Αιώνες τώρα, όποτε οι περισσότεροι Δυτικοί αντικρίζουν ινδουιστικά αγάλματα και εικόνες, αισθάνονται το λιγότερο μια αμηχανία αν δεν είναι εξοικειωμένοι με την συμβολολογία της ινδικής παράδοσης. Οι θεοί και οι θεές με τα πολλά χέρια (ένδειξη πολλαπλών ταυτόχρονων δραστηριοτήτων μιας και είναι «τα πάντα πληρούντες») ο ελεφαντόμορφος Γκανέσα, ο πιθηκόμορφος Χανουμάν, ζώα-οχήματα όπως τίγρης και κύκνος, άνθη-θρόνοι όπως ο λωτός της Σαρασβάτι και πολλά ακόμη σύμβολα εκτός της «οικείας» τους σημειωτικής, προκαλούν μια εύλογη απορία.
Ο ανδρόγυνος Αρνταναρισβάρα («Ο Κύριος ο οποίος ο μισός είναι γυναίκα») ανήκει και αυτός στην ίδια κατηγορία καθώς απεικονίζεται ο μισός (το δεξί μέρος του σώματός του) άνδρας και ο μισός (το αριστερό μέρος) γυναίκα. Με τον τρόπο αυτό συμβολίζει στην ινδουιστική θεολογία την υπέρβαση της δυαδικότητας. Ειδικότερα δε, απεικονίζεται ο μισός με την μορφή του Σίβα και ο μισός με την μορφή της συντρόφου του (Ούμα/Παρβάτι). Η ένωση της αρρενωπότητας με την θηλυκότητα σε έναν κόσμο αρσενικής κυριαρχίας μαρτυρά την σπουδαιότητα που αποδίδει στην θηλυκή αρχή η ινδουιστική θρησκευτική σκέψη. Γενικότερα πάντως, οι αρσενικοί θεοί παρουσιάζονται στην Ινδία πολύ συχνά (κυρίως στα αγάλματα και δευτερευόντως στις εικόνες του ινδουισμού) με χάρη και ευλυγισία που συνήθως αποδίδονται σε γυναίκες και είναι πολύ λίγες οι διαφορές για να ξεχωρίσει κάποιος με μια πρώτη ματιά στα αγάλματα έναν θεό από μια θεά. Η ίδια αυτή ένωση συμβολίζει ακόμη την αρχή της δημιουργίας και τον ομφάλιο λώρο όλων των έμβιων όντων με την απώτατη καταγωγή τους (προτού διαχωριστούν τα φύλα) και την ένωση των αντιθέτων, την «coniunctio oppositorum».
Στο συγκεκριμένο -ηλικίας 1.000 ετών και ύψους 84 εκατοστών χάλκινο στολισμένο με ημιπολύτιμους λίθους- άγαλμα από το Νεπάλ (σήμερα βρίσκεται στο Los Angeles County Museum of Art – LACMA) ο Σίβα εμφανίζεται (όπως κατά κανόνα συμβαίνει σε όλες τις παραστάσεις του Αρνταναρισβάρα) στο δεξί μέρος του κορμού, με γωνίες και ευθείες στο σώμα, σε αντίθεση με την καμπυλωτή σιλουέτα της Ούμα/Παρβάτι με το εμφανώς ανεπτυγμένο στήθος, ενώ η φορεσιά του, το «ντότι» καταλήγει σε κόσμημα στο πόδι της συντρόφου του. Σήμα κατατεθέν του θεού της καταστροφής και της αναδημιουργίας είναι και η υψωμένη ακατάστατη κόμη του σε αντίθεση με το προσεγμένο χτένισμα της Ούμα.
Το όρθιο σώμα ισορροπείται από δύο δύο ελλειπτικά σχήματα που τα ορίζουν τα τρία διασωθέντα χέρια. . Η μία, κάθετη έλλειψη, η κυρίαρχη και περισότερο στιβαρή , δίνει συνοχή στον κορμό και σχηματίζεται από τους ώμους, το χαμηλωμένο χέρι και το καμπυλωτό (κοίλο) κυμάτισμα του ενδύματος. Η άλλη, η δευτερεύουσα ορίζεται από τα δύο υψωμένα χέρια και «κλείνει» στην περιοχή των φρυδιών.
Το όλο αποτέλεσμα παραπέμπει σε ήρεμο διαλογισμό για την αρμονία των αντιθέτων, χαρακτηριστικό μιας τεχνοτροπίας που χαρακτήρισε την εποχή της αυτοκρατορίας των Γκούπτα η οποία διήρκησε εως τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Επί της ίδιας δυναστείας «τελειοποιήθηκε» και η παράσταση του Αρνταναρισβάρα η οποία εμφανίσθηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα, επί αυτοκρατορίας των Κουσάν. Πιθανότατα δε, προέκυψε για να γεφυρώσει μέσω αυτού του ιδιότυπου συγκρητισμού δύο μεγάλες σέχτες του Ινδουισμού: τους Σαϊβίτες (οπαδοί του Σίβα) και τους Σακτιστές (τους λάτρεις της θηλυκής αρχής, της Σάκτι, η οποία εκφράζεται ως Ούμα, ως Παρβάτι, ως Κάλι, κ.λπ.). Μια ανάλογη εικόνα συγκρητισμού είναι και του Χαρίχαρα, ο οποίος είναι μισός Σίβα και μισός Βισνού (ο έτερος ισχυρός θεός των ινδουιστών).
Συμβολίζει ακόμη ο ανδρόγυνος θεός:
Ως Σϊβα, την Πουρούσα, την αρσενική αρχή του πνεύματος, το αμορφοποίητο πνεύμα που αναφέρουν οι Ουπανισάντ (νωρίτερα, σε μία από τις ανθρωπογονικές θεωρίες που περιέχουν οι Βέδες σήμαινε τον κοσμικό άνθρωπο από τον οποίο προέρχεται η ανθρωπότητα) την διάνοια ή την συνείδηση, ανάλογα την σχολή δίνεται και διαφορετική εξήγηση της Πουρούσα και
Ως Ούμα/Παρβάτι, την Πρακρίτι, την θεμελιώδη αιτία, κινητήριο δύναμη, φύση και εν γένει την ύλη (Πρακτίτι στην γλώσσα Μαράτι σημαίνει και «Θάνατος»). Έτσι, με την ένωση, το αμορφοποίητο πνεύμα εισέρχεται στην ύλη και μαζί παίρνουν μορφή.
Ο Αρνταναρισβάρα είναι μεν μια από τις δημοφιλέστερες εικονογραφικά μορφές του Σίβα που συναντάται λίγο πολύ σε όλους τους ναούς και βωμούς σε Ινδία και ΝοτιοΑνατολική Ασία γενικότερα, ωστόσο ελάχιστοι είναι οι ναοί που του έχουν αφιερωθεί, κυρίως στο νοτιότερο ινδικό κρατίδιο του Ταμίλ Ναντού, όπως στο Τιρουτσενγκόντ ο οποίος είναι και ο πιο δημοφιλής και άλλοι 5 στην ευρύτερη περιοχή του Καλακουρίτσι.
Κατηγορίες:ΙΝΔΙΑ, ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΣ, Uncategorized