2.000 νεκροί ήταν η άμεση επίπτωση μιας -«ιερής» κατά τους μεν, «ιερόσυλης» κατά τους δε- ενέργειας που έλαβε χώρα σαν σήμερα πριν 20 χρόνια στο ινδικό κρατίδιο Uttar Pradesh. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1992, πλήθος εθνικιστών Ινδουιστών, κατεδάφισε το Babri Masjid («Τζαμί του Μπαμπούρ») στον λόφο Ramkot («Φρούριο του Ράμα») της πόλης Ayodhya. Από το πλήθος αυτό, 68 έχουν εντοπιστεί ως αυτουργοί ονομαστικά. Μεταξύ τους και ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ινδίας A.B. Vajpayee, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος (του ίδιου κόμματος με τον Vajpayee, του BJP) Kalyan Singh, αλλά και ο υπουργός Παιδείας του τοπικού κρατιδίου Murli Manohar Johsi, οι οποίοι ενεπλάκησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όπως λόγου χάριν απαγορεύοντας στην αστυνομία να παρέμβει για να αποτρέψει το γεγονός.
Η κατεδάφιση ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδήλωσης 150.000 Ινδουιστών, παρότι οι διοργανωτές της είχαν δεσμευθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως δεν θα πείραζαν το τζαμί. Και αυτό συνέβη διότι για χρόνια θεωρούσαν ιεροσυλία να λειτουργεί επί 465 χρόνια τζαμί πάνω σε ένα ιερό το οποίο είχε χτισθεί σε ανάμνηση της γέννησης του θεού Ράμα.
Αμέσως μετά την κατεδάφιση του τζαμιού, οι Ισλαμιστές κήρυξαν Ιερό Πόλεμο – «Τζιχάντ» με αποτέλεσμα 2.000 νεκρούς και από τις δύο πλευρές, αλλά και την πρόκληση παθών που παρέμειναν για χρόνια έντονα μεταξύ της πλειονοτικής Ινδουιστικής και της μειονοτικής Μουσουλμανικής κοινότητας στην χώρα. Κορυφαίο γεγονός της βίας που ακολούθησε ήλθε 10 χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2002, όταν μουσουλμανικός όχλος έκαψε ζωντανούς μέσα σε τραίνο Ινδουιστές ακτιβιστές που επέστρεφαν από την Ayodhya (εκ των οποίων 25 γυναίκες και 15 παιδιά) ενώ κυκλοφόρησαν και φήμες πως απήγαγαν και 3 κορίτσια. Αυτό το γεγονός ήταν η αφορμή για μια περίοδο βίας 4 μηνών που άφησε πίσω της 790 νεκρούς Μουσουλμάνους και 254 νεκρούς Ινδουιστές, 223 αγνοούμενους, 523 ινδουιστικά και μουσουλμανικά τεμένη (μαζί και 3 χριστιανικές εκκλησίες) κατεστραμμένα, 61.000 Μουσουλμάνους πρόσφυγες και άλλους 10.000 Ινδουιστές, 17.947 προληπτικές κρατήσεις Ινδουιστών και 3.616 Μουσουλμάνων, καθώς και κανονικές συλλήψεις 27.901 Ινδουιστών και 7.651 Μουσουλμάνων.
Για χρόνια, οι αρχαιολόγοι θεωρούσαν «μύθο» τα όσα πιστεύονταν στην λαϊκή παράδοση πως υπήρχε παλιά ιερό του Ράμα στο μέρος όπου χτίστηκε το τζαμί. Όταν όμως ινδουιστές έστησαν κρυφά είδωλο του Ram Lalla (του Ράμα, ενσάρκωση του θεού Vishnu, εικονιζόμενου ως μωρό) σε αυτό, αποφάσισαν έστω και χωρίς ευρήματα, να ξαναστήσουν στην θέση του τζαμιού ινδουιστικό ναό, μιας και ο Μπαμπούρ είχε στήσει το τζαμί καταστρέφοντας τον ναό του Ράμα. Εις πείσμα των αρχαιολόγων που επέμεναν πως δεν υπήρχαν στοιχεία για λειτουργία ναού στον ίδιο χώρο πριν κατασκευασθεί το τζαμί, την ημέρα της κατεδάφισης του τζαμιού βρέθηκαν παλαιογραφικά δείγματα παλαιότερου ινδουιστικού ναού σε επιγραφές πάνω σε λεπτές πέτρες που εντοπίσθηκαν μέσα στο ερειπωμένο τζαμί! Πάνω από 260 χειροτεχνήματα ανακαλύφθηκαν την ίδια ημέρα που απεδείκνυαν την παλαιότερη λειτουργία ναού στο μέρος αυτό.
Ως τότε, αποδείξεις δεν υπήρχαν για την κατεδάφιση του ναού από τον μουσουλμάνο αυτοκράτορα, αφού δεν σώθηκε καμία αναφορά περί του καινούργιου τζαμιού που ανήγειρε ο Μπαμπούρ, ενώ λείπουν και οι σελίδες που αναφέρονταν στην συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του από το ημερολόγιό ,του το Baburnama. Μόνο ένα χρονικό της εποχής του Τarikh-i-Babari αναφέρει γενικώς ότι το στράτευμα του Μπαμπούρ «γκρέμισε πολλούς Ινδουιστικούς ναούς στο Chanderi».
Το τζαμί αυτό, κατασκευάστηκε το 1527 από τον Μπαμπούρ, τον πρώτο αυτοκράτορα της δυναστείας των Mughal και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, από τον οποίο πήρε το όνομά του στην δεκαετία του 1940 αφού ως τότε ονομαζόταν Masjid-i-Janmasthan , δηλαδή «Τζαμί της Γέννησης» (Janambhumi ή «Τόπος της γέννησης» αναφέρεται από τους Ινδουιστές) και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στο κρατίδιο Uttar Pradesh, όπου σήμερα ζουν περί τα 31 εκατομμύρια Ινδοί Μουσουλμάνοι. Παρότι υπήρχαν και παλαιότερα τζαμιά ολόγυρα, όπως λ.χ. το Hazrat Bal το οποίο κατασκευάστηκε από τους Shariqi, το Babri ήταν το μεγαλύτερο λόγω και της στρατηγικής θέσης του σημείου.
Η πρώτη αναφορά που έχουμε ότι το τζαμί είχε χτισθεί πάνω σε ινδουιστικό ναό ήρθε το 1853, όταν μια ινδουιστική σέχτα ονόματι Nirmohis υποστήριξε κάτι τέτοιο με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ταραχές και να απαγορευθεί 2 χρόνια αργότερα από τους Μουσουλμάνους επικυρίαρχους στους Ινδουιστές να έχουν πρόσβαση στον ιερό χώρο. Μετά από πολυάριθμα αιτήματα στα δικαστήρια και συλλογές υπογραφών, οι Ινδουιστές λάτρεις του Ράμα κατόρθωσαν να αποκτήσουν πρόσβαση στο ιερό γι αυτούς μέρος το 1985. Πολυάριθμα αιτήματά τους να χτίσουν ιερό στην περιοχή έπεσαν στο κενό, ώσπου το 1886 ένας δικαστής απέρριψε μεν και αυτός το αίτημα, ωστόσο χαρακτήριζε ατυχές το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι εισβολείς έχτισαν πάνω σε έδαφος που θεωρούν ιερό οι ινδουιστές. Σε ταραχές που ξέσπασαν το 1934 μεταξύ των 2 κοινοτήτων καταστράφηκαν τα τείχη γύρω από το τζαμί και ένας τρούλος του που επισκευάσθηκαν από τους Άγγλους αποικιοκράτες.
Στην ουσία όμως, όλα όσα οδήγησαν στις μετέπειτα συγκρούσεις, ξεκίνησαν τα μεσάνυχτα της 22ας προς 23η Δεκεμβρίου 1949, όταν βρέθηκε ένα είδωλο του πολεμιστή θεού των Ινδουιστών Ράμα μέσα στο τζαμί. Την ώρα που οι αστυφύλακες φρουροί γύρω από τον ναό κοιμόντουσαν, 50 με 60 άτομα μπήκαν κρυφά στο τζαμί και έστησαν 2 αγάλματα, του Ράμα και της Σίτα. Λίγες ώρες αργότερα, 6.000 κόσμος βρέθηκε έξω από το τζαμί και έψαλλε ινδουιστικούς ψαλμούς και 24 ώρες αργότερα αποπειράθηκαν να εισέλθουν στο τέμενος. Τότε, η αστυνομία κλείδωσε τον χώρο με ένα τεράστιο λουκέτο.
Το 1984 το εθνικιστικό κίνημα Vishwa Hindu Parishad (VHP) ξεκίνησε μια καμπάνια να φύγει το λουκέτο, κάτι που έπραξε η κυβέρνηση του Rajiv Gandhi επιτρέποντας της πρόσβαση στους Ινδουιστές οι οποίοι ως τότε μπορούσαν να μπαίνουν μόνο μια φορά τον χρόνο.
Τον Σεπτέμβριο του 2010, το ανώτατο Δικαστήριο έδωσε μια Σολομώντειο λύση αφού κανείς από τους 3 δικαστές δεν συμφώνησε με τους άλλους 2: αποφάσισε να δώσει σε δύο ινδουιστικές σέχτες από ένα τρίτο της γης που θεωρούν ιερή (στην Πανινδική Μεγάλη Συνέλευση Ινδουιστών και την Νιμρόχι Αχάρα, την «Ομάδα χωρίς Προσκόλληση») και οι 2 κοινότητες και το άλλο ένα τρίτο στους μουσουλμάνους και το Σουνιτικό Συμβούλιο Βακουφιών.
Κατηγορίες:INDIA, ΙΝΔΙΑ, ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΣ, ΙΣΛΑΜ, Uncategorized
Καλησπέρα σας , διαβάζω ένα βιβλίο πού αναφέρεται στό γλωσσικό πρόβλημα καί γράφει …» τό γλωσσικό ήταν τό προσφορετώρο πρόβλημα γιά νά έπενδυθή μέ τό συγκεκριμένο αύτό κοινωνικό περιεχόμενο , δηλ. τήν άμορφωσιά τού λαού καί συνεπώς τήν άδυναμία πολιτικής άνανέωσης τής άστικής τάξης .
Τό κοινωνικό πρόβλημα έλυόταν έτσι διά τού γενιτσαρισμού .
Δέν είναι καθόλου τυχαίο ότι ή προστασία τά ίδια προβλήματα μέ τήν γλώσσα προσπάθησε νά δημιουργήση καί σέ άλλους λαούς μέ μεγάλες παραδόσεις , όπως ή ΙΝΔΙΑ .
Αύτό γιά τήν Ινδία ισχύει ?
ρωτάω έσάς γιατί διάβαζοντας τό μπλόκ σας συμπέρανα ότι γνωρίζετε πολλά γιά τήν Ινδία καί γιατί προσπαθώντας νά βρώ κάτι στό ιντερνετ δυστυχώς δέν βρήκα τίποτε .
εύχομαι χρόνια πολλά καί καλά χριστούγεννα γιώργος