Η «γνωριμία» μου με τους «Προραφαηλίτες» το κίνημα των Άγγλων ζωγράφων που συνεστήθη το 1848 με αίτημα την ανανέωση της ζωγραφικής μέσω της μίμησης των προγενέστερων του Ραφαήλ Ιταλών ζωγράφων, ξεκίνησε με μια καθόλου πρωτότυπη αφορμή: την στιγμή που αισθάνθηκα να αιχμαλωτίζεται το βλέμμα μου από την απόκοσμη, σχεδόν εξαϋλωμένη «Beata Beatrix». Έναν πίνακα με λάδι σε καμβά του Προραφαηλίτη καλλιτέχνη Dante Gabriel Rossetti που ολοκληρώθηκε το 1870.
H επταμελής «Αδελφότητα των Προραφαηλιτών» (αρχικά μέλη ήταν οι William Holman Hant, John Everett Millais και Dante Cabriel Rossetti και στην συνέχεια προστέθηκαν και οι William Michael Rossetti, James Collinson, Frederic George Stephens και Thomas Woolner) ήταν ένα καλλιτεχνικό κίνημα επαναστατικό την εποχή εκείνη. Απέρριπτε την μηχανιστική προσέγγιση των «Μανιεριστών» καλλιτεχνών που διαδέχθηκαν τον Ραφαήλ και αντιμετώπισε σφοδρές αντιδράσεις από το κατεστημένο.
Η «Μακάρια Μπεατρίς» κατορθώνει κάτι που ελάχιστοι ζωγραφικοί πίνακες έχουν την δυνατότητα να εμπνεύσουν: από την μία, καταπιάνεται με ένα μυστηριακό θέμα, βγαλμένο μέσα από το ποιητικό αριστούργημα ενός από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες όλων των επόχών, το «La Vita Nuova» του Δάντη Αλιγκιέρι. Από την άλλη όμως, είναι εν τέλει το μοντέλο (και εν προκειμένω η Elizabeth Siddal) που περνά στην αθανασία, όπως βεβαίως και η ηρωίδα του Δάντη, η Βεατρίκη Πορτινάρι που έδωσε και το όνομά της στο έργο του Ροσέτι. Καταφέρνει ακόμη σε έναν πίνακα να συνδυάσει λογοτεχνία, μεταφυσική, ιατρική, ψυχολογία, φιλοσοφία, έρωτα και θάνατο.
Το ποίημα του Δάντη Αλιγκιέρι «La Vita Nuova» προκάλεσε την προσοχή του συνονόματού του, Άγγλου ποιητή, μεταφραστή και ζωγράφου Δάντη Γαβριήλ Ροσέτι (12.05.1828 – 09.04.1882) όταν ο τελευταίος ήταν ακόμη παιδί και άρχισε να το μεταφράζει. Το 1845, στα 17 του, το εξέδωσε στα αγγλικά στην συλλογή «Πρώιμα Ιταλικά Ποιήματα». Μετά από 19 χρόνια, το 1864, ξεκίνησε στον καμβά το διάσημο αυτό έργο του, την «Beata Beatrix», με θέμα την Beatrice Portinari, το οποίο ολοκλήρωσε το 1870.
Ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία του συγκεκριμένου έργου είναι και το ότι το μοντέλο είχε πεθάνει στις 11 Φεβρουαρίου 1862, δηλαδή 2 χρόνια προτού ο καλλιτέχνης το ξεκινήσει. Το δε μοντέλο δεν ήταν άλλο από την αποβιώσασα σύζυγο του ζωγράφου, την Elizabeth Siddal, η οποία υπήρξε πολλές φορές μοντέλο του Ροσέτι. Με βάση τα πολυάριθμα σχέδια που είχε δημιουργήσει με μοντέλο την Ελίζαμπεθ, ο ζωγράφος ξεκίνησε να δημιουργεί την Μπεατρίς.
Ο έρωτάς του για την Ελίζαμπεθ απεικονίζεται σε ένα κόκκινο περιστέρι, το οποίο παριστάνει το Άγιο Πνεύμα με τον φωτοστέφανό του, αλλά κυρίως συμβολίζει τον αγγελιοφόρο του έρωτα, του πάθους αλλά και του θανάτου, το οποίο κρατά στο ράμφος μια λευκή παπαρούνα. Το λουλούδι αυτό συμβολίζει τον ύπνο και τον θάνατο και, ακόμη περισσότερο στον συγκεκριμένο πίνακα, τον θάνατο, αφού η Μπεατρίς πέθανε από υπερβολική δόση ενός ισχυρού ναρκωτικού, του λάβδανου που παράγεται από αυτήν την λευκή παπαρούνα. Το λάβδανο πωλείτο ελεύθερα τότε, μιας και δεν είχαν ανιχνευθεί ακόμη οι ναρκωτικές του ιδιότητες.
Στο πορτραίτο, η Ελισάβετ ως Βεατρίκη απεικονίζεται θολά, με μια σχεδόν υπερβατική όψη και πολύ ψηλό λαιμό που δίνει της αίσθηση μιας «προς τα άνω» αναχώρησης. Όπως επίσης και την αίσθηση ενός ονείρου ή ενός οράματος με συμβολικές αναφορές τις οποίες θεώρησε ο Ροσέτι ότι την εκπροσωπούν, σε μια «ξαφνική πνευματική μεταμόρφωση» όπως έγραψε σε μια επιστολή το 1873.
