Τον Οκτώβριο του 2003 η αστυνομία της Μελβούρνης και ο Brian Kino, διευθυντής της Metro 5 Gallery της πόλης, έλαβαν δεκάδες τηλεφωνήματα διαμαρτυρίας και απειλές μέχρι και για λιθοβολισμό ή ακόμη και για τοποθέτηση βόμβας, με αφορμή έναν πίνακα που μερικοί πολίτες θεώρησαν πορνογραφία προσβλητική για τα ήθη, καθώς απεικόνιζε την σεξουαλική συνεύρεση μιας γυναίκας και ενός χταποδιού. Σύλλογοι όπως η Australian Family Association και ο αντιπρόεδρός της Bill Muehlenberg απαίτησαν να αποσυρθεί από την πινακοθήκη το έργο αυτό που εκτιμάτο στα 13.500 δολάρια Αυστραλίας και ετοιμαζόταν να αγοράσει μία χρηματοδοτούμενη από το κράτος γκαλερί.
Ο δημιουργός του πίνακα, ο διάσημος 45χρονος τότε καλλιτέχνης David Laity, ο οποίος είχε δεχθεί και ο ίδιος ανώνυμες απειλές και προειδοποιήσεις, υπερασπίστηκε την αξία του έργου του και δήλωσε με χιούμορ: «Δεν βλέπω πουθενά εκατοντάδες γυναίκες να πηδάνε από την αποβάθρα St Kilda ψάχνοντας για χταπόδια».
Αυτό που πέρασε σε δεύτερο πλάνο στην όλη υπόθεση ήταν ότι ο πίνακας, με τον τίτλο «The Dream of the Fisherman’s Wife» και τον οποίον έβλεπαν καθημερινά εκατοντάδες περαστικοί από την γκαλερί της High street της Μελβούρνης, ήταν σύγχρονη εκδοχή μιας ιαπωνικής ξυλογραφίας που δημιούργησε ο Katsushika Hokusai το 1814. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και πριν τον David Laity, το ίδιο έργο είχε επηρεάσει παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνες όπως τον Pablo Picasso που δημιούργησε το 1903 την δική του βερσιόν η οποία εκτέθηκε δίπλα στον πρωτότυπο πίνακα του Hokusai ή όπως ακόμη τους Auguste Rodin, Félicien Rops, Louis Aucoc Fernand Khnopff και άλλους. Ο πίνακας του Katsushika Hokusai όμως, με θέμα την ερωτική πράξη χταποδιού και γυναίκας, επηρέασε μέχρι και διάσημους λογοτέχνες, όπως ο Victor Hugo ο οποίος το 1866 στο «Les travailleurs de la mer» επηρεασμένος από το φαινόμενο του «Ιαπωνισμού» στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αναφέρθηκε στον μύθο του γιγάντιου δολοφονικού χταποδιού.
Γενικότερα όμως, αρκετούς αιώνες πριν τον Katsushika Hokusai, η σεξουαλική ένωση ζώων και γυναικών είχε αποτελέσει μοτίβο της παγκόσμιας μυθολογίας. Παγκοσμίως γνωστοί είναι οι ελληνικοί μύθοι της Λήδας και του Κύκνου ή του Ταύρου και της Πασιφάης καθώς και τα σκαλισμένα ερωτικά συμπλέγματα στους ναούς του Ινδουιστικού Ταντρισμού στο Κατζουράο, μεταξύ των οποίων και ενώσεις ανθρώπων με ζώα. Κατά κανόνα πάντως, αυτοί οι μύθοι περικλείουν και ένα τοτεμικό μαγικοθρησκευτικό στοιχείο όπου πίσω από την εικόνα, το είδωλο και εν γένει την ζωομορφική αναπαράσταση κρύβονται συγκεκριμένες ιδιότητες (γονιμικές, βλαστικές, μυητικές και άλλες) που αποδίδονταν σε κάθε θεό.
Το μεταφυσικό στοιχείο της αφύσικης σεξουαλικής συνεύρεσης, εκτός από τα ζώα περιέλαβε ανά τους αιώνες και τα πνεύματα και τους δαίμονες. Χαρακτηριστικό είναι πως φιλόσοφοι, όπως ο Μιχαήλ Ψελλός τον 11ο αιώνα αναφέρονταν σε τέτοιες ερωτικές πράξεις με δαίμονες ενώ και στο διάταγμα του Πάπα Ιννοκέντιου Η’ στις 5 Δεκεμβρίου 1484, με την οποία ξεκίνησαν οι διωγμοί των μαγισσών, ο ποντίφικας αναφερόταν σε άνδρες και γυναίκες με σχέσεις με κακά πνεύματα, όπως τα incubi και succubi.
Το μεταφυσικό και μαγικοθρησκευτικό υπόβαθρο λοιπόν είναι το ένα κλειδί ανάγνωσης του πίνακα του Hokusai. Μπορεί όμως αυτό να χρησιμοποιηθεί παράλληλα και με το ψυχολογικό. Η αποκαλούμενη «aria della piovra» («Άρια του Χταποδιού») «Un dì, ero piccina» από την όπερα «Iris» του Pietro Mascagni σε λιμπρέτο του Luigi Illica, έχει επίσης εμπνευσθεί από τον ίδιο αυτόν πίνακα. Η κεντρική ηρωίδα Ίρις περιγράφει ένα παραπέτασμα που είχε δει σε κάποιον βουδιστικό ναό όταν ήταν μικρή. Αυτό απεικόνιζε ένα χταπόδι να απλώνει τα πλοκάμια του γύρων από μια χαμογελαστή κοπέλα την οποία και σκοτώνει. Και θυμάται έναν βουδιστή ιερέα να της εξηγεί: «Αυτό το χταπόδι είναι η Ηδονή. Το χταπόδι αυτό είναι ο Θάνατος».
Το χταπόδι, ένα όχι και τόσο ασυνήθιστο τέρας των ονείρων πολλών ανθρώπων, συμβολίζει τους εσωτερικούς «δαίμονες» κάθε ανθρώπου που είναι καλά κρυμμένοι όπως και το πλοκαμοειδές αυτό μαλάκιο που ζει σε σκοτεινά μέρη κάτω από την επιφάνεια του νερού. Οι βεντούζες με την οποίες προσκολλάται στα βράχια είναι η δύναμη εκείνη που εμποδίζει τον άνθρωπο να απαγκιστρωθεί από τους δαίμονες και τα πάθη του.
Το χταπόδι ανήκει στα λεγόμενα «live fast die young» όντα καθώς μόλις ενηλικιωθούν και ζευγαρώσουν, τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό θα πεθάνουν λίγους μήνες αργότερα, αποτελώντας μια ακόμη πηγή έμπνευσης για την στενή σχέση Έρωτα και Θανάτου.
Ο πίνακας προέρχεται από το άλμπουμ του 1814 «Kinoe no komatsu» και τιτλοφορείται «Tako to ama» επί λέξει «Το χταπόδι και η δύτρια στρειδιών» ενώ σε διάφορες ελεύθερες αποδόσεις και παραλλαγές είναι γνωστός ως «Το Όνειρο της Γυναίκας του Ψαρά», «Η Νεαρή Δύτρια και τα Χταπόδια», «Η Δύτρια και τα δύο Χταπόδια» κ.λπ.
Το ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτόν τον πίνακα που θεωρείται μια από τις αριστουργηματικότερες ιαπωνικές ξυλογραφίες δεν είναι απλώς η ερωτική πράξη μεταξύ της γυναίκας και των 2 χταποδιών, αλλά η έκφρασή της που δείχνει προφανή σεξουαλική απόλαυση.
Την ίδια αίσθηση απόλαυσης εκπέμπουν και τα 2 χταπόδια, εκ των οποίων των ένα επιδίδεται σε αυτό που είναι διεθνώς γνωστό με τον όρο «cunnilingus». Η αιδοιολειξία στον Ταντρισμό και ειδικά τον Ινδουιστικό αλλά και στο Ταό συνδέεται με τεχνικές αθανασίας. Το «Νέκταρ της Αθανασίας», η «Amrita» των Ινδουιστών συνδέεται στην Τάντρα με τα ζωτικά υγρά, η προστασία των οποίων οδηγεί στην παρατεταμένη ζωή. Ο Octavio Paz στο βιβλίο του «Conjunciones y disyunciones» όπου εξετάζει την δυαδικότητα στην ανθρώπινη φύση ανά τους διάφορους πολιτισμούς, κάνει λόγο για το «Μεγάλο Ίαμα των 3 Βουνοκορφών» και που είναι τα ζωτικά υγρά 3 γυναικείων οργάνων: στόματος, στήθους και αιδοίου. Έτσι, όπως το μεγάλο χταπόδι φαίνεται να απομυζεί τα ζωτικά υγρά της μιας πηγής της αθανασίας που αναφέρει ο Octavio Paz, το δεύτερο χταπόδι, το μικρότερο, ρουφά τα υγρά των άλλων 2 πηγών της αθανασίας, από το στόμα και το στήθος της γυναίκας όπου έχει απλώσει τα πλοκάμια του.
Η έκφραση της γυναίκας πάνω στα βράχια προδίδει μεν ηδονή και οργασμό, αρκετοί όμως κριτικοί της τέχνης διακρίνουν και μια απόκοσμη αγωνία και θλίψη με τα κλειστά της μάτια να παραπέμπουν στην επιθανάτιο αγωνία.
Ορισμένοι φιλόλογοι θεωρούν ότι ο Hokusai εμπνεύσθηκε το θέμα του από τον θρύλο της πριγκίπισσας Tamatori που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην περίοδο Έντο (1600 – 1868). Σε αυτόν, η Tamatori είναι δύτρια στρειδιών και παντρεύεται τον Fujiwara no Fuhito της φατρίας των Fujiwara, ο οποίος ψάχνει το μαργαριτάρι της οικογένειάς του που έκλεψε ο θαλάσσιος δράκος. Η Tamatori βουτάει στον βυθό, φθάνει στο βασίλειο του Ryūgū-jō και παίρνει το μαργαριτάρι, το οποίο κρύβει σε μια σχισμή που ανοίγει η ίδια στο στήθος της για να μπορεί να κολυμπά γρηγορότερα . Ο Ryūjin την κυνηγά με τον στρατό του και στο τέλος η Tamatori πεθαίνει από την πληγή που άνοιξε στο στήθος της λίγο αφότου αναδύεται στην επιφάνεια. Έτσι, οι φιλόλογοι αυτοί θεωρούν πως ο πίνακας αναφέρεται σε αυτόν τον θρύλο και πως το χταπόδι του πίνακα θα επιστρέψει την Τamatori στο ανάκτορο του Ryūjin.
Ό,τι πάντως και αν είχε στο μυαλό του ο Hokusai, τον έρωτα, τον θάνατο, την αθανασία, το όνειρο ή τον θρύλο, η ισχυρή παραστατικότητα του έργου που έχει εμπνεύσει από πίνακες ζωγραφικής μέχρι κόμικς σαν την πασίγνωστη «Druuna» του Paolo Eleuteri Serpieri, το έχει καταστήσει κλασικό.
Κατηγορίες:ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ, ΙΑΠΩΝΙΑ, ΤΕΧΝΗ, Uncategorized