊνστάιν θα γινόταν ή όχι ένας μεγάλος βιολιστής στην περίπτωση που έκανε επάγγελμα το χόμπυ του ή αν ο Ντε Γκωλ θα μπορούσε να γίνει ένας διάσημος φιλόσοφος εφόσον ακολουθούσε την κλίση του πατέρα του και δεν επέλεγε την στρατιωτική και την πολιτική σταδιοδρομία, όπου ειδικά στην τελευταία βρήκε πεδίο έκφρασης η φιλοσοφία μέσα από τον «Γκωλισμό». Και αυτοί και πολλές ακόμη προσωπικότητες αλλά και εκατομμύρια άνθρωποι, θα έπρεπε να ζήσουν άλλη μια ζωή για να την αφιερώσουν σε κάποιον τομέα όπου πιθανότατα θα διέπρεπαν αλλά «δεν πρόλαβαν». Πιθανότατα δε, θα προσέφεραν πολλά σε επιστήμες, φιλοσοφία και τέχνη.
Μια τέτοια περίπτωση θα ήταν και ο Δημήτρης Ροντήρης αφού πιστεύω πως θα είχε πολλά να προσφέρει στο θέατρο αν σκηνοθετούσε Αριστοφάνη. Η σκέψη αυτή μου ήρθε καθώς ο Κώστας Γεωργουσόπουλος αποκάλυψε απόψε στην «Παράβαση» με καλεσμένο τον Πάνο Σκουρολιάκο πως όταν ρώτησε κάποτε τον Ροντήρη γιατί δε σκηνοθέτησε ποτέ Αριστοφάνη, αυτός σηκώθηκε έξαλλος και τον ρώτησε πώς τόλμησε να του απευθύνει αυτήν την ερώτηση. Όταν μάλιστα γνώριζε πως ο Ροντήρης χρειάστηκε μια ολόκληρη ζωή για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που του είχαν δημιουργηθεί για την τραγωδία. Ακόμη περισσότερο θα τον είχε νευριάσει πιθανότατα το ότι ο Γεωργουσόπουλος τον είχε καθηγητή πριν σχεδόν μισόν αιώνα άρα θα έπρεπε να αποφύγει μια τέτοια ερώτηση.
-«Ακόμη παλεύω να καταλάβω την παράβαση» του είπε ο Ροντήρης («παράβαση» είναι το μέρος της τραγωδίας όπου ο χορός παρουσιάζει την άποψη του ποιητή για θέμα εκτός της υπόθεσης του έργου). «Θα χρειαζόμουν μια δεύτερη ζωή για την τραγωδία» συνέχισε. Ας σημειωθεί δε, ότι αυτό το «ακόμη παλεύω να καταλάβω…» ο Ροντήρης (αν λάβουμε υπόψη το πότε είχε μαθητή τον Γεωργουσόπουλο) πρέπει να το είπε όντας εξηντάρης (γεννήθηκε το 1899) έχοντας κλείσει ήδη 4 δεκαετίες ως ηθοποιός (βγήκε στο σκηνή το 1919) και σχεδόν 3 δεκαετίες ως σκηνοθέτης (το 1933 έγινε σκηνοθέτης στο Βασιλικό Θέατρο, τον πρόγονο του Εθνικού θεάτρου). Η συνέχεια όμως της αφήγησης από τον Γεωργουσόπουλο είχε και μια έκπληξη: -«Αν ανέβαζα Αριστοφάνη» θα διάλεγα για ηθοποιούς τον Γκιωνάκη, τον Σταυρίδη και τον Φωτόπουλο» του είπε. Ας φανταστούμε λοιπόν τον Ροντήρη να καθοδηγεί στη σκηνή τον Σταυρίδη στον ρόλο του Διακαιόπολι! Ο Σταυρίδης, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω στην πλάτη χτυπώντας με νευρικότητα τις παλάμες και να πηγαινοέρχεται πέρα δώθε το ίδιο νευρικά, σαν να μην τον χωρά ο τόπος, καθώς λόγω του πολέμου είναι αναγκασμένος να μένει κλεισμένος μέσα στα τείχη της πόλης, μακριά από το γνώριμό του αγροτικό περιβάλλον. Και όσο αυτός περπατά και ξεφυσά, να πηγαίνει πέρα δώθε και το ταγάρι του στον ώμο και να σφουγγίζει ιδρωμένα πρόσωπο και λαιμό με το μαντήλι. Ή τρίβοντας τις παλάμες όπως συνήθιζε στο σανίδι ή μπροστά στην κάμερα αφού πρώτα τις χτυπούσε απότομα όπως συνήθιζε στο σανίδι και μπροστά στην κάμερα, να δίνει τον τόνο στις μακρές και στις βραχείες συλλαβές, όπως θα απαιτούσε πιεστικά ο Ροντήρης, ακόμη και για μια ολιγοσύλλαβη ατάκα. Αλλά και ως Φιλοκλέων (τον οποίον θα επιχειρούσαν να απελευθερώσουν από τον εγκλεισμό του στο σπίτι οι Σφήκες) θα ήταν ιδανικός ο Σταυρίδης. Με τον σωματότυπο και την φυσιογνωμία που θα τον βοηθούσαν να μπορέσει να περάσει από τον ρόλο του δικομανή ηλιαστή δικαστή σε εκείνον του δικαστή του σκύλου Αιξωνέα που έκλεψε ένα κομμάτι τυρί από τον σκύλο Κυδαθηναιέα και στο τέλος να εμφανίσει μια «διονυσιακή» φυσιογνωμία, λιγότερο ξινή και στυφή από εκείνην του δικαστή, γευόμενος τις μικροχαρές ενός μέσου ανθρώπου όπως της οινοποσίας.
Φαντάζομαι πάλι τον Γκιωνάκη ως επιπόλαιο και μειωμένης αντίληψης Στρεψιάδη. Ή τον Φωτόπουλο να κατηγορείται από τον Αριστοφάνη στις Νεφέλες σε ρόλο Σωκράτη, βγάζοντας με το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα το περιφρονητικά βαριεστημένο ύφος του με μια μακρόσυρτη μουσικότητα όπως όταν έλεγε το αξέχαστο «…θα κάααααααθεσαι…» ή σαν να κορόιδευε ως απατεώνας «αόοομματος» της «Κάλπικης Λίρας» – σοφιστής (κατά Αριστοφάνη) της αρχαιότητας τους Αθηναίους ή ακόμη σαν να έβγαζε την γλώσσα στους αμαθείς διώκτες του, μιας και ο ίδιος ο Αριστοφάνης ήταν απογοητευμένος από την Αθήνα.
Ας τους φανταστούμε ακόμη καλύτερα και τους τρεις μαζί στο ίδιο έργο, όπως στο έργο του Ορέστη Λάσκου «Φτωχαδάκια και λεφτάδες» του 1961. Ή ακόμη ανά ζεύγη να ανταλλάσσουν ατάκες όπως στα «κίτρινα γάντια». Όπως όταν ρωτούσε ο Σταυρίδης -» Αυτό το ζευγαράκι που καθότανε εδώ, που στο διάλο έχει πάει τώρα;» για να του απαντήσει ο Γκιωνάκης -«Ε, ζευγαράκι είναι. Θά’χει πάει κατά τα πευκάκια. Τα ζευγαράκια τραβάνε τη μέρα κάτω απ’ τα πευκάκια και το βράδυ κατά την αμμουδιά»!
Φαντάζομαι δε τον Νίκο Σταυρίδη να χτυπά με ρυθμό τα χέρια όχι μόνο ως Δικαιόπολις στην Επίδαυρο ή το Ηρώδειο, αλλά και στις πρόβες, πάνω στα χαρτιά, για να αποστηθίσει με την μουσικότητα που απαιτούσε ο Ροντήρης τα λόγια του, όπως έκανε ο Κατράκης διαβάζοντας «on camera»αποσπάσματα των «Περσών» .
Φαντάζομαι τον Γκιωνάκη να δίνει τον τόνο στην πρόβα με τα δάχτυλα να τρέμουν όπως έκανε η Άσπα Παπαθανασίου στο μοιρολόι της Ηλέκτρας, αλλά για να εκφράσει με ρυθμό αντί για ξερά λόγια τα συναισθήματα που ήθελε να βγάλει ο Αριστοφάνης.
Φαντάζομαι τον Μίμη Φωτόπουλο να συνεργάζεται σαν σολίστας με τον χορό – ορχήστρα (έτσι έβλεπε τον κωμό ο Ροντήρης και τους ηθοποιούς σαν μουσικά όργανα όπως την Παπαθανασίου που την χαρακτήριζε «στραντιβάριους») σε Νεφέλες, Βάτραχους και Λυσιστράτη.
Ασφαλώς ένα τέτοιο υλικό, αν υπήρχε και αν διασωζόταν, θα έμενε χαραγμένο στη μνήμη των Ελλήνων, το ίδιο αν όχι και περισσότερο από τα 11 έργα του Σαίξπηρ που ανέβασε ο Ροντήρης ή ακόμη και τις διθυραμβικές κριτικές που είχε σε ηλικία 40 ετών, το 1939 σε Αγγλία και Γερμανία για τον Άμλετ.
Zalmoxis, 5 Νοεμβρίου 2007
Κατηγορίες:Uncategorized