Βρίσκεται σε στάση έκστασης, με τα χέρια μπροστά της και τα χείλη της μισάνοιχτα, σαν έτοιμη να μεταλάβει.
Το γκρι και το πράσινο φόρεμα της συμβολίζει τα χρώματα της ελπίδας και θλίψης καθώς και της αγάπης και της ζωής όπως αναφέρουν διάφορες μαρτυρίες γνωστών του ζωγράφου που είχαν μάθει «από πρώτο χέρι» τις σκέψεις του για το συγκεκριμένο έργο.
Ο Ροσέτι κάνει έναν εμφανή παραλληλισμό σε αυτόν τον πίνακα ανάμεσα στην απελπισία του Ιταλού ποιητή Δάντη για το θάνατο της αγαπημένης του Βεατρίκης και τη δική του θλίψη του για το θάνατο της συζύγου του.
Στο βάθος της εικόνας, δεξιά, απεικονίζεται η σκοτεινή φιγούρα του Δάντη και δεξιά ο έρωτας, ντυμένος κι αυτός στα κόκκινα, όπως και το χρώμα του περιστεριού, εμφανίζεται ως άγγελος που κρατά στην παλάμη του την φλόγα της ζωής της Βεατρίκης.
Ενδιάμεσα, οι δύο αυτές φιγούρες συνδέονται με μία γέφυρα, το Ponte Vecchio, ένα από τα ορόσημα της Φλωρεντίας όπου διαδραματίζεται η ιστορία του Δάντη.
Στον πίνακα αποτυπώνεται και ένα ηλιακό ρολόι, του οποίου η σκιά πέφτει στον αριθμό «9» υποδηλώνοντας έτσι την στιγμή του θανάτου της Βεατρίκης που αναφέρεται και στην κορνίζα που σχεδιάσθηκε και αυτή από τον Ροσέτι: την ένατη ώρα της 9ης Ιουνίου 1290. Η κορνίζα αναφέρει επίσης και μια φράση που αναφέρεται από τον Dante στο Vita Nuova: «Quomodo sedet sola civitas» («πώς βρίσκεται ερημική η πόλη») που παραπέμπει στο πένθος του θανάτου της Βεατρίκης στην πόλη της Φλωρεντίας.
Το έργο βρίσκεται από το 1889 στο Tate Britain, δωρεά στην μνήμη του of Francis, Baron Mount-Temple από την σύζυγό του Georgiana.
Σε ένα από τα αντίγραφα του έργου που δημιούργησε επίσης με λάδι ο Ροσέτι, το 1872, προστέθηκε και ένα «βάθρο» στον πίνακα όπου απεικονίζονται ο Δάντης και η Βεατρίκη να συναντιούνται στον Παράδεισο. Σε ένα άλλο, κατοπινό αντίγραφο, του 1877, το οποίο έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου Ροσέτι και το ολοκλήρωσε ο φίλος του Φορντ Μπράουν, σε αντίθεση με τον αρχικό πίνακα, το περιστέρι που πετά προς την Βεατρίκη γίνεται λευκό με την παπαρούνα να γίνεται κόκκινη. Η ρέπλικα αυτή βρίσκεται στο Birmingham Museum and Art Gallery της Αγγλίας.
Η Elizabeth Siddal ήταν «ανακάλυψη» του ζωγράφου Walter Deverell όταν αυτή εργαζόταν ακόμη σε ένα καπελάδικο και την χρησιμοποίησε ως μοντέλο της Βιόλα σε έργο του με θέμα την «12η Νύχτα» του Σαίξπηρ. Υπήρξε μοντέλο και για άλλους Προραφαηλίτες όπως «Οφηλία» του John Everett Millais, αλλά ήταν ο Dante Gabriel Rossetti ο οποίος εκτός από το να την χρησιμοποιήσει ως μοντέλο την ενθάρρυνε να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο στην τέχνη και ειδικά στην ποίηση.
Το ζευγάρι βρισκόταν σε μια σταθερή πολύχρονη σχέση πριν τον γάμο, ο οποίος όμως κράτησε λίγο, καθώς η Lizzie (Ελισάβετ) πέθανε το 1862 από υπερβολική δόση λάβδανου. Αυτό το ξεκίνησε αφενός ως αντικαταθλιπτικό όταν το ζευγάρι έχασε πάνω στην γέννα ένα κοριτσάκι και αφετέρου ως αναλγητικό και φάρμακο όταν αρρώστησε στην περίοδο που είχε ποζάρει ως Οφηλία.
Αμέσως μετά τον θάνατό της, από την θλίψη του ο Gabriel έθαψε μαζί με την Ελισάβετ και το μοναδικό του χειρόγραφο με ποιήματά του, πλάι στα μαλλιά της.
Ένα από τα ποιήματα της Elizabeth Siddal είναι και το «Gone»:
To touch the glove upon her tender hand,
To watch the jewel sparkle in her ring,
Lifted my heart into a sudden song
As when the wild birds sing.
To touch her shadow on the sunny grass,
To break her pathway through the darkened wood,
Filled all my life with trembling and tears
And silence where I stood.
I watch the shadows gather round my heart,
I live to know that she is gone
Gone gone for ever, like the tender dove
That left the Ark alone